Δονούσα, Ανάφη, Σίκινος, Αρκιοί, Τέλενδος, Αγαθονήσι… Στα μικρόνησα του Αιγαίου η «κοινωνική αποστασιοποίηση» παίρνει την πιο γοητευτική της διάσταση.
Κάποιον Αύγουστο, κάποιας χρονιάς. Ξυπόλυτη, με την άμμο κολλημένη στα πόδια, όπως είμαι με το μαγιό από τη θάλασσα και τα μαλλιά τζίβα από την αλμύρα. Μεσημεριανή κάψα, τζιτζίκια σε οργασμό, το μελτεμάκι να λυγίζει τα ελίχρυσα. Ο ήλιος τα χτυπάει από το πλάι κι αυτά λάμπουν. Γενική ησυχία. Ίσα που ακούγεται κάποιο παλιό νησιώτικο από ένα ξεχασμένο τρανζίστορ. Η μπίρα είναι τόσο παγωμένη στο ταβερνάκι του Μήτσου, στην Καλοταρίτισσα της Δονούσας (και στης Μαργαρίτας στο Κλεισίδι της Ανάφης, στου Τρύπα στους Αρκιούς, στην «Αλμύρα» της Σικίνου…), που «ιδρώνει» πριν καλά καλά την πιάσεις. Αυτή την αίσθηση κι αυτό το «πόστο» δεν τα αλλάζω για κανένα κοσμοπολίτικο νησί.
Σε αυτά τα μέρη δεν έχεις και πολλά να δεις ή να κάνεις, λένε. Δύσκολα διαχειρίζονται κάποιοι τόση ηρεμία. Θυμάμαι μια φίλη που είχε φύγει εσπευσμένα με ελικόπτερο από την Ανάφη. Δεν θα την καταλάβω ποτέ. Βέβαια η Ανάφη έχει αλλάξει από τότε – τώρα αρκετός κόσμος την επισκέπτεται. Άλλοι για το ελεύθερο κάμπινγκ στον Ρούκουνα, άλλοι για την απίθανη Χώρα της και τις πολλές αμμώδεις παραλίες με εύκολη πρόσβαση. Εγώ, πάλι, για τα μονοπάτια της στις άγονες πλαγιές, για το «Αρμενάκι», όπου πίνεις ρακόμελα ενόσω ο Μάρκος παίζει το μπουζούκι του, για το ξημέρωμα στην Παναγιά την Καλαμιώτισσα, όταν ξυπνάς μετά από μια πρωτόγνωρη νύχτα με σλίπινγκ μπαγκ πάνω στον δεύτερο μεγαλύτερο (μετά το Γιβραλτάρ) βράχο της Μεσογείου και αντικρίζεις μόνο το Αιγαίο και την ωραιότερη ανατολή της ζωής σου.
Το εκκλησάκι του Άη Γιώργη στην Τέλενδο. © GETTY IMAGES/IDEAL IMAGE
Μια παρόμοια ανατολή βλέπω και στη Δονούσα. Από την κορυφή του Πάπα. Άλλοτε περπατάω στο Ξυλομπάτι και νιώθω λες και ο αέρας με διαπερνά, λιάζομαι στον Άσπρο Κάβο για να μη με βρει κανείς, ψάχνω το μονοπάτι για το Βαθύ Λιμενάρι και τον γεωμετρικό οικισμό ανάμεσα σε ξερολιθιές, θυμάρια και ακίνητες σαύρες. Μέρες μοναχικότητας μετά, μπορώ να ενταχθώ στην καλοκαιρινή κοινότητα. Να γεύομαι «πειραγμένες» συνταγές θαλασσινών συνοδεία εκλεκτών ελληνικών κρασιών στην «Αυλή», φορώντας δυο ρούχα πλέον πάνω μου. Να ξημερωνόμαστε όλοι παρέα στην παραλία του Σταυρού χορεύοντας ξυπόλυτοι στην άμμο, μπροστά από το «Corona Boreallis», με κοκτέιλ στα χέρια και απίθανες μουσικές. Να ξεφαντώνουμε στο beach bar του Κέδρου όταν κάποιος DJ αναλάβει τα ντεκ και να κρεμόμαστε από τα αλμυρίκια σαν μαϊμούδες.
Όπως κάποτε στο Κουφονήσι. Όταν το Κουφονήσι ήταν ακόμη άγνωστο και ανέμελο. Που μια φέτα καρπούζι πέρναγε από χέρι σε χέρι και το κάμπινγκ επιτρεπόταν ακόμη. Που το χάραμα μας έβρισκε στο θρυλικό μπαρ «Σορόκο» να στοιχηματίζουμε ζαλισμένοι για το σχήμα της γειτονικής ακατοίκητης Κέρου.
Η λογική των μικρών νησιών είναι η παρέα, που σχηματίζεται και διαλύεται κατά βούληση. Αν πάλι το θέλεις, κανείς δεν σε ενοχλεί, πάντα βρίσκεις μια ερημική παραλία. Αυτή είναι η γοητεία των μη τουριστικών νησιών. Μη τουριστικό, βέβαια, δεν είναι κανένα τώρα πια. Ακόμη και στην Ψέριμο ή στην Τέλενδο έβρισκες πέρυσι κάμποσο κόσμο τον Αύγουστο. Θυμάμαι ένα πρωινό στην Τέλενδο των τριάντα κατοίκων και των πενήντα δωματίων. Οι παραλίες άδειες, η ησυχία απόλυτη και ξαφνικά εμφανίστηκαν τα καραβάκια από Κάλυμνο. Διακόσιοι άνθρωποι μπορεί να έκαναν απόβαση μέσα σε λίγες ώρες, διαταράσσοντας τη ραστώνη. Έφευγαν ευτυχώς αργότερα και έμενες με άλλους δέκα το πολύ στο ταβερνάκι του Μιχάλη του Έλληνα, τρωγοπίνοντας βασιλικά. Φέτος, φαντάζομαι, θα «ρεγουλαριστούν» κάπως αυτές οι εκρήξεις πολυκοσμίας.
Μαγικό σκηνικό στα ακατοίκητα Ασπρονήσια, κοντά στους Λειψούς. (Φωτογραφία: ΚΛΑΙΡΗ ΜΟΥΣΤΑΦΕΛΛΟΥ)
Στα Ασπρονήσια, τις ακατοίκητες νησίδες των Λειψών, δεν πάτησε άνθρωπος έναν Ιούλιο. Τρία ιστιοπλοϊκά όλα κι όλα, που δεν έλεγαν να λύσουν άγκυρα. Είναι από τα μέρη που ονειρεύεσαι τον χειμώνα για να αντέξεις όλη τη χρονιά. Έτσι, σαν ναυαγός, μένεις άτυπα σε διάφορες ακατοίκητες νησίδες, όπως τα Αρμάθια της Κάσου και η Πολύαιγος της Κιμώλου. Μόνο εσύ κι οι γλάροι.
Εκεί δεν έχεις πραγματικά τίποτα να κάνεις. Στα μεγαλύτερα, κατοικημένα νησιά υπάρχουν, ας πούμε, οργανωμένα πεζοπορικά δίκτυα. Αλλού βρίσκεις μνημεία και σίγουρα ανθρώπους που δραστηριοποιούνται ποικιλοτρόπως. Πώς να ξεχάσει κανείς την Επισκοπή στη Σίκινο; Περπατάς μες στις ερημιές και εμφανίζεται ένα από τα γοητευτικότερα νησιωτικά μνημεία, ένα μείγμα αρχαίου ναού, ρωμαϊκού μαυσωλείου και χριστιανικής εκκλησίας.
Τα καυτά μεσημέρια του καλοκαιριού, μόνο οι γάτες κυκλοφορούν στα στενά του Σταυρού, στη Δονούσα. © ΟΛΓΑ ΧΑΡΑΜΗ
Στο ίδιο νησί, στο οινοποιείο του Γιώργου Μάναλη αντικρίζεις έναν πανέμορφο αμπελώνα όπου αναβιώνουν με μεράκι οι ξεχασμένες ποικιλίες. Έπειτα τις δοκιμάζεις σε ένα μπαλκόνι με μια θέα από τις πιο συναρπαστικές του Αιγαίου. Πώς να ξεχάσεις το σπήλαιο του Άη Γιάννη με τους σταλακτίτες στην Ηρακλειά – ειδικά αν έχεις ζήσει το πανηγύρι που στήνεται εκεί στα τέλη Αυγούστου. Δανειστικές βιβλιοθήκες στην Κίμωλο, αγώνας ορεινού τρεξίματος στη Δονούσα, αναρριχητικά πεδία στην Τέλενδο…
Η Παναγία Καλαμιώτισσα πάνω στον βράχο του Καλάμου, στην Ανάφη. (Φωτογραφία: ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑΝΝΕΛΟΣ)
Εξαρτάται τι αναζητά κανείς. Οι καλοκαιρινές διακοπές για κάποιους ισοδυναμούν με το να μην έχεις καθόλου πρόγραμμα. Να ταξιδεύεις με το πλοίο απαραιτήτως, σε βάναυσες και αρκετές ώρες που τις περνάς όλες στο κατάστρωμα, σε πλαστική καρέκλα και με τα πόδια στα κάγκελα. Διακοπές για κάποιους σημαίνει να περιμένεις να ανοίξει η μπουκαπόρτα μαζί με άλλους είκοσι το πολύ. Να σου λένε οι λιμενικοί να κατέβεις γρήγορα, γιατί δεν προβλέπεται κανένα χάσιμο χρόνου για το νησί που διάλεξες. Να διαμένεις σε ενοικιαζόμενα δωμάτια ή σε σκηνή, να απολαμβάνεις τα πιο απλοϊκά και νόστιμα γεύματα πάνω στην άμμο, δίχως να κάνεις κράτηση. Να μη χρειάζεσαι καν ρούχα και παπούτσια. Ένα μαγιό, δύο πανιά και σαγιονάρες. Και μπόλικα βιβλία. Να είναι όλα τόσο απλά που ο κάθε ήχος να διογκώνεται, όπως τα παγάκια που πέφτουν στο ποτήρι και τα ζάρια στο τάβλι. Να περπατάς στο χωριό ή στη Χώρα (όταν υπάρχει) και να συναντάς μόνο γάτηδες που ραχατεύουν στις σκιές και προπολεμικές κυράδες που σε φωνάζουν για ελληνικό καφέ και μαρμελάδα φραγκόσυκο στις αυλές τους. Να μυρίζεις λουλούδια, ψάρι στο τηγάνι, ακόμη και λιωμένο κερί, όπως στη Σίκινο, ας πούμε, όπου οι κυράδες φτιάχνουν μελισσόκερα για τα πανηγύρια τους. Αυτά τα αυθεντικά τα πετυχαίνεις πιο εύκολα σε τέτοια νησιά.Οι διακοπές για κάποιους έχουν τη στοργή της κακαβιάς που φτιάχνει η Ακαθή στην Ηρακλειά, το αδιανόητο χρώμα των νερών στους Αρκιούς, τον γλυκό ήχο του βιολιού του Γιαννιού στο Αγαθονήσι. Είναι ανέμελες και δίχως πρόγραμμα. Απλές, σαν τη λαδένια της Κιμώλου: δυο τρία υλικά αρκούν για να σε μαγέψουν.