Η πρώτη φορά που ταξίδεψα μόνη μου στο εξωτερικό με έμαθε ότι ο τουρισμός μπορεί να είναι ζωογόνος δύναμη για έναν τόπο ή να σταθεί μοιραίος για την αυθεντικότητα και τον χαρακτήρα του.
Ως τόπος συνάντησής μας στη Λα Πάλμα, το βορειοδυτικότερο των Καναρίων Νησιών, μετά από πολύωρες πτήσεις ανταπόκρισης, λεωφορεία, οτοστόπ και μικρές ανατροπές, είχε οριστεί το δημοτικό σχολείο τoυ ορεινού οικισμού Γαραφία –άδειο από μαθητές τους καλοκαιρινούς μήνες–, όπου θα στήναμε την πολύγλωσση κατασκήνωσή μας. Για τις επόμενες δύο εβδομάδες, δεκαέξι εθελοντές από όλο τον κόσμο θα καθαρίζαμε και θα σηματοδοτούσαμε ένα παλιό πεζοπορικό μονοπάτι στο γειτονικό υποτροπικό δάσος. Η «δουλειά» ήταν σαφώς το πρόσχημα. Οι περισσότεροι δεν είχαμε ιδέα από χειρωνακτικές εργασίες και μέχρι να πατήσουμε το πόδι μας στο χωριό, δεν είχαμε ιδέα πού πέφτει στον χάρτη. Ο λόγος που βρισκόμασταν εκεί ήταν ότι ήμασταν 20 χρονών και θέλαμε να ρουφήξουμε εμπειρίες, εικόνες και ζωή.
Οι Παλμέρος αποκαλούν την πατρίδα τους «La Isla Bonita», που θα πει «Το όμορφο νησί». Με αυτές τις λέξεις έγιναν οι συστάσεις το βράδυ της υποδοχής, σε ένα εγκάρδιο δείπνο στο προαύλιο του σχολείου, γεμάτο μουσική, τσαμπιά από μπανάνες και πιατέλες φορτωμένες ψητές πατάτες με mojo, την έντονη σκορδάτη σάλτσα που φτιάχνεται από τις μικρές κόκκινες πιπεριές-σήμα κατατεθέν του νησιού. Στα χρόνια που ακολούθησαν, εκείνο το γλέντι θα παρέμενε και για τους δεκαέξι μας σημείο αναφοράς: είχε αλήθεια και αυθεντικότητα, συστατικά που χρειάζονται για να εξάψουν το ενδιαφέρον του ταξιδιώτη και να τον μετατρέψουν σιωπηρά σε πρεσβευτή του τόπου που επισκέπτεται. Ήταν η ιδανική εισαγωγή μιας χορταστικής γνωριμίας με την ηφαιστειογενή αυτή λωρίδα γης, που βρέχεται από τον Ατλαντικό και, παρότι ανήκει σε ένα σύμπλεγμα νησιών ταυτισμένο με τη βαριά τουριστική βιομηχανία της Ισπανίας, καταφέρνει μέχρι σήμερα να στέκεται αυθύπαρκτη στον χάρτη με έναν δικό της, πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Όλα αυτά, βέβαια, ούτε που μας περνούσαν τότε από το μυαλό. Απολαμβάναμε ό,τι μας πρόσφερε απλόχερα η Λα Πάλμα και υποσχόμασταν ο ένας στον άλλο πως κάπως, κάποτε, θα βρίσκαμε τον τρόπο να επιστρέψουμε. Θυμάμαι ζωηρά την περηφάνια που μοιράζονταν μαζί μας οι ομαδάρχες μας για το ότι ο τόπος τους, ένα κράμα κατάφυτων βουνών, τροπικής βλάστησης, πετρωμένης λάβας και άνυδρων ερημικών τοπίων, δεν είχε υποκύψει στα θέλγητρα του μαζικού τουρισμού. Στα ξέφρενα πάρτι της Τενερίφης και στις all-inclusive υπηρεσίες της Γκραν Κανάρια, οι Παλμέρος είχαν «αντιπρόταση»: πεζοπορία στο εθνικό πάρκο Caldera de Taburiente, στάση για τη θέα από το παρατηρητήριο Mirador de la Cumbrecita, ραπέλ από καταρράκτη σε καταρράκτη στο τροπικό δάσος Los Tiles, βραδιές αστροπαρατήρησης κάτω από τον πεντακάθαρο από φωτορύπανση ουρανό, επίσκεψη στο Αστεροσκοπείο Roque de los Muchachos και αρχιτεκτονικούς περιπάτους στα πολύχρωμα αποικιακά στενά της πρωτεύουσας, Santa Cruz de la Palma.
Όταν ολοκληρώθηκε το πρόγραμμα αναστήλωσης του μονοπατιού, κάποιοι από την παρέα αποφασίσαμε να αλλάξουμε το εισιτήριο της επιστροφής. Δύο φίλοι από την Γκραν Κανάρια, ο Χούλιο και ο Σάουλο, προσφέρθηκαν να μας φιλοξενήσουν για λίγες ημέρες στο νησί τους. Κατεβαίνοντας από το πλοίο, το σκηνικό μεταμορφώθηκε βίαια και μεμιάς. Βαβούρα και πολυκοσμία, αυτοκινητόδρομοι διπλής κατεύθυνσης, ορδές αναψοκοκκινισμένων τουριστών, εξωτικοί αμμόλοφοι και ξενοδοχεία-πολυκατοικίες πάνω στο κύμα. Είχαμε χάσει το ζεν μας και δεν έφταιγε το μέρος per se, ένα νησί που ήμουν σίγουρη πως κάποτε ήταν πανέμορφο, «μια ήπειρος σε μικρογραφία», όπως είναι γνωστό μέχρι σήμερα, λόγω της τεράστιας ποικιλομορφίας και των ενδιαφερουσών εναλλαγών του.
Εκεί, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή μου, κατάλαβα πως όσο ο τουρισμός μπορεί να λειτουργήσει ως ζωογόνος δύναμη για έναν τόπο, άλλο τόσο μπορεί να σταθεί μοιραίος για την εξέλιξή του. Να τον μετατρέψει σε προορισμό καρμπόν, που θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε στον κόσμο. Να τον ισοπεδώσει, απογυμνώνοντάς τον από τα στοιχεία που διαμορφώνουν την ταυτότητά του. Και πως, αν για έναν λόγο συνεχίζω να ταξιδεύω δύο δεκαετίες αργότερα, είναι γι’ αυτά τα μέρη του πλανήτη που αγαπούν και αναδεικνύουν τις χαμηλές τους ταχύτητες. Γιατί, όσο ρομαντικό κι αν ακούγεται τελικά, αυτές οι χαμηλές ταχύτητες είναι στην πραγματικότητα που κάνουν τον κόσμο να γυρίζει.