Αναβαθμίστε τον για να δείτε σωστά αυτό το site. Αναβαθμίστε τον browser σας τώρα!
Βίκτορ Ουγκώ
«Η Παναγία των Παρισίων» είναι ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα στον κόσμο αριστουργήματα του Ουγκώ και από τα κορυφαία έργα της ρομαντικής πεζογραφίας. Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1831 και προκάλεσε από τότε συγκλονιστική εντύπωση. Η υπόθεση του βιβλίου είναι συναρπαστική, με γρήγορη και δραματική εξέλιξη, που σαγηνεύει τον αναγνώστη και τον κρατά διαρκώς σε εγρήγορση. Οι κύριοι ήρωές του, η Εσμεράλδα, ο Κουασιμόδος, η «χτισμένη» καλόγρια, ο Κλαύδιος Φρόλλο, ο άτυχος ποιητής Γκρεγκουάρ, ο βασιλιάς της Αυλής των Θαυμάτων, έχουν ιχνογραφηθεί από τη φλογερή και συνάμα χαριτωμένη πένα του Ουγκώ με εξαίσιες πινελιές. Άλλα απ' αυτά τα πρόσωπα απωθούν με την αποκρουστικότητά τους. Άλλα θέλγουν με τον ωραίο και αγνό ψυχικό τους κόσμο. Όλα, πάντως, είναι μορφές που μένουν στη μνήμη για για πάντα.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ γεννήθηκε το 1802 στην Μπεζανσόν και πέθανε το 1885 στο Παρίσι. Εμποτισμένος με τα νάματα του ρομαντισμού, που βρισκόταν τότε σε μεγάλη άνθηση, εντάχθηκε σε αυτό το ρεύμα και αναδείχτηκε σε ηγετική του μορφή. Επιδόθηκε σε όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λόγου: την ποίηση, το μυθιστόρημα, τα θεατρικά έργα, το δοκίμιο. Με τη μεγαλοφυΐα του και τον ανεξάντλητο οίστρο της γόνιμης φαντασίας του, που δεν γνώριζε όρια, χάρισε στην παγκόσμια λογοτεχνία αθάνατες σελίδες. Αγαπούσε με πάθος και υπηρέτησε με την πένα του όλες τις υψηλές και ευγενικές ιδέες, τη φιλοπατρία, τη αυθεντική πίστη και θρησκεία, την ελευθερία, την κοινωνική δικαιοσύνη, τη φιλία, τον αγνό έρωτα, τη ομορφιά της δημιουργία. Από τα υπόλοιπα έργα του, το πιο γνωστό είναι οι περίφημοι «Άθλιοι», το κορυφαίο δημιούργημα της παγκόσμιας πεζογραφίας κατά τον Φ. Ντοστογιέφσκι...
Η μεσαιωνική Γαλλία, λοιπόν, τόπος και χρόνος μιας ομορφιάς χαμένης για πάντα, κατά τον ρομαντικό Ουγκώ, γίνεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, το θέατρο ενός δράματος που περιλαμβάνει πολύ πάθος, χαμηλό αλλά και υψηλό, αγνό πάθος· πολύ φθόνο και μοχθηρία, εγωισμό και ανιδιοτέλεια· αίμα και πόνο, σωματικό και ψυχικό.
Δύο θάνατοι, ενός παραμορφωμένου αλλά με πλούσιο ψυχισμό‒ άνδρα και ενός μάγου ιερωμένου είναι οι τελευταίες, εμβληματικές σκηνές της Παναγίας των Παρισίων του Βίκτορος Ουγκώ, κορυφαίου μυθιστορηματικού έργου του ρομαντισμού «επικό θέατρο», όπως θα έλεγε και ο ίδιος ο Γάλλος συγγραφέας, τεράστιου μπεστ-σέλερ της εποχής εκείνης, διαχρονικού και κοσμαγάπητου μυθιστορήματος έως σήμερα. Από τα μεγαλόπνοα εκείνα πεζογραφικά έργα που φέρουν πάνω τους ανεξίτηλη τη στόφα του κλασικού.
Η Παναγία των Παρισίων είναι τέτοιο κομβικό σημείο αναφοράς που ακόμα και αν κάποιος δεν είναι ιδιαίτερα βιβλιόφιλος πρέπει να έχει πέσει πάνω στις δεκάδες κινηματογραφικές, τηλεοπτικές, μουσικές διασκευές του – και, οπωσδήποτε, είναι αδύνατον να σταθείς μπροστά ή μέσα στον μεγαλειώδη ομώνυμο καθεδρικό των Παρισίων και να μην ταξιδέψει ο νους σου στην τσιγγάνα Εσμεράλδα ή τον περίφημο καμπούρη Κουασιμόδο.
Η αλήθεια είναι ότι το τόσο δημοφιλές αυτό έργο γράφηκε με έναν πολύ συγκεκριμένο στόχο εκ μέρους του συγγραφέα: ο Ουγκώ αισθανόταν πως όφειλε να περάσει προς το κοινό της εποχής του ένα σαφές μήνυμα. Αυτό θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής: η μεγάλη τέχνη του παρελθόντος, η τέχνη της γοτθικής αρχιτεκτονικής, έχει περιπέσει σε μαρασμό και απαξίωση. Κορυφαία κτίσματα που είχαν σημαδέψει τη φυσιογνωμία της γαλλικής πρωτεύουσας επί σειρά αιώνων, ξηλώνονταν, κατεδαφίζονταν, λησμονούνταν.
Για τον Ουγκώ, αυτό ήταν ανεπίτρεπτο και μέσα από την Παναγία των Παρισίων θέλησε να αναδείξει το κάλλος και τη μοναδική αισθητική του gothic πνεύματος, όπως αυτό εκφράστηκε μέσα από την αρχιτεκτονική: πράγματι, ο ίδιος ο καθεδρικός δεν είναι απλώς ένα παθητικό, ουδέτερο φόντο αλλά πρωταγωνιστής. Πρέπει μάλιστα να υπάρχουν λίγες σκηνές οι οποίες δεν διαδραματίζονται έξω, μέσα ή στην οροφή του μεγαλοπρεπούς αυτού ναού. Και, βέβαια, ο Ουγκώ τοποθετεί τη δράση του μυθιστορήματος σε μια εποχή ακμής του γοτθικού πνεύματος, τον 15ο αιώνα. Ο ίδιος έγραψε το έργο στα 1829-30 (εκδόθηκε την αμέσως επόμενη χρονιά), λίγα χρόνια αφότου εξέδωσε ένα μανιφέστο με τον ενδεικτικό τίτλο Πόλεμος στους κατεδαφιστές. Δεν είναι τυχαίο ότι ο καθεδρικός καθεαυτός είχε στα χρόνια του Ουγκώ περιπέσει σε μαρασμό και έργα αναπαλαίωσης και αναστήλωσης θα έπρεπε να γίνουν το συντομότερο δυνατόν εάν ήταν να διασωθεί το μνημείο.
Η μεσαιωνική Γαλλία, λοιπόν, τόπος και χρόνος μιας ομορφιάς χαμένης για πάντα, κατά τον ρομαντικό Ουγκώ, γίνεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, το θέατρο ενός δράματος που περιλαμβάνει πολύ πάθος, χαμηλό αλλά και υψηλό, αγνό πάθος· πολύ φθόνο και μοχθηρία, εγωισμό και ανιδιοτέλεια· αίμα και πόνο, σωματικό και ψυχικό. Η γλυκιά, αθώα μα την ίδια στιγμή έντονα σεξουαλική Εσμεράλδα αποτελεί εμμονή μιας σειράς ανδρών διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, τη γνήσια, αληθινή αγάπη όμως ο Ουγκώ την εντοπίζει στον κωδωνοκρούστη της μεγαλόπρεπης εκκλησίας, στον δύσμορφο, γεμάτο υστερήσεις Κουασιμόδο, στο απόλυτο τίποτα δηλαδή. Και αυτό το τίποτα γίνεται το άπαν, εν τέλει.
Η μεσαιωνική Γαλλία, λοιπόν, τόπος και χρόνος μιας ομορφιάς χαμένης για πάντα, κατά τον ρομαντικό Ουγκώ, γίνεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, το θέατρο ενός δράματος που περιλαμβάνει πολύ πάθος, χαμηλό αλλά και υψηλό, αγνό πάθος· πολύ φθόνο και μοχθηρία, εγωισμό και ανιδιοτέλεια· αίμα και πόνο, σωματικό και ψυχικό. Η γλυκιά, αθώα μα την ίδια στιγμή έντονα σεξουαλική Εσμεράλδα αποτελεί εμμονή μιας σειράς ανδρών διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, τη γνήσια, αληθινή αγάπη όμως ο Ουγκώ την εντοπίζει στον κωδωνοκρούστη της μεγαλόπρεπης εκκλησίας, στον δύσμορφο, γεμάτο υστερήσεις Κουασιμόδο, στο απόλυτο τίποτα δηλαδή. Και αυτό το τίποτα γίνεται το άπαν, εν τέλει.
Η Παναγία των Παρισίων, με την απίστευτη δημοτικότητά της, οδήγησε όχι μόνο στην αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για την γοτθική αρχιτεκτονική (ο Ουγκώ πέτυχε το σκοπό του: ο καθεδρικός έτυχε έκτοτε ξεχωριστής φροντίδας), άνοιξε όμως και δρόμους για τα μεγάλα, λιγότερο ρομαντικά και περισσότερο ρεαλιστικά, κοινωνικά μυθιστορήματα-τοιχογραφίες του 19ου αιώνα, τόσο στη Γαλλία (Μπαλζάκ, Φλομπέρ) όσο και στην Αγγλία (Ντίκενς). Υπό μία έννοια, στέκει ως σήμερα όπως και ο εμβληματικός ναός του τίτλου: σαν μνημείο – της τέχνης της αφήγησης.
Ηλίας Μαγκλίνης - Δημοσιογράφος