Το δεύτερο μεγαλύτερο νησί των Δωδεκανήσων δεν συγκαταλέγεται στους «εύκολους» και προφανείς προορισμούς του καλοκαιριού, αλλά προσφέρει αναμνήσεις που κρατούν για πάντα.
Μεσημέρι Κυριακής στο Λονδίνο, η ζέστη και η υγρασία έχουν βυθίσει το Regent’s Park σε μια πρωτόγνωρη ακινησία. Όμως ανάμεσα στα ξέξασπρα σώματα που, ψιλοζαλισμένα από τις μπίρες, λιάζονται στο γρασίδι, υπάρχει κάποιο με τάσεις φυγής – το δικό μου. Με την πρώτη υποψία αέρα, το παρεό μου γίνεται ιπτάμενο χαλί και πετάω στο νοτιοανατολικό Αιγαίο, κάνοντας κύκλους γύρω από μια δαγκάνα αστακού. Έτσι μοιάζει από ψηλά η Κάρπαθος.
Προσγείωση κατευθείαν σε ένα γλέντι, μέσα Αυγούστου. Καταραμένος μήνας ο Αύγουστος για τους λάτρεις των ποιοτικών διακοπών, για την Κάρπαθο όμως μήνας-θεός. Τα χωριά έχουν απαρτία, οι ξενιτεμένοι από την Αμερική και την Αυστραλία έχουν επιστρέψει. Άγνωστη μεταξύ αγνώστων, και όμως μου φέρονται σαν να είμαι η επίτιμη προσκεκλημένη: αυτή που αξίζει την πλαστική καρέκλα δίπλα στην ορχήστρα, που το ποτήρι της δεν θα αδειάζει ποτέ κάτω από τη μέση και θα έχει μπροστά της τους καλύτερους μεζέδες. Και αυτή, φυσικά, που θα αποθεωθεί στον «πάνω χορό», τον πηδηχτό, παρόλο που όσοι άτυχοι βρεθούν σε κοντινή ακτίνα θα γυρίσουν στις θέσεις τους κουτσαίνοντας. Το ξημέρωμα κι ενώ η λύρα είναι ακόμα «ζεστή», θα μου μπλοκάρει την έξοδο μια παλιά μαντινάδα: «Τι μου το παίζεις του φευγού; Να φύγεις δε σ’ αφήνω. Εδώ ως τα ξημερώματα θα κάθομαι να πίνω». Θα γίνουν άραγε και φέτος τα γλέντια; Με τι «πρωτόκολλα»; Θέλω να πιστεύω πως ναι.
Με την Κάρπαθο δεν με δένει σχέση πολλών ετών, ούτε την ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου. Για έναν περίεργο λόγο, όμως, είναι το μόνο μέρος που νοσταλγώ. Λέει ο θρύλος ότι οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού ονομάστηκαν Αρπάθεοι και μετά Καρπάθιοι, γιατί από τη λατρεία για τον τόπο τους έκλεψαν τους θεούς του Ολύμπου και τους έφεραν στο νησί. Χάρη τούς έκαναν. Αν είσαι θεός, τέτοιο εξοχικό θες για το καλοκαίρι, άγριο και απρόσιτο. Άσε που βολεύει και το όνομα, Όλυμπος εκεί, Όλυμπος και εδώ.
Τσαλιμάκια με την μπάλα στις Μενετές. (Φωτογραφία: ΝΙΚΟΛΑΣ ΜΑΣΤΟΡΑΣ)
Μόνο που η εδώ Όλυμπος είναι γένους θηλυκού. Όπως η επί αιώνες γυναικοκρατούμενη κοινωνία της, που παρέμενε κλειστή μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, τότε που ο δρόμος και το ρεύμα δεν είχαν ακόμα φτάσει μέχρι εκεί. Αργά το απόγευμα, μετά τις 17.30, όταν τα τουριστικά πούλμαν αναχωρούν και το πολύχρωμο μεσαιωνικό χωριό ηρεμεί σιγά σιγά, μένει χώρος για όποιον θέλει να γίνει σιωπηλός παρατηρητής εικόνων υπό εξαφάνιση. Δωρικές μορφές με παραδοσιακές φορεσιές, τραχιά χέρια και σκαμμένα από τον ήλιο πρόσωπα επιστρέφουν στα φουρνίσματα, στον αργαλειό και στα κουβαλήματα, στις τελευταίες δουλειές της ημέρας.
Ώσπου να ανέβω στο εστιατόριο «Μύλος» για να δω το ηλιοβασίλεμα από τον τελευταίο εν ενεργεία ανεμόμυλο της Ολύμπου, η κάτω γειτονιά θα έχει αποκοιμηθεί. Φεύγοντας θα τρεμοπαίζουν μέσα στα σκοτεινά μονόχωρα σπιτάκια οι φλόγες από τα καντήλια, μεταφέροντας μια αίσθηση από τα παλιά – τον καιρό που το χωριό φωτιζόταν με λάμπες πετρελαίου.
Το πλάνο για την Κάρπαθο το έχω έτοιμο από καιρό: θα κάνω ό,τι δεν έκανα, θα ξανακάνω ό,τι έκανα. Και όμως, φτάνοντας, ξέρω ότι όλα τα σχέδια είναι ανούσια. Η μέρα θα αυτορρυθμιστεί, δίνοντας προτεραιότητα στα σημαντικά: τι ώρα περνάει ο μπονέντης, το παχύ σύννεφο που διασχίζει τα βουνά της Καρπάθου, να τον χαζέψουμε από τις Μενετές τρώγοντας κουλούρες από τον φούρνο; Πόσα μποφόρ έχει στον Αφιάρτη για windsurfing; Πόσα ντολμαδάκια έχουν μείνει στη Μαρίνα, στο Φοινίκι; Με τι ψάρια γύρισε ο «Άη Γιώργης» στη Φωλιά, στα Σπόα; Θα πάμε κατευθείαν από την παραλία στο πανηγύρι ή θα γυρίσουμε πρώτα από το δωμάτιο;
BOYTIEΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Έλεγχος τσάντας πριν από την παραλία. Αντηλιακό, παγούρι, μάσκα, τσεκ. Μποτάκια τσεκ – κάποιος θα μου πει για το φανταστικό μονοπάτι εδώ δίπλα και θα είναι από εκείνα που δεν χάνονται. Σουγιάς, τσεκ – για το καρπούζι που θα με ξεδιψάσει και θα είναι το πιο ωραίο του καλοκαιριού. Φακός και μπαταρίες, τσεκ – για εκείνο το προαίσθημα που έχω ότι θα ξεχαστούμε με μια παρέα στον Άγιο Μηνά έως τα μεσάνυχτα. Εντάξει, δεν είναι προαίσθημα, είναι σχέδιο προμελετημένο.
Νοτιοδυτική Κάρπαθος, στην παραλία Αράκι. (Φωτογραφία: ΝΙΚΟΛΑΣ ΜΑΣΤΟΡΑΣ)
Καθίσαμε ένα βράδυ και μετρήσαμε τις παραλίες με έναν θαλασσόλυκο που ξέρει το νησί σπιθαμή προς σπιθαμή: πάνω από 100. Από τη μια είναι νησί αρκετά μεγάλο, για να βρεις ακόμα και στην κορύφωση της σεζόν παραλίες όπως το Αράκι και να απομονωθείς, από την άλλη μικρό όσο πρέπει, για να σε θυμούνται το βράδυ οι γνωστοί άγνωστοι, όσοι συνάντησες και σου είπαν μια «καλημέρα» στα χωριά και μοιράστηκαν ίσως και μια ιστορία. Στο Απέρι θα ’ναι μάλλον για τους φημισμένους μάστορες που έχτισαν τα αρχοντικά, στις Πυλές για την παράδοση του χωριού να «βγάζει» ντουζίνες από δασκάλους, στις Μενετές για το Λαογραφικό Μουσείο που ήταν παλιά οστεοφυλάκιο. Στην Αρκάσα για το ταλέντο στους διαγωνισμούς μαντινάδας.
Δεν προλαβαίνεις να πιάσεις κουβέντα και, χωρίς να ξέρουν πώς σε λένε, σε βάζουν μέσα στα σπίτια τους, που μοιάζουν με μουσεία. Κι από επισκέπτης γίνεσαι το ανίψι που μαθαίνει για τον τόπο μέσα από τη ζωντανή ιστορία, τα κεντήματα που στολίζουν τους σουφάδες και τις ιστορίες των εικονιζομένων στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Και μαθαίνεις για εκείνη τη γιαγιά κάποιου που ήρθε νύφη από την Κάσο και έκανε τα ντολμαδάκια τα κασιώτικα, καρπαθιώτικα. Σου διηγούνται την ιστορία για εκείνον τον προγόνο που οι Ιταλοί τού κατέστρεψαν τα μελίσσια για να κάνουν πολυβολείο και κουβαλούν τη συναισθηματική φόρτιση σαν να έγινε χθες.
Η νέα γενιά της Ολύμπου τιμά την παραδοσιακή φορεσιά. (Φωτογραφία: ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΦΟΣ)
Τα ραντεβού είναι περιττά. Το βράδυ θα βρεθούμε κάπου στα Πηγάδια. Κάποιος θα ρίξει την ιδέα για Σαρία και το επόμενο πρωί θα κάνουμε το έξτρα μίλι για το ακατοίκητο νησάκι βόρεια της Καρπάθου. Φτάνοντας θα πω «δεν μου αξίζει ακόμα η βουτιά», θα γυρίσω την πλάτη στη θάλασσα και θα ανηφορίσω με το σακίδιό μου στα Παλάτια. Χαμένη στις αρχαίες οχυρώσεις, θα φαντάζομαι τους Σαρακηνούς πειρατές να μπαινοβγαίνουν στα θολωτά ερείπια. Δύο μαυροπετρίτες θα με οδηγήσουν στο φαράγγι του Έντη και μετά στο ξωκλήσι του Αγίου Ζαχαρία. Κι εκεί, κοιτάζοντας από ψηλά το πέλαγος, θα πω «Σαρία, σε κατέκτησα», κι ας ξέρω ότι άλλοι είναι οι πραγματικοί «κατακτητές» αυτού του τόπου: 2.500 κατσίκες ζουν στο νησί και κάποιες από αυτές φυλάνε καραούλι στην παραλία μήπως τολμήσεις να φας κάτι χωρίς να το δοκιμάσουν πρώτες. Στην επιστροφή, η βουτιά. Κολυμπάω στην αριστερή πλευρά του κόλπου και χώνομαι σε μια τρύπα που οδηγεί σε ένα σπηλαιώδες πέρασμα. Βάζω τη μάσκα και κοιτάζω κάτω τα πολύχρωμα πετρώματα, κι είναι σαν να τα βλέπω μέσα από καλειδοσκόπιο. Ξαφνικά νιώθω ότι ήρθε η ώρα για τη μεγάλη βουτιά, για υποβρύχιους λαβυρίνθους, ναυάγια και, αν είμαι τυχερή, για συναντήσεις με χελώνες και φώκιες. Αν όχι εδώ, πού; Να πάρω τον Ντίνο στο καταδυτικό κέντρο βγαίνοντας, να κλείσω ημερομηνία για την πρώτη μου κατάδυση.
Ευτυχία είναι η διαδρομή με ένα «νοικιάρικο» αμάξι σε ένα σύννεφο σκόνης που διαλύεται όταν φτάνεις στα τιρκουάζ νερά του Διακόφτη. Είναι οι μικρές παράξενες ανακαλύψεις – ο αρχαίος βωμός που εκτελεί χρέη κολυμπήθρας στην Αγία Σοφία στην Αρκάσα, τα βράχια-γλυπτά φτιαγμένα από κοχύλια στου Μιχαλιού τον Κήπο. Είναι η στιγμή που θα σου φορέσουν το παραδοσιακό μαντίλι στην Όλυμπο και θα σου πουν: «Τώρα σε κάναμε δικιά μας». Κι όλα αυτά θα επιστρέφουν σαν όνειρα ενός μεσημεριού και θα μειώνουν την απόσταση Κάρπαθος-Λονδίνο μέχρι να πάρεις το επόμενο αεροπλάνο.
ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ
• Η παραλία-φίρμα είναι τα Άπελλα. Τα «κανονικά» καλοκαίρια επεφύλασσε, ως πολυσύχναστη, ταλαιπωρία στο παρκάρισμα και στην εύρεση ξαπλώστρας, και χρειαζόταν να πάτε πολύ νωρίς το πρωί ή αργά το απόγευμα.
• Για ποιοτικά σουβενίρ, επισκεφθείτε το εργαστήρι κεραμικών της Πόπης Παυλίδου στην Όλυμπο. Περάστε κι από το στιβανάδικο του Γιάννη Πρεάρη, του τελευταίου στιβανά στο νησί.
• Το πιο μυσταγωγικό πανηγύρι είναι αφιερωμένο στον Άη Γιάννη και γίνεται δίπλα στο σπηλαιώδες εκκλησάκι του, στην αρχαία νεκρόπολη της Βρουκούντας (28-30 Αυγούστου). Παρέες φτάνουν στην απρόσιτη τοποθεσία αργά το απόγευμα με καΐκι από το Διαφάνι ή περπατώντας από την Αυλώνα. Οι γυναίκες ακολουθούν με γαϊδουράκια που είναι φορτωμένα με κουβέρτες – όλοι θα διανυκτερεύσουν εκεί, αλλά κανείς δεν θα κοιμηθεί. Το ακρωτήρι θα είναι φωτισμένο με κεράκια, ο ήλιος θα ανατέλλει υπό τον ήχο λύρας και τσαμπούνας. Τη δεύτερη και την τρίτη ημέρα το πανηγύρι μεταφέρεται στην Αυλώνα.
• Η Κάρπαθος είναι περιπατητικός προορισμός. Από τις πιο ενδιαφέρουσες διαδρομές είναι αυτή που ξεκινάει από την Αυλώνα και καταλήγει στο Τρίστομο, στα ερείπια της Καζάρμας, του στρατώνα των Ιταλών (3 ώρες και 20 λεπτά). Κατεβάστε στο κινητό την εφαρμογή «Karpathian Paths».
Το φαράγγι της Φλασκιάς από τα πιο δημοφιλή στους αναρριχητές. (Φωτογραφία: ΝΙΚΟΛΑΣ ΜΑΣΤΟΡΑΣ)
• Θέλετε να δοκιμάσετε τις δυνάμεις σας στην αναρρίχηση; Τόσο στην ακτογραμμή όσο και στην ενδοχώρα υπάρχουν πάνω από 240 διαδρομές που κατασκευάστηκαν ακολουθώντας αυστηρά μέτρα ασφαλείας. Για εξειδικευμένες πληροφορίες συμβουλευτείτε τον οδηγό «Κarpathos: Rock Climbing Guidebook» (ενημερωθείτε για τα σημεία πώλησης στο climbkarpathos.com ή επικοινωνήστε με το γκρουπ Climbing Karpathos στο Facebook).
• Οι πιο φημισμένες μακαρούνες σερβίρονται από την Ευδοξία, στην παραλία της Άδειας, στον όμορφο κήπο της ταβέρνας της. Η καλύτερη ώρα είναι το απόγευμα, ώστε να κλείσετε το δείπνο σας το ηλιοβασίλεμα με ένα κρασί στην παραλία. Άλλο ωραίο ταίριασμα παραλίας με φαγητό είναι αυτό της Δαματρίας, με το εστιατόριο του ξενοδοχείου Poseidon Blue, για «πειραγμένα» καρπαθιώτικα πιάτα. Ή στον Άγιο Θώρο (όπου κάνεις και πηλοθεραπεία) με το ομώνυμο παραδοσιακό ταβερνάκι.