Πρώτα άκουσε το απόκοσμο βουητό της. Ήταν λες και δούλευε κάποιο μηχάνημα στην καρδιά του δάσους, καταβροχθίζοντας πελώριους κορμούς δέντρων στο πέρασμά του. Ο κτηνοτρόφος Χρήστος Στεργιάννης είχε προνοήσει. Περίμενε ότι κάποια στιγμή μπορεί να κινδύνευε από την πυρκαγιά και με ένα τρακτέρ είχε φροντίσει να οργώσει τα χωράφια γύρω από την κτηνοτροφική μονάδα και το τυροκομείο του, λίγο πιο έξω από το Σουφλί, ανοίγοντας μια μικρή αντιπυρική ζώνη. Ο κόπος του φάνηκε να αποδίδει. Το μέτωπο δεν περπάτησε από εκεί, αλλά η απειλή δεν είχε πλήρως εξαλειφθεί. Ένα βράδυ με μανιασμένο αέρα η φωτιά ήρθε από τον ουρανό.
«Δεν περίμενα ότι θα έφτανε τόσο γρήγορα, αλλά ήταν πολύ δυνατός ο άνεμος. Μας έφερνε ό,τι καιγόταν. Έβρεχε καύτρες», λέει ο κ. Στεργιάννης. Για καλή του τύχη, εκείνες τις ώρες είχε την υποστήριξη δεκάδων συντοπιτών του. Είχαν διασκορπιστεί στην πλαγιά και έσβηναν άμεσα κάθε μικροεστία, προτού φουντώσει και προκαλέσει καταστροφή. Ένα πυροσβεστικό όχημα κατέβρεχε τις αχυρένιες μπάλες κάτω από ένα στέγαστρο της κτηνοτροφικής μονάδας για να μην αρπάξουν κι εκείνες. Ήταν μια δύσκολη νύχτα, «ένας πόλεμος», όπως περιγράφει ο κτηνοτρόφος.
Βρισκόμαστε στη μονάδα του Χρήστου Στεργιάννη, η οποία βγήκε τελικά αλώβητη από την πύρινη δοκιμασία του Αυγούστου. Ολόγυρα όμως μπορείς να διακρίνεις την καταστροφή. Οι μαυρισμένες πλαγιές στο βάθος, αλλά και τα κουφάρια δέντρων σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων από την επιχείρησή του, δείχνουν πώς κινήθηκε η φωτιά εκείνες τις ημέρες, σχεδόν κυκλώνοντάς τους.
Η οικογένειά του διατηρεί εδώ το «Τσελιγκάτο Σουφλίου», μια καθετοποιημένη τυροκομική μονάδα που ακολουθεί τη σαρακατσάνικη κτηνοτροφική παράδοση από γενιά σε γενιά. Εκτρέφει περίπου 500 αιγοπρόβατα και παράγει σχεδόν αποκλειστικά κατσικίσια προϊόντα, όπως τυριά με χαμηλά λιπαρά ή αρωματισμένα με πιπεριά και ρίγανη, που πωλούνται στον Έβρο. Μπορεί το δικό τους ζωικό κεφάλαιο να μην επηρεάστηκε, όμως η πελατεία τους είναι κυρίως κάτοικοι της περιοχής, υλοτόμοι και αγρότες, καθώς και τουρίστες. Ο κ. Στεργιάννης δεν ξέρει ακόμη πώς θα κυλήσει το επόμενο διάστημα και πώς θα αλλάξουν οι ισορροπίες μετά την πυρκαγιά. Προτού φανερωθούν πάντως όλες οι επιπτώσεις στην τοπική οικονομία, το πρώτο που τον πληγώνει στην περιοχή είναι το τοπίο. «Στενοχωριέσαι», λέει. «Αν βγεις μια βόλτα στο βουνό, σφίγγεται η καρδιά σου. Ψυχοπλακώνεσαι».
Η πολυήμερη πυρκαγιά του Αυγούστου κατέκαψε συνολικά πάνω από 900.000 στρέμματα στον Έβρο και θεωρείται η μεγαλύτερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, από τότε που διατηρούνται σχετικές καταγραφές. Σύμφωνα με δορυφορικά δεδομένα της Υπηρεσίας Ταχείας Χαρτογράφησης Copernicus της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκτιμάται ότι το 47% των καμένων εκτάσεων είναι δασικές, το 34% θαμνώδεις και το 9% αγροτικές. Το μέγεθος της καταστροφής γίνεται άμεσα αντιληπτό σε όποιον κινηθεί σε βασικούς οδικούς άξονες της περιοχής. Το αντικρίζεις στις πλαγιές γύρω από τα χωριά Παλαγία και Άβαντας, αλλά και στην περιοχή της Κίρκης, όπου το φαινόμενο εκτυλίχθηκε τόσο γρήγορα, που, σύμφωνα με μαρτυρίες, οι δυνάμεις πυρόσβεσης δεν πρόφτασαν να ρίξουν νερό. Το διαπιστώνεις πικρά όσο κινείσαι στον φιδωτό δρόμο που ενώνει τα Λουτρά με το χωριό της Δαδιάς. Βλέπεις μαύρο ως εκεί που φτάνει το μάτι. Όπου έχουν ξεφύγει συστάδες δέντρων ή νησίδες πρασίνου, φαίνεται ότι οι φλόγες κινήθηκαν τόσο γρήγορα, που δεν πρόφτασαν να τα κάψουν.
Μια σχέση ζωής
Ο Πασχάλης Χριστοδούλου, πρόεδρος του Μελισσοκομικού Συλλόγου Κεντρικού Έβρου, θυμάται ακόμη την πίεση εκείνων των ημερών. «Η φωτιά έγλειψε το Σουφλί, γυρνούσαν στους δρόμους τα αυτοκίνητα της αστυνομίας και του δήμου για να απομακρυνθεί ο κόσμος, η Λευκίμμη εκκενώθηκε τρεις φορές. Θυμάμαι την επιστράτευση του 1974, όταν ήχησαν οι σειρήνες. Κάτι αντίστοιχο ένιωσα, ότι από τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να μην υπάρχει τίποτα», λέει. Ο ίδιος και άλλοι συνάδελφοί του στην περιοχή, σε αντίθεση με παραγωγούς στα νότια του Έβρου, πρόφτασαν και απομάκρυναν τα μελίσσια τους προτού πλησιάσουν σε αυτά οι φλόγες. Είχαν λίγες απώλειες, υπάρχει όμως προβληματισμός για την επόμενη μέρα.
Ο κ. Χριστοδούλου εξηγεί ότι στον κεντρικό και νότιο Έβρο δραστηριοποιούνται 250 μελισσοκόμοι με περίπου 22.000 κυψέλες. Από αυτές εκτιμάται ότι κάηκαν οι 2.500. Όσοι όμως αναγκάστηκαν να μετακινήσουν τις ημέρες της φωτιάς τα μελίσσια τους μπορεί να απώλεσαν κατά τη διαδικασία τον μισό πληθυσμό τους. «Χάθηκε σπάνια και μοναδική μελισσοχλωρίδα, χιλιάδες στρέμματα με ρείκια και χαμηλή άσπρη ρίγανη, και αναζητούμε πλέον τόπο και τροφές για να ξεχειμωνιάσουμε», τονίζει. «Είχαμε σχέση ζωής με αυτό το δάσος και πλέον όσοι ασχολούνται αποκλειστικά με αυτό το επάγγελμα και δεν έχουν τρόπο να βιοποριστούν μπορεί να ακολουθήσουν τον δρόμο της μετανάστευσης, προς Γερμανία ή Ολλανδία, όπως έχει γίνει στο παρελθόν».
«Όσοι ασχολούμαστε και με τον τουρισμό, μιλούσαμε για ένα δίπολο έλξης στην περιοχή –το Σουφλί και τη Δαδιά–, και ο ένας πόλος πλέον έχει εξασθενήσει», λέει ο Γιώργος Τσιακίρης, επικεφαλής της ομώνυμης μεταξουργίας στο Σουφλί και ιδρυτής του Μουσείου Τέχνης Μεταξιού. Εκτιμά ότι η σηροτροφία δεν πρόκειται να επηρεαστεί πολύ, καθώς οι μορεώνες δεν έχουν καταστραφεί. Ωστόσο, ανησυχεί για την πορεία της τοπικής οικονομίας και κατά πόσο η περιοχή θα εξακολουθήσει να προσελκύει τουρίστες.
Τι θα απογίνουν τα πουλιά
Το Εθνικό Πάρκο Δάσους Δαδιάς-Λευκίμμης-Σουφλίου είναι μία από τις πρώτες περιοχές στην Ελλάδα που τέθηκαν υπό καθεστώς προστασίας λόγω της πλούσιας βιοποικιλότητάς τους. Αποτελεί ιδανικό περιβάλλον για τις φωλιές αρπακτικών πουλιών. Η Δώρα Σκαρτσή, διαχειρίστρια στην Εταιρεία Προστασίας Βιοποικιλότητας Θράκης, εξηγεί ότι ακόμη είναι νωρίς για να γίνει πλήρης αποτίμηση της καταστροφής. Θα πρέπει να παρακολουθηθεί και να καταγραφεί η επίδραση της φωτιάς στη συμπεριφορά των αρπακτικών πουλιών σε βάθος ετών. Ωστόσο, όπως τονίζει, η βιοποικιλότητα έχει υποστεί μεγάλη ζημιά. «Οι εκτάσεις που είναι καμένες από το Σουφλί μέχρι τη θάλασσα είναι συνεχόμενες, οπότε τα δάση που έχουν μείνει πράσινα και μπορούν να υποστηρίξουν διάφορα είδη πανίδας είναι πλέον σημειακά», λέει. «Για το Εθνικό Πάρκο Δάσους Δαδιάς και το νότιο δασικό σύμπλεγμα που είναι περιοχή Natura 2000, σημαντική για τα αρπακτικά πουλιά, αναμένεται ότι είδη όπως το όρνιο, ο ασπροπάρης, ο χρυσαετός ή μαυροπελαργός θα συνεχίσουν να φωλιάζουν στα βράχια».
Επισημαίνει όμως ότι τα μεγαλύτερα προβλήματα μπορεί να προκύψουν σε αρπακτικά τα οποία φτιάχνουν τις φωλιές τους σε δέντρα μεγάλης διαμέτρου. «Αυτά τα δάση, επειδή έχουν δεκαετίες να καούν στη μεγάλη τους έκταση, αναμένεται να προχωρήσουν καλά στη φυσική τους αναγέννηση. Για να είναι όμως χρήσιμα για τα αρπακτικά πουλιά, διότι αυτά είναι τα προστατευόμενα είδη της περιοχής μας, πρέπει να περάσουν τουλάχιστον σαράντα χρόνια», λέει η κ. Σκαρτσή.
Μέχρι τότε αναμένεται να γίνουν διάφορες υποστηρικτικές παρεμβάσεις. Σε κάποιες πρώτες ενέργειες, από τον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής, που είναι υπεύθυνος για προστατευόμενες περιοχές, παραγγέλθηκαν κολόνες με δίχτυ για να λειτουργήσουν ως φωλιές για τον μαυρόγυπα. Ακόμη, τοποθετείται φαγητό σε ταΐστρες, για να γίνεται παρακολούθηση των μικρών σε ηλικία αρπακτικών που έχουν διασωθεί.
Μακριά από το δάσος της Δαδιάς, περιμετρικά του χωριού της Παλαγίας, ξεκίνησαν στις αρχές Οκτωβρίου τα πρώτα αντιδιαβρωτικά έργα από τους δασεργάτες δύο συνεταιρισμών. Αυτές οι παρεμβάσεις είναι κρίσιμες για το δάσος. Σκοπός είναι να συγκρατήσουν το γόνιμο έδαφος, να μην παρασυρθεί από τα νερά της βροχής, ώστε να προχωρήσει έπειτα πιο εύκολα η φυσική αναγέννηση.
Δασεργάτες, άγρυπνοι φρουροί
Ο Χουσεΐν Πυρελή παρακολουθεί τους συναδέλφους του να ροκανίζουν με τα αλυσοπρίονα τα κουφάρια των πεύκων. Λέει ότι είναι όλοι τους έμπειροι, κάνουν χρόνια τη δουλειά και μπορούν να συνεννοηθούν εύκολα, με ένα σφύριγμα και ένα βλέμμα, για το πού θα πέσουν οι κορμοί. Κάποτε οι δασικοί συνεταιρισμοί αριθμούσαν δεκάδες μέλη. Με τα χρόνια, ο αριθμός τους, μαζί με τα μεροκάματα, έχουν μειωθεί αισθητά. Οι περισσότεροι ακολούθησαν την οικογενειακή παράδοση και επέλεξαν αυτή τη δουλειά. Ο κ. Πυρελή σπούδασε δάσκαλος, αλλά δεν εξάσκησε ποτέ αυτό το επάγγελμα. Από το 2009 βρίσκεται και αυτός στο βουνό, στα δάση, όπως έκανε πρωτύτερα και ο πατέρας του. Το καλοκαίρι επί σχεδόν μία εβδομάδα, μαζί με άλλα μέλη των Δασικών Συνεταιρισμών Εργασίας Πετρόλοφου και Σιδηροχωρίου, δημιουργούσαν μια αντιπυρική ζώνη μήκους 10-13 χλμ. για να αναχαιτίσουν τη φωτιά. Με πολύ κόπο και αγρυπνίες κατάφεραν να μην περάσουν οι φλόγες σε άλλα τμήματα πυκνού δάσους και, κατά μία εκτίμηση, γλίτωσαν έως και 100.000 στρέμματα από την καταστροφή.
Οι δασεργάτες είχαν στήσει αυτή τη ζώνη ανάσχεσης τις ημέρες της φωτιάς, αφού κλήθηκαν από τον δασάρχη Αλεξανδρούπολης, Γιώργο Πιστόλα. Εκείνος μιλάει για τη χρησιμότητα του ρόλου των δασεργατών, ανθρώπων που γνωρίζουν καλά το μέρος και θα μπορούσαν να προσφέρουν πολλά τόσο στην προσπάθεια διαχείρισης του δάσους όσο και σε περιπτώσεις που απαιτείται η άμεση προσβολή κάποιας φωτιάς. «Θα πρέπει να κάνουμε παρεμβάσεις και να δούμε πώς θα μπορέσουμε να εκπαιδεύσουμε δασεργάτες, να τους φέρουμε στο βουνό, να δουλεύουν στο βουνό, να υπάρχει αντικείμενο ικανοποιητικό για να ζουν τις οικογένειές τους και να αποτελούν τον βασικό άξονα διαχείρισης και προστασίας του δάσους», λέει.
Για τον ίδιο, κάθε επίσκεψη στην καμένη γη «μοιάζει με κηδεία». Ωστόσο, προσπαθεί να παραμείνει αισιόδοξος. «Έπειτα από κάθε άσχημη κατάσταση στη ζωή, πάντα έρχεται το γιατί στο μυαλό. Προσπαθούμε όμως να το ξεπεράσουμε, να δούμε πώς μπορούμε να αντιστρέψουμε αυτό που βλέπουμε», λέει. «Εκεί είναι που χρειάζονται τώρα οι επεμβάσεις που πρέπει να κάνουμε για να αλλάξουμε αυτό το τοπίο και να το επαναφέρουμε στον βαθμό που ήταν. Αν δεν το προλάβουμε εμείς, τουλάχιστον η επόμενη γενιά να το χαρεί, όπως το είχαμε χαρεί και εμείς τόσα χρόνια».