Αναπολώντας τις στιγμές που οι φετινές διακοπές σε νησιά έμοιαζαν κανονικές.
Στην καρδιά του Αιγαίου υπάρχει μια δυσπρόσιτη αμμουδιά, τρεις ώρες μακριά με τα πόδια από τον κατοικημένο πολιτισμό. Είναι ένας ακύμαντος κολπίσκος, προστατευμένος από τα μελτέμια που λυσσομανάνε τον Αύγουστο. Η αμμώδης ακτή περικλείεται από βραχώδεις πλαγιές και στο πίσω μέρος της εκτείνεται ένας καλαμιώνας, που σε κάθε ριπή παράγει δροσερό αεράκι. Διαθέτει επίσης στοιχισμένα αλμυρίκια, πολύτιμα δέντρα του πελάγους που εξασφαλίζουν σκιά και εξοχές για να κρεμαστούν παγούρια, τσάντες με τρόφιμα, η αιώρα.
Δεν πιστεύω στην τύχη μου. Κανείς δεν είναι εδώ. Και σίγουρα κάποιοι θα ζήλευαν την πολυτέλεια που κατόρθωσα να εξασφαλίσω στον εαυτό μου: να αναπνέω ελεύθερα. Στα δεξιά εντοπίζω ένα αλμυρίκι που έχει ξεφύγει από την αυστηρή στοίχιση των δέντρων της πρώτης σειράς. Η απόστασή τους είναι ενάμισι μέτρο, και αυτό σημαίνει πως εδώ ακριβώς βρίσκεται το ιδανικό «οικόπεδο» για το εφήμερο εξοχικό μου. Να κι ένα καλό της πανδημίας. Με τον χρυσό κανόνα της κοινωνικής αποστασιοποίησης, μάθαμε να κάνουμε εύκολα υπολογισμούς. Τώρα στέκομαι περήφανη στην άκρη της αμμουδιάς και υποκρίνομαι πως ενσωματώθηκα (μαζί με το πάνινο κατασκεύασμα) στο άγριο τοπίο.
Στην ξερολιθιά λίγο πιο πίσω ξετρυπώνω πιάτα, μαχαιροπίρουνα, κατσαρόλια. Κάποιος υπολόγιζε να είναι εδώ φέτος – ακριβώς στο ίδιο «εξοχικό»! Ένας φόβος με διαπερνά. Το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί όταν αγαπάς τις ερημιές είναι να εμφανιστεί κάποιος που επίσης τις αγαπάει. Το όνειρο να βρεθείς μόνος στη μέση του πουθενά ματαιώνεται με τον πιο βίαιο τρόπο. Αναρωτιέμαι για λίγο τι να ανέτρεψε τα σχέδιά του, αλλά και ποιανού τα σχέδια δεν ανατράπηκαν φέτος.
Καθώς η νύχτα πέφτει, στριμώχνομαι στη μικρή πετσέτα που έχω τοποθετήσει μπροστά στη σκηνή, για να απολαύσω την πιο όμορφη στιγμή της ημέρας: τον σκοτεινό ουρανό να «ανάβει» – αστέρια, αστερισμοί, ο γαλαξίας. Τους ήχους που μέσα στο σκοτάδι αποκτούν υπόσταση. Το κύμα που ξεσέρνει τα βότσαλα. Πλαφ. Σσσσσς. Τα μακρινά ρυθμικά κουδουνίσματα από κατσίκια. Κλινκ, κλινκ-κλινκ, κλινκ.
Νιώθω τόσο ερωτευμένη με την ερημιά μου, που πάλι εισχωρεί μέσα μου ο φόβος πως θα με προδώσει. Μια στιγμή που κράτησε δευτερόλεπτα, ίσως ήταν ώρα, μέχρι που ένα αμφίβολο φως εμφανίστηκε στον σκοτεινό ορίζοντα. Τώρα το βλέπω καθαρά. Πλησιάζει απειλητικά. Ο νους μου πάει στο νοικοκυριό της ξερολιθιάς. Ήδη προβάρω έναν μεταμεσονύκτιο τσακωμό σε ποιον ανήκει το «οικόπεδο» κι άλλον έναν, που έχει μπει πρόσφατα στη ζωή μου, πόσο μακριά είναι το ενάμισι μέτρο απόσταση. Το φως κοντοστέκεται. Η απειλή της απόβασης αναβάλλεται. Είναι ένα μικρό ψαράδικο. Ο γαλαξίας «τυφλώνεται», τους ήχους καταπίνει το μονότονο ραδιοφωνάκι του ψαρά. Η ερημιά ξεγλιστράει. Υπολογίζω. Τεσσεράμισι μέτρα απόσταση. Παλιότερα δεν θα μπορούσα να ξεπεράσω την (ερωτική) απογοήτευση. Σήμερα όμως υπάρχει μια παρηγοριά που δεν μπορώ να αγνοήσω: την πολυτέλεια να αναπνέω ελεύθερα.