Ένα πρωινό στα τέλη Αυγούστου, ξεκίνησα από τη Λωζάννη, την ελβετική παραλίμνια πόλη που βρίσκεται περίπου 40 χιλιόμετρα ανατολικά της Γενεύης, με κατεύθυνση προς τα βόρεια. Επέβαινα σε ένα τοπικό τρένο που ήταν σχεδόν άδειο. Σε λίγα λεπτά τα κτίρια εξαφανίστηκαν από το οπτικό μου πεδίο, καθώς το τρένο διέσχιζε μια καταπράσινη αγροτική περιοχή γεμάτη χωράφια και τρακτέρ. Το τρένο έκανε στάση σε μια ντουζίνα χωριουδάκια που δεν τα βρίσκεις στον κλασικό τουριστικό χάρτη: Arnex, Le Day, Les Charbonnières κ.ά. Περάσαμε λίμνες και δάση. Αυτή ήταν μια άλλη Ελβετία, μακριά από τις κοσμοπολίτικες Γενεύη, Ζυρίχη και Βασιλεία, εκεί όπου η ζωή αποκτά μια πιο ανθρώπινη διάσταση.
Ύστερα από 90 λεπτά ταξιδιού, το τρένο έφτασε στο τέρμα της διαδρομής, στον σταθμό του χωριού Le Brassus. Στην αρχή νόμισα ότι είχα κάνει λάθος. Δεν υπήρχαν πολλά να δει κανείς γύρω από τον σταθμό, εκτός από το καμπαναριό της μικρής προτεσταντικής εκκλησίας, ένα μικρό μπακάλικο και οδικά σήματα που κατηύθυναν τους οδηγούς στις απολαυστικές πίστες σκανδιναβικού σκι στο δάσος Risoud.
Και τότε πρόσεξα τις πινακίδες στα κοντινά κτίρια: Swatch Group, Patek Philippe, Audemars Piguet. Από τις αρχές του 18ου αιώνα η ταπεινή κοιλάδα Vallée de Joux αποτελεί το κέντρο της ελβετικής βιομηχανίας υψηλής ωρολογοποιίας.
Ένας σύντομος περίπατος από τον σιδηροδρομικό σταθμό οδηγεί στο Musée Atelier Audemars Piguet, το οποίο άνοιξε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Το μουσείο είναι δημιούργημα της ομώνυμης ωρολογοποιίας, η οποία ιδρύθηκε σε ένα παρακείμενο κτίριο από δύο ωρολογοποιούς το 1875. Σχεδιασμένο από το αρχιτεκτονικό γραφείο Bjarke Ingels Group, το μουσείο έχει χτιστεί σε ένα διπλανό καταπράσινο λιβάδι. Το σπειροειδές κτίριο θυμίζει ελατήριο ρολογιού που μοιάζει να μη σταματά ποτέ, όπως ο ίδιος ο χρόνος.
Το εσωτερικό, όπου εκτίθενται 300 ρολόγια, είναι μια ωδή στην τέχνη της ωρολογοποιίας. Η καρδιά του μουσείου βρίσκεται στην κορυφή της σπείρας, η οποία στεγάζει δύο εργαστήρια. Στο πρώτο οι τεχνίτες συναρμολογούν τα πιο πολύπλοκα ρολόγια, μια εργασία που διαρκεί έως και οκτώ μήνες και απαιτεί 648 εξαρτήματα. Κάθε ρολόι συναρμολογείται από ένα και μόνο άτομο. Εδώ μπορείτε να δοκιμάσετε τις δυνάμεις σας σε κάποιες από τις παραδοσιακές τεχνικές που χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα, όπως το σατινέ φινίρισμα και η κυκλική διακόσμηση (perlage). Σε ένα δεύτερο ατελιέ εργάζονται οι τεχνίτες υψηλής κοσμηματοποιίας και οι χαράκτες.
Το κέντρο της σπείρας φιλοξενεί ένα «ηλιακό σύστημα», το οποίο περιέχει μερικές δεκάδες σφαιρικές προθήκες με συναρπαστικά ρολόγια κάθε είδους. Ο «ήλιος» σε αυτό το πλανητικό σύστημα είναι το περίφημο ρολόι τσέπης Universelle της Audemars Piguet. Αποτελείται από 1.168 εξαρτήματα και είναι το πολυπλοκότερο ρολόι που έχει δημιουργήσει ποτέ η μάρκα.
Οι τιμές των σύγχρονων ρολογιών της εταιρείας κυμαίνονται από 10.000 έως και πάνω από 100.000 δολάρια.
Οι επισκέψεις γίνονται κατόπιν ραντεβού και μόνο με ξεναγό και κοστίζουν 20 ελβετικά φράγκα (κάτι λιγότερο από 21 ευρώ). Οι θέσεις κλείνουν γρήγορα, οπότε φροντίστε να κάνετε κράτηση εγκαίρως. Το μουσείο προσφέρει επίσης ένα master class με θέμα Οι ρίζες του Royal Oak, το οποίο συνδυάζει τη θεωρία και την πρακτική της τέχνης της ωρολογοποιίας. Υπό την επίβλεψη ενός ειδικού, οι συμμετέχοντες έχουν την ευκαιρία να δοκιμάσουν τις δεξιότητές τους στον πάγκο του ωρολογοποιού. Σε αυτό το τρίωρο πρόγραμμα, που κοστίζει 390 ελβετικά φράγκα (περίπου 408 ευρώ), μπορούν να μετέχουν μόνο τέσσερα άτομα.
Αν σας αρέσει η ωρολογοποιία, τότε φροντίστε να εμπλουτίσετε την εμπειρία με μια επίσκεψη στο Espace Horloger, ένα μουσείο ρολογιών στο διπλανό χωριουδάκι Le Sentier.
Τρεις πόρτες πιο κάτω από το ελικοειδές μουσείο, άλλο ένα κτίριο άνοιξε τον Ιούνιο του 2022: είναι το Hôtel des Horlogers, ένα ξενοδοχείο που επίσης φέρει την αρχιτεκτονική σφραγίδα του Bjarke Ingels Group. Ενώ το μουσείο είναι γεμάτο καμπύλες, το ξενοδοχείο είναι γεμάτο γωνίες. Αναπτύσσεται σε μορφή ζιγκ ζαγκ, ξεκινώντας από το επίπεδο του δρόμου και κατεβαίνοντας την ίδια καταπράσινη πλαγιά, με το γκρι σκυρόδεμα να προεξέχει σε κάθε πλευρά ακατέργαστο, όπως μια κορυφογραμμή. Κάθε στροφή του είναι και ένας νέος όροφος και από τα παράθυρα, που εκτείνονται από το δάπεδο έως την οροφή, προσφέρει σε καθένα από τα 50 δωμάτια του ξενοδοχείου ανεμπόδιστη θέα στο λιβάδι με τις αγελάδες που βόσκουν αμέριμνα και στο δάσος Risoud στο βάθος. Το ξενοδοχείο ανήκει και αυτό στην Audemars Piguet.
Στο εσωτερικό του ποικίλες φόρμες τραβούν την προσοχή. Τεράστιοι όγκοι μαρμάρου με λείες πλευρές και ακατέργαστο το πάνω μέρος τους οδηγούν στην μπρασερί. Στο μπαρ του ξενοδοχείου ίπτανται από την οροφή έξι τεράστια φωτιστικά σε σχήμα στρειδιού με φιλντισένιο εσωτερικό που αντανακλά υπέροχα το φως. (Κάτω από αυτόν τον απαλό φωτισμό απόλαυσα ένα ωραίο, ξηρό αφρώδες cremant με λίγες σταγόνες σπιτικού σιροπιού ελάτης από το δάσος.)
Υπεύθυνος για την κουζίνα του Hôtel des Horlogers είναι ο βραβευμένος με τρία αστέρια Μισελέν σεφ Emmanuel Renaut. Αν και δεν θα αποκαλούσα το γεύμα μου στην μπρασερί (για το οποίο πλήρωσα 120 ελβετικά φράγκα, δηλαδή περίπου 125 ευρώ) ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα της ζωής μου, εβδομάδες αργότερα εξακολουθώ να αναπολώ την τάρτα με διπλή κρέμα Gruyère, ένα επιδόρπιο του οποίου η λιπαρότητα αντισταθμίστηκε από τη στυφάδα ενός σορμπέ μούρων.
Όταν ξύπνησα το επόμενο πρωί, κοίταξα μέσα από τα τεράστια παράθυρα του δωματίου μου το καλυμμένο από ομίχλη λιβάδι και αφουγκράστηκα τον ήχο των κουδουνιών αόρατων αγελάδων. Σύντομα έφτασαν στα αυτιά μου ήχοι από κατασκευαστικές εργασίες: λίγο παρακάτω στον ίδιο δρόμο οικοδομείται μια σειρά κτιρίων σε σχήμα τόξου που θα πλαισιώνουν τα υπόλοιπα εργαστήρια της Audemars Piguet, δημιουργώντας ένα πολύ μεγαλύτερο σύνολο εγκαταστάσεων της εταιρείας. Προφανώς τα πράγματα πηγαίνουν πολύ καλά για τη μάρκα που πουλάει ρολόγια στο 1% του κόσμου.
Plateforme 10: Η νέα καλλιτεχνική συνοικία
Ανέκαθεν προσπερνούσα τη Λωζάννη κάθε φορά που επισκεπτόμουν την Ελβετία. Και το έκανα συχνά. Σίγουρα αυτή η πανεπιστημιακή πόλη των 140.000 κατοίκων είναι γραφικά χτισμένη στις όχθες της λίμνης της Γενεύης. Για μένα όμως πάντοτε φαινόταν σαν μια ενδιάμεση στάση, μια πόλη που την άφηνα πίσω μου πηγαίνοντας προς τις πίστες των χιονοδρομικών. Τώρα, κατά την επιστροφή μου, αντίκρισα από το παράθυρο του τρένου μια νέα προσθήκη στο αστικό της τοπίο κι αυτό με έκανε να σταματήσω. Σίγουρα θα κάνατε το ίδιο.
Η Plateforme 10 συγκεντρώνει σε ένα μέρος τρία μουσεία που προηγουμένως βρίσκονταν διασκορπισμένα σε διάφορα σημεία της πόλης, δημιουργώντας μια νέα «καλλιτεχνική συνοικία», η οποία καλλιεργεί ένα «οικοσύστημα» τέχνης. (Το όνομά της είναι χαρακτηριστικό: η Plateforme 10 είναι μία ακόμη πλατφόρμα σαν εκείνες που συναντά κανείς στον παρακείμενο σιδηροδρομικό σταθμό.)
O κύριος πόλος έλξης αυτού του πρώην σταθμού επισκευής τρένων που απέκτησε νέα χρήση είναι μια τεράστια δημόσια πλατεία, μεγαλύτερη από γήπεδο ποδοσφαίρου, η οποία εγκαινιάστηκε πέρυσι. Στη μία πλευρά της πλατείας υπάρχει μία σειρά από στοές που θυμίζουν λαγούμια στην πλαγιά του λόφου. Αυτά τα πρώην εργαστήρια επισκευής τρένων φιλοξενούν πλέον περιοδικές εκθέσεις, έναν διαδραστικό χώρο σχεδίασης και ένα καφέ. Η πλατεία είναι γεμάτη με δημόσια έργα τέχνης, καθώς και μέρη για να καθίσει κανείς.
Η Λωζάννη είναι χτισμένη σε λόφο, γι’ αυτό υπάρχουν ράμπες και σκάλες που συνδέουν την πλατεία και τα μουσεία με τη γύρω γειτονιά, η οποία βρίσκεται σε ψηλότερο επίπεδο. Αργά το πρωί μιας καθημερινής, παρατηρούσα δεκάδες ανθρώπους να διασχίζουν την περιοχή πεζή, με ποδήλατα ή με σκούτερ. Είναι προφανές ότι η νέα καλλιτεχνική συνοικία αποτελεί ήδη μέρος της ζωής στην πόλη. Όταν εγκαινιάστηκε η Plateforme 10, προβλήθηκαν ταινίες στον εξωτερικό τοίχο ενός μουσείου, υπό την αιγίδα του Ελβετικού Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λοκάρνο.
Δύο κτίρια δεσπόζουν στην Plateforme 10. Απέναντι από τη στοά βρίσκεται το Musée Cantonal des Beaux-Arts Lausanne, φτιαγμένο από ανοιχτόχρωμα τούβλα. Είναι το Μουσείο Καλών Τεχνών του καντονιού του Βω. Το αρχιτεκτονικό του σχέδιο, της εταιρείας Barozzi Veiga με έδρα τη Βαρκελώνη της Ισπανίας, περιλαμβάνει μια πρόσοψη από τούβλα τύπου Lamella που θυμίζει παλιό καλοριφέρ. Το μουσείο άνοιξε στα τέλη του 2019.
Το μουσείο φιλοξενεί μια συλλογή τουλάχιστον 10.000 έργων που χρονολογούνται από το 1816 και έπειτα. Πολλά είναι Ελβετών καλλιτεχνών, μεταξύ των οποίων των Giacometti, πατέρα και υιού. Όταν το επισκέφθηκα, ο ένας όροφος ήταν αφιερωμένος σε μια μεγάλη περιοδική έκθεση με τουλάχιστον 100 πίνακες του Ελβετού ζωγράφου Gustave Buchet, μιας σημαντικής μορφής των αβανγκάρντ κινημάτων των αρχών του 20ού αιώνα στην Ελβετία. Με γοήτευσαν ωστόσο οι πιο ρεαλιστικοί πίνακες του François Bocion, ο οποίος ζωγράφιζε συχνά βαρκάρηδες εν ώρα εργασίας στη λίμνη της Γενεύης τον 19ο αιώνα. Ο Bocion είχε εμμονή με την αποτύπωση της φευγαλέας ομορφιάς του φωτός πάνω στο νερό και χάρη σ’ αυτή του την εμμονή χαιρόμαστε σήμερα τα έργα του.
Το μουσείο όμως δεν είναι αυστηρά τοπικιστικό. Η συλλογή του περιλαμβάνει και τρανταχτά ονόματα: Edgar Degas, Pierre-Auguste Renoir, Paul Cézanne και Auguste Rodin, ενώ μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου υπάρχει και μια έκθεση της πρωτοπόρου της υφαντικής τέχνης Magdalena Abakanowicz.
Η πιο πρόσφατη προσθήκη στην Plateforme 10 καλύπτει την άκρη της πλατείας: ένας τεράστιος λευκός κύβος με παράθυρα μόνο εκεί όπου ο κύβος μοιάζει σαν να σπάει. Το κτίριο σχεδίασαν οι Πορτογάλοι αρχιτέκτονες Francisco και Manuel Aires Mateus και εγκαινιάστηκε ταυτόχρονα με την πλατεία, τον Ιούνιο του 2022. Ο κύβος φιλοξενεί τα δύο άλλα μουσεία της συνοικίας: το Photo Elysée, το μουσείο του καντονιού που είναι αφιερωμένο στη φωτογραφία, και το Mudac, το Μουσείο Ντιζάιν και Σύγχρονων Εφαρμοσμένων Τεχνών.
Στο εσωτερικό, το ισόγειο αυτού του γιγαντιαίου μπλοκ αποπνέει μια στιβαρότητα και ταυτόχρονα μια ευρυχωρία που θυμίζει αντίσκηνο. Στον κάτω όροφο, ένα διαδραστικό φωτογραφικό στούντιο προσφέρει ό,τι καλύτερο σε μουσειακή εκπαίδευση: οι επισκέπτες μπορούν να μεταμφιεστούν με ρούχα και αξεσουάρ, να τραβήξουν ψηφιακές φωτογραφίες και κατόπιν να τις επεξεργαστούν πάνω σε μια φωτεινή τράπεζα, και όλα αυτά για να διδαχθούν τις έννοιες του πλαισίου και της σύνθεσης.
Οι εκθέσεις φωτογραφίας είχαν την τιμητική τους κατά τη συμμετοχή του μουσείου Elysée σε μια περιφερειακή έκθεση για τα τρένα στην τέχνη, όπου εκτέθηκαν φωτογραφίες των Henri Cartier-Bresson, Nan Goldin κ.ά. Πολλές φωτογραφίες μάς θύμισαν πώς τα τρένα μπορούν να είναι συνώνυμα της απόδρασης και της περιπέτειας, αλλά και του τελευταίου αποχαιρετισμού για τους απελπισμένους. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες με πρόσφυγες πολέμου που στοιβάζονταν στα τρένα πριν από 70 χρόνια μοιάζουν σαν να έχουν τραβηχτεί μόλις τον περασμένο μήνα.
Τα μουσεία της Plateforme 10 φαίνονται από τα παράθυρα πολλών τρένων που εισέρχονται και αποχωρούν από τη Λωζάννη. Αρκετές φορές ένιωσα ευγνωμοσύνη που δεν βρισκόμουν μέσα σε ένα από αυτά τα τρένα, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο με περιέργεια καθώς το τρένο με ταξίδευε σε άλλο προορισμό. Επειδή κατέβηκα και χαμήλωσα τους ρυθμούς μου, γοητεύτηκα από τη Λωζάννη και τη Vallée de Joux και ερωτεύτηκα την Ελβετία.