Foresta in Μedias Μores
Το όνειρο μιας νέας γυναίκας έβαλε στον ταξιδιωτικό χάρτη ένα άσημο αρκαδικό χωριό
Η Βλαχοκερασιά είναι το χωριό του πατέρα της. Εδώ η Νάντια περνούσε τα καλοκαίρια της, παρέα με τους φίλους και τον μπαμπά της, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο χωριό λίγα χρόνια προτού η ίδια πάρει τη μεγάλη απόφαση. «Η απόφασή του λειτούργησε ενθαρρυντικά. Και οι ωραίες αναμνήσεις που είχα. Αλλά δεν υπήρχε ιδιόκτητο οικόπεδο, όλα από το μηδέν έγιναν. Στο πρακτορείο οργάνωνα συχνά φωτογραφίσεις σε ξενώνες, μου άρεσε λοιπόν η ιδέα να έχω τον δικό μου. Το μεγάλο “αγκάθι” ήταν οι τεράστιες καθυστερήσεις. Το 2010 έπεσαν τα πρώτα μπετά και κατάφερα να ανοίξω το 2015. Ήμουν ανίδεη, δεν είχα επιβλέποντα εργολάβο και μάλιστα σε καιρό οικονομικής κρίσης. Το καλύτερο ήταν ότι άνοιξα τη μέρα των capital controls», θυμάται. Σημαντικό κίνητρο ήταν για εκείνη και η περίπτωση να κάνει οικογένεια, αφού, όπως λέει, στην Αθήνα δεν θα έκανε παιδί με τον ρυθμό που δούλευε. Μέσα σε δύο χρόνια η Νάντια βρέθηκε στη Βλαχοκερασιά, με οικοδομή εν εξελίξει, παντρεμένη με τον Χρήστο Κώτσινα και έγκυος στον γιο τους, Αναστάση. Μια άλλη, καινούργια ζωή.
Ο στόχος επετεύχθη. Σε απόσταση μόλις δύο ωρών από την Αθήνα, οι πρώτοι επισκέπτες έδωσαν στη Νάντια την ευκαιρία να τους περιποιηθεί και οι καλές κριτικές έφεραν τους επόμενους. Ο ξενώνας βρίσκεται άλλωστε σε κομβικό σημείο, σε απόσταση μιας ώρας από Καλαμάτα, Ναύπλιο, Γύθειο, στη μέση της Πελοποννήσου θα έλεγε κανείς. Αυτό άλλωστε προσπαθεί να υπονοήσει και η ονομασία του: Foresta in Μedias Μores, δάσος στη μέση του Μοριά, από το λατινικό «in medias res».
Ωραία συγκυρία: Έναν χρόνο πριν από τη λειτουργία του Foresta, ο Τάσος Μήτσιος, γνωστός ορειβάτης και πεζοπόρος, ιδρυτής του ορειβατικού συλλόγου της ΕΥΔΑΠ, που μεγάλωσε στη Βλαχοκερασιά και έχει διανοίξει διαδρομές σε όλη την Ελλάδα, ανέδειξε ένα πανέμορφο κυκλικό μονοπάτι 14 χλμ. γύρω από το χωριό. Το εγχείρημα διήρκεσε τρία χρόνια, καθώς η περιοχή ήταν πλήρως εγκαταλελειμμένη, παραδομένη εξ ολοκλήρου στην πυκνή βλάστηση. Η διαδρομή που σχεδίασε και που ο ίδιος καθαρίζει και συντηρεί κάθε χρόνο, περνάει από το ποτάμι, από πηγές και βάθρες, παλιές βρύσες και νερόμυλους, πυκνή βλάστηση (πλατάνια, καστανιές, κερασιές, καρυδιές) και από το φημισμένο δάσος Σκυρίτιδας (Σκυρίτες ήταν η επίλεκτη ομάδα του Λεωνίδα, βασιλιά της Σπάρτης, ο οποίος καταγόταν από εδώ), απ’ όπου πηγάζει και ο ποταμός Ευρώτας. Το αρχικό δάσος από δρυς καταστράφηκε κατά την Επανάσταση του 1821, ωστόσο στην αυγή του 20ού αιώνα οι κάτοικοι των γύρω χωριών άρχισαν να το αναδασώνουν, ενώ ο δασολόγος Αναστάσιος Στεφάνου προχώρησε σε οργανωμένη επιστημονική αναδάσωση. Σήμερα, καστανιές και μαυρόπευκα φτιάχνουν και πάλι ένα παραμυθένιο σκηνικό σε έκταση 50.000 στρεμμάτων, το οποίο διατρέχεται από δασικούς δρόμους που ενδείκνυνται και για ποδηλασία (ο ξενώνας διαθέτει mountain bikes).
Το καλοκαίρι είναι αλλιώς
Κάπως έτσι, η Βλαχοκερασιά έγινε προορισμός ειδικά για τους πεζοπόρους. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής τον χειμώνα. Ο ίδιος ο ξενώνας άλλωστε έχει μια πιο καλοκαιρινή αύρα, παρότι τα δωμάτια διαθέτουν και τζάκι. Το λευκό και το πράσινο επιβάλλονται στο λιτό ντιζάιν με τις λεπτομέρειες από ξύλο και πέτρα, τα βάζα είναι στολισμένα με αμάραντους, τα μπάνια είναι ευρύχωρα με μεγάλους ξύλινους πάγκους και δυνατό στεγνωτήρα μαλλιών, ενώ επιπλέον υπάρχει ψυγειάκι, βραστήρας και τηλεόραση. Όλα δε έχουν την ίδια ασυναγώνιστη θέα – αυτή ήταν η προτεραιότητα που δόθηκε αρχιτεκτονικά. Το καλοκαίρι είναι η εποχή που διοργανώνονται και πολλές δραστηριότητες για τα παιδιά: από στίβο δραστηριοτήτων μέχρι ινδιάνικο χωριό. Τότε γίνονται και μαθήματα γιόγκα ή πιλάτες και η ωραία πέτρινη πλατεία με τη δροσιά γεμίζει με επισκέπτες του εστιατορίου.
Η Νάντια και ο Χρήστος είναι πανταχού παρόντες. Ο Χρήστος γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό και η πεντάμηνη παραμονή του στην Αθήνα πριν από χρόνια τού έδειξε πού είναι η ποιότητα ζωής. Επέστρεψε, λειτούργησε κατάστημα με τοπικά προϊόντα στην Τρίπολη και τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχει αφιερωθεί και αυτός στον ξενώνα, καθώς ουσιαστικά πρόκειται για τρεις-τέσσερις επιχειρήσεις σε μία (άλλοι έρχονται μόνο για καφέ, άλλοι μόνο για φαγητό, ενώ άλλοι κάνουν εδώ τον γάμο τους, κ.λπ.). Με το χιούμορ και τα πειράγματά του, κόβει ξύλα, μαστορεύει, φροντίζει τα δέντρα του και το μποστάνι από όπου προέρχονται και αρκετές πρώτες ύλες, ενώ έχει βρει έναν όμορφο τρόπο επικοινωνίας με τους ξένους επισκέπτες, μη γνωρίζοντας αγγλικά: προσφέρει τριαντάφυλλα.
Το πρωινό σερβίρεται στο καφέ με το τζάκι, τα επιτραπέζια και τα δύο γαρδελοκανάρινα και περιλαμβάνει δικά τους αυγά, μαρμελάδες από τη μαμά της Νάντιας, ντόπια τυριά, όπως η μανουρομυζήθρα και η γραβιέρα Τριπόλεως, και ανάλογα με την εποχή μηλόπιτα, γαλατόπιτα, πορτοκαλόπιτα, πιτάκια με μάραθο. Όλα αυτά σερβίρονται και στο ποπ αισθητικής εστιατόριο με το μεγάλο τζάκι. Πατάτες και μαναβική είναι από τον κήπο του Χρήστου, ενώ η Νάντια ετοιμάζει τσουχτά λαζάνια (τοπικές χυλοπίτες), τραχανά με φέτα ΠΟΠ Τριπόλεως, βραστό με γίδα, κατσικάκι σε κληματόβεργες, πίτες. Και τον χειμώνα ψητά κάστανα, βέβαια. Τότε είναι που μπορείτε να συμμετέχετε σε μία από τις δραστηριότητες που διοργανώνει η Κοιν.Σ.Επ 5εντε από τα Δολιανά Κυνουρίας (απέχουν 30 λεπτά), η οποία συνεργάζεται με το Foresta και δραστηριοποιείται στην ευρύτερη περιοχή. Να πεζοπορήσετε μαζί τους στο χειμερινό σκηνικό συλλέγοντας μανιτάρια ή κάστανα και έπειτα να φτιάξετε μέσα στη φύση ή στο τζάκι του Foresta κάστανα με πάπρικα και το τοπικό τσουκαλόκαυτο: ένα κόκκινο ντόπιο κρασί βρασμένο με ζάχαρη, κανέλα και μπαχαρικά. Η απόλυτη ζεστασιά!
Foresta in Μedias Μores, Βλαχοκερασιά Αρκαδίας, τηλ. 27111-04099, forestahotel.com, από 90 ευρώ το δίκλινο με πρωινό
Αρχοντικό Aνυφαντή
Σε απόσταση ασφαλείας από την κοσμική Δημητσάνα, ένας ξενώνας που αγαπούν οι λάτρεις του καλού φαγητού
Μοσχοβολιστός τραχανάς με αυγό ποσέ και σύγλινο, αρνάκι στον φούρνο-λουκούμι, που σιγοψήνεται για τέσσερις ώρες με μέλι και θυμάρι, μανιταρόσουπα, καγιανάς με σχοινόπρασο, λογιών λογιών νόστιμες πίτες. Στο πρωινό, χειροποίητο ψωμί, σπιτικές μαρμελάδες, ένας καγιανάς-όνειρο, μηλόπιτα, ντόπια τυριά, απίθανες τηγανίτες με ούζο και μια φουντουκόπιτα που τείνει να γίνει σήμα κατατεθέν.
Σε αυτόν τον ξενώνα η γεύση έχει προτεραιότητα, αφού μάλλον εκείνη έδωσε το ισχυρό κίνητρο στη Νατάσσα Θεοχάρη και στον Γιώργο Τσιουρή να ασχοληθούν με τη φιλοξενία και να πάρουν την απόφαση να επενδύσουν στη Ζάτουνα, τόπο καταγωγής της Νατάσσας. Μανιώδεις foodies αμφότεροι, τους άρεσε να μαγειρεύουν, να δοκιμάζουν, να αναβαθμίζουν τις συνταγές, τη διατροφή και τη γεύση τους. Από οικογένειες που επίσης έδιναν μεγάλη αξία στο φαγητό, με γονείς και γιαγιάδες που ετοίμαζαν συνεχώς νοστιμιές, διοχετεύουν πλέον τη γνώση που διδάχθηκαν στο εστιατόριο του Αρχοντικού Ανυφαντή, το οποίο λειτουργεί μόνο για private dining και σερβίρει τον ορισμό του comfort food. Το μαγείρεμα τους ξεκουράζει, λένε, ενώ η Νατάσσα, ως project manager σε τηλεοπτικές εκπομπές γαστρονομίας και ταξιδιών, νιώθει ότι έχει αποφοιτήσει από τέσσερις σχολές μαγειρικής.
Την παρατηρώ στην κουζίνα επί το έργον: είναι ήρεμη και συγκεντρωμένη σαν να φτιάχνει ένα έργο τέχνης. Τα προϊόντα της Πελοποννήσου έχουν την τιμητική τους στα πιάτα και στην κάβα, γιατί «η Πελοπόννησος έχει τα πάντα και οι επισκέπτες αυτά έχει αξία να δοκιμάσουν», τα βραβευμένα τυριά είναι από αρκαδικά τυροκομεία, τα αυγά και το μέλι από τη Ζάτουνα.
Η Νατάσσα, άλλωστε, είναι γεμάτη αναμνήσεις από το χωριό όπου περνούσε τα καλοκαίρια των παιδικών της χρόνων, και οι περισσότερες είναι γαστρονομικές. «Θυμάμαι τη γιαγιά μου με τα μεγάλα ταψιά και τα τσουβάλια, να ξεχωρίζει τα φασόλια. Τους κουραμπιέδες με αλισίβα στον ξυλόφουρνο, τα οκτώ καρβέλια ψωμί που ζύμωνε για όλη την εβδομάδα. Το κατώι είχε πάντα κουραμπιέδες –που εδώ τους τρώμε όλο τον χρόνο και τους κάνουμε με καρύδι και όχι αμύγδαλο, γιατί έχουμε αμέτρητες καρυδιές–, βαρέλια με κρασί, παστό, λάδι και μυζήθρες κρεμασμένες παντού. Η γιαγιά φύλαγε το κλειδί πάνω της, για να μην κάνουμε πλιάτσικο. Ήμασταν και πολλοί, επτά αδέρφια είχε ο πατέρας μου, ένα τσούρμο ξαδέρφια που περνούσαμε υπέροχα, κι ας φώναζε όλη την ώρα η σκληροπυρηνική γιαγιά», θυμάται και κατόπιν εξηγεί τις συνήθειες της Αρκαδίας. «Ήταν φτωχή κοινωνία και ορεινή, στα 1.100 μ. υψόμετρο. Δεν μπορούσες να καλλιεργήσεις και δεν υπήρχαν ελιές. Έβαζαν λίγα αμπέλια για το κρασί του σπιτιού και ένα μποστάνι. Ταξίδευαν με τα γαϊδούρια τρεις-τέσσερις μέρες, κατέβαιναν να δουλέψουν στους ελαιώνες για να πληρωθούν σε λάδι. Οι Αρκάδες απαρνήθηκαν τα αμνοερίφια για να γλιτώσουν από τις κλοπές και το έριξαν στο χοιρινό, το γνωστό ως παστό, που εδώ το λέμε τσιγαρίδα. Επειδή δεν είχαν πλεόνασμα λαδιού, το διατηρούσαν στο ίδιο του το λίπος, το οποίο έπειτα χρησιμοποιούσαν στις μακαρονάδες με την καμένη μυζήθρα. Γενικώς είχαν μόνο είδη που συντηρούνταν: ξερή μυζήθρα, χυλοπίτες, λαζάνια (ταλιατέλες), τραχανάδες και παστά. Είχαν όμως και πολλά καρύδια, κάστανα και ονομαστά φασόλια». Η μεγάλη απορία είναι γιατί η Νατάσσα και ο Γιώργος άνοιξαν ξενώνα αντί για εστιατόριο. «Μας αρέσει πολύ και η φιλοξενία. Αλλά, επιπλέον, μόνο με την εστίαση θα έπρεπε να αφήσω την άλλη μου δουλειά και δεν θέλω, την αγαπάω. Με το private dining είναι διαχειρίσιμο. Ο Γιώργος είναι περισσότερο στο χωριό, εγώ πηγαινοέρχομαι, ελέγχω η ίδια το πρόγραμμά μου», καταλήγει.
Νίτρο, υφαντά, φιλοξενία
Το δίπατο πέτρινο κτίριο απέκτησε τη σημερινή του αρχιτεκτονική μορφή το 1840. Ήταν η οικία Ανυφαντή: στον όροφο ζούσε η οικογένεια, στο ισόγειο λειτουργούσε το εργαστήριο υφαντουργίας και το πωλητήριο υφασμάτων και στην αυλή το βαφείο. Προηγουμένως, υπήρχε εδώ το ισόγειο μόνο, στο οποίο την περίοδο της Τουρκοκρατίας φυλασσόταν το νίτρο, που προμήθευε τους μπαρουτόμυλους της γειτονικής Δημητσάνας. Το οίκημα αποτελεί κληροδότημα του Ζατουνίτη γιατρού Παναγιώτη Λυμπερόπουλου, ο οποίος ζήτησε να αξιοποιηθεί ως ξενοδοχείο. Η ανακαίνισή του διήρκεσε από το 2005 έως το 2016 και η αποκατάσταση πάτησε στα αρχικά σχέδια, βάσει της μελέτης του αρχιτέκτονα Γιάννη Κίζη. Και τότε εμφανίστηκαν η Νατάσσα και ο Γιώργος: «Ο Γιώργος είχε φρικάρει στην Αθήνα, γκρίνιαζε όλη μέρα και δεν τον άντεχα», λέει πειρακτικά η Νατάσσα και γελάμε. «Σκεφτήκαμε να κάνουμε κάτι στην Αθήνα, αλλά δεν του άρεσε λόγω κορεσμού. Ένα Σαββατοκύριακο που ήρθαμε βόλτα στο χωριό, είδαμε τα συνεργεία να φτιάχνουν το κτίριο. Κάποιος μας είπε: “Δεν θα σας ενδιέφερε;”. Δεν το σκεφτήκαμε και πάρα πολύ. Ήταν παρόρμηση εκατό τοις εκατό. Έτσι λειτουργούμε και οι δύο, με το ένστικτο».
Εκείνοι έκαναν αισθητικές παρεμβάσεις και το αποτέλεσμα είναι ένα πάντρεμα της σύγχρονης κομψότητας με την παράδοση. Ο αδερφός της, Κώστας Θεοχάρης, γνωστός εικαστικός και ντιζάινερ, βοήθησε πολύ στη διακόσμηση. Σχεδίασε οκτώ διαφορετικά έργα σε μεταξοτυπία, καθένα από τα οποία κοσμεί ένα δωμάτιο προσεγγίζοντας ανανεωτικά και μίνιμαλ τα παραδοσιακά επαγγέλματα ή συνήθειες του τόπου. Ο ίδιος έχει σχεδιάσει και τα εννέα διαφορετικά σουπλά με αντικείμενα του χωριού –πάντα σε τριχρωμία λευκού, μαύρου, χρυσού– καθώς και το λογότυπο με τη χειροποίητη γραμματοσειρά, εμπνευσμένη από βυζαντινά έγγραφα.
Ξύλινες οροφές σε διαφορετικά χρώματα –παραδοσιακές της Αρκαδίας–, επιβλητικά παράθυρα, γωνιόλιθοι και θόλοι εμφανίζονται μέσα σε μια αρχοντική ατμόσφαιρα που τιμά την ιστορία του κτιρίου. Τα έξι ευρύχωρα δωμάτια, οι δύο σουίτες με μπαλκόνι και η μία με τζάκι διαθέτουν ξύλινα δάπεδα, γραφείο εργασίας, τηλεόραση, απαλά κλινοσκεπάσματα για έναν απολαυστικό ύπνο και είδη περιποίησης Κορρές. Επιπλέον, παρέχονται υπηρεσίες ξενοδοχείου, όπως το room service, το πρωινό στο δωμάτιο και η χρήση υπολογιστή, υπάρχει καθιστικό μοντέρνας αισθητικής, ενώ στις παρεχόμενες δραστηριότητες είναι η γιόγκα και το πιλάτες, τα σεμινάρια μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής, αλλά και το πικνίκ. Ακόμη και αυτό το καλαθάκι που θα πάρετε μαζί στην εξόρμησή σας, έχει, μεταξύ άλλων, σπιτικό σαντουιτσάκι με δικό τους ψωμί, δικά τους μάφιν, φρεσκοστυμμένο χυμό κ.ά. Μπορείτε να τα ευχαριστηθείτε πλάι στο ποτάμι ή στα πυκνά ελατοδάση του τόπου.
Η Ζάτουνα, άλλωστε, βρίσκεται σε μια ιδιαίτερα πλούσια περιοχή, 4 χλμ. από την κοσμική Δημητσάνα: σε απόσταση ασφαλείας δηλαδή από τη φασαρία και τον συνωστισμό, αλλά και πολύ κοντά σε ομορφιές, όπως τα πετρόκτιστα χωριά της Αρκαδίας και ο Λούσιος με τα μοναστήρια και τις πεζοπορικές διαδρομές. Η ίδια η Ζάτουνα, των 35 κατοίκων, είναι επίσης γοητευτική, με πολλά τρεχούμενα νερά και βρύσες, με το Μουσείο Μίκη Θεοδωράκη –το χωριό ήταν τόπος εξορίας του συνθέτη– και οργιαστική φύση γύρω της. «Μας γεμίζει πολύ αυτό που κάνουμε εδώ», λέει ο Γιώργος, που περνά πολύ μεγαλύτερο διάστημα στη Ζάτουνα, και συμπληρώνει: «Εγώ μεγάλωσα στην Ελασσόνα, οπότε η ζωή στην επαρχία μού είναι οικεία. Η κλίμακα είναι διαφορετική βέβαια, αλλά είναι όλα ωραία. Κοίτα γύρω σου, χρειάζεται να πω τα κλισέ για τη ζωή στη φύση;». Τελικά θα τα πει η Νατάσσα, για την οποία η σύγκριση με την πόλη είναι συχνότερη: «Προχθές ήρθα από την Αθήνα μέσα στο άγχος και μόλις κατέβηκα από το αυτοκίνητο, εισέπνευσα βαθιά, ρούφηξα την ενέργεια του βουνού και τα ξέχασα όλα. Το πράσινο, η φύση, η ησυχία… Μας αρέσει πολύ. Και το διπλό ταμπλό μάς αρέσει. Σαν να ζούμε διπλή ζωή».
Αρχοντικό Ανυφαντή, Ζάτουνα Αρκαδίας, τηλ. 27950-29202, archontikoanyfanti.com, από 100 ευρώ το δίκλινο με πρωινό
Εumelia
Με σημαία τις αρχές της περμακουλτούρας, μέσα σε έναν αρχαίο ελαιώνα, ο Φραγκίσκος και η Μαριλένα βάζουν τη βιωσιμότητα στην πρώτη γραμμή
Η μελωδία του τζαζίστα Count Basie, που ακούγεται από τα ηχεία, ταιριάζει τέλεια με τη βροχή που πέφτει πάνω στη μεγάλη τζαμαρία. Όπως και το προπολεμικό πιάνο που ήρθε από την Αμερική και ταίριαξε με το λιτό καθιστικό. Τα πλήκτρα του χτυπούν όποτε διοργανώνεται live βραδιά στον ξενώνα – «ευμέλεια», άλλωστε, είναι η μελωδία στα αρχαία ελληνικά. Η μουσική είναι μεγάλη αγάπη των ιδιοκτητών, Φραγκίσκου Καραλή και Μαριλένας Καραδήμου –αυτό που τους έχει λείψει, μάλιστα, περισσότερο στην επαρχία είναι το ραδιόφωνο–, δεν είναι η μοναδική ωστόσο. Βιβλία και περιοδικά για τη Λακωνία, το κρασί, το ελαιόλαδο, το slow travel βρίσκονται παντού στον χώρο και οι συζητήσεις περιστρέφονται μονίμως γύρω από την περμακουλτούρα και όσα αυτή περιλαμβάνει: τη φυσική και τη βιοδυναμική καλλιέργεια, τη ζωή στη φύση, τη σωστή διατροφή. Ανήσυχοι, πολυπράγμονες, με δίψα για γνώση, μοίρασμα και επικοινωνία, έχουν επιλέξει έναν αλλιώτικο τρόπο ζωής, τον οποίο μάλιστα θέλουν να μεταλαμπαδεύσουν σε όσο περισσότερο κόσμο γίνεται. Γι’ αυτό ακριβώς δημιούργησαν και τον αγροτουριστικό ξενώνα τους στις Γούβες Λακωνίας, 12 χλμ. από τη Σκάλα. Έχει κάτι από την αύρα της θάλασσας και την ίδια στιγμή προσφέρει μια γοητευτική απομόνωση, αφού έως εκεί οδηγεί χωματόδρομος μήκους 2 χλμ. από το χωριό.
Ήταν το 2003 όταν ο Φραγκίσκος αποφάσισε να επισκεφτεί, για πρώτη φορά μάλιστα, τα πατρογονικά εδάφη και να εποπτεύσει τον εγκαταλελειμμένο ελαιώνα των παππούδων του. Γεννημένος στην Αθήνα, μεγαλωμένος στην Κρήτη και από τα 12 του κάτοικος Αμερικής και αργότερα Ευρώπης, εργαζόμενος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το 2002 αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Ελλάδα, «τρέχοντας» αναπτυξιακά προγράμματα σε ΜΚΟ. Μέχρι τότε τη γη της μητέρας και των θείων εκμεταλλεύονταν βοσκοί της περιοχής, γεγονός σωτήριο για τα λιόδεντρα, αφού στα κτήματα δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ χημικά. Θυμάται πως, όταν ο ίδιος αντίκρισε τον αρχαίο ελαιώνα, ένιωσε «μια δόνηση» και γρήγορα αισθάνθηκε πως κάτι πρέπει να κάνει εκεί. «Παράλληλα, ήταν σε έξαρση ένα αυτοάνοσο που είχα και το αντιμετώπιζα με ομοιοπαθητική. Η επόμενη σκέψη ήταν: όπως στον οργανισμό μου, έτσι και εδώ θα ήθελα να κάνω κάτι που δεν θα περιέχει χημικά». Με σπουδές στις διεθνείς σχέσεις και στη διαχείριση κρίσεων, είχε μεγάλο εύρος αντίληψης των πραγμάτων και πολυεπίπεδη αναλυτική σκέψη. Αντιλήφθηκε νωρίς την επερχόμενη οικονομική κρίση και οραματίστηκε ένα αγρόκτημα βασισμένο στη βιοδυναμική καλλιέργεια και την περμακουλτούρα, «με ξενώνα όμως και συμμετοχή των ανθρώπων στις δραστηριότητες, ούτως ώστε να έρχονται σε επαφή με τον τόπο και με τον τρόπο ζωής που εκπροσωπώ. Αυτές οι έννοιες, βέβαια, ήταν άγνωστες τότε στην Ελλάδα. Τα σεμινάρια που έκανα γίνονταν στα βουνά, σε καλύβια, σαν το κρυφό σχολειό. Αυτή ήταν και η μεγάλη μου διαφορά. Εγώ ήθελα από την αρχή όλη αυτή η κουλτούρα να γίνει γνωστή στον κόσμο», εκμυστηρεύεται ο Φραγκίσκος.
Το μεγάλο αγρόκτημα περιλαμβάνει σήμερα τον προϋπάρχοντα ελαιώνα (από ελιά Τσακώνικη Λεωνιδίου) και 35 στρέμματα συγκαλλιέργειας ελιάς (ποικιλία Μανιατάκι), αμπελιού (Αυγουστιάτης, Αγιωργίτικο, Αθήρι, Κυδωνίτσα), αμυγδαλιάς, πεύκου και κυπαρισσιού, καθένα από τα οποία προσφέρει στο τοπικό οικοσύστημα. «Τα πεύκα σπάνε τον ζεστό και τον κρύο αέρα, ενώ στις αμυγδαλιές ζει ένας μικροοργανισμός που καταπολεμά τον δάκο. Γύρω από τον ξενώνα δεν φυτεύω τίποτα, έχω αφήσει τον αρχαίο ελαιώνα ως είχε, υπάρχουν δέντρα 2.500 ετών, για να βλέπει και ο κόσμος ότι στο παρελθόν δεν υπήρχε ανάγκη για εντατική καλλιέργεια», εξηγεί ο Φραγκίσκος και συμπληρώνει: «Καλλιεργούμε σε τρία επίπεδα: βιολογικό (συλλογή, κλάδεμα κ.λπ.), ενεργειακό (βασισμένο στις ενέργειες που υπάρχουν στη φύση, όπως η επιρροή του φεγγαριού στα υγρά ή η φύτευση στην κατεύθυνση βορρά – νότου) και ψυχικό, το οποίο έχει να κάνει με τη δική μας ψυχική ανάγκη και συνειδητότητα. Με αυτό το τρίπτυχο καλλιεργούμε, χτίζουμε, ζούμε».
Πράγματι, οι αρχές της περμακουλτούρας έχουν εφαρμοστεί και στην αρχιτεκτονική του ξενώνα, ο οποίος περιλαμβάνει ένα κεντρικό κτίριο και πέντε κατοικίες. Με βιοκλιματικό σχεδιασμό για χαμηλότερη ενεργειακή κατανάλωση και περιβαλλοντική επιβάρυνση, τα σπίτια έχουν μεγάλο ποσοστό ενεργειακής αυτάρκειας. Είναι χτισμένα στην κατεύθυνση βορρά – νότου (με ένα παράθυρο στην κάθε πλευρά, η θερμοκρασία πέφτει το καλοκαίρι 2-3 βαθμούς), έχουν κίτρινο κεραμίδι που αντανακλά το φως, κονία, που είναι φυσικό υλικό με διαπνοή, φυσική μόνωση από πετροβάμβακα, ξύλα από αειφόρο δάσος, χρώματα φυσικά από αιθέρια έλαια και φλούδες πορτοκαλιού. Η θέρμανση εξασφαλίζεται με οριζόντια γεωθερμία, το νερό ζεσταίνεται από ηλιακό σύστημα και το τζάκι είναι ενεργειακό. Εντύπωση προκαλεί και ο φυσικός βιολογικός καθαρισμός με άμμο και καλάμια, μετά τον οποίο τα ανακυκλωμένα υγρά χρησιμοποιούνται για πότισμα δέντρων, ενώ τα στερεά (μετά από δύο χρόνια) ως λίπασμα.
Από το χωράφι στο πιάτο
Ο ξενώνας πρωτολειτούργησε το 2009. Η Μαριλένα έκανε την εμφάνισή της το 2012. Ως διευθύντρια σε ΜΚΟ, συνόδευε νέους από το εξωτερικό σε αγροτουριστικές μονάδες για μελέτη του βιώσιμου τουρισμού. Τότε επισκέφθηκε την Eumelia και οι δυο τους έγιναν ζευγάρι. «Άρχισα να ψάχνω για δουλειά, αλλά κανείς στην περιοχή δεν χρειαζόταν διεθνολόγο, ώσπου με κάλεσαν από το Επιμελητήριο Λακωνίας ως σύμβουλο ευρωπαϊκών προγραμμάτων», λέει. Το αγρόκτημα και ο ξενώνας λειτουργούσαν τότε με επιστάτες. Δύο χρόνια μετά, αφότου απέκτησαν και τον πρώτο τους γιο, αποφάσισαν να δουλέψουν οι ίδιοι στον ξενώνα και να ζήσουν εκεί, ακόμη πιο κοντά στη φύση. «Δεν ήθελα να μπλεχτώ στις δουλειές του Φραγκίσκου όμως, οπότε έψαχνα τι δικό μου μπορώ να κάνω», λέει. Εντέλει, την κέρδισαν η κουζίνα και το κρασί. Εκπαιδεύτηκε στο WSET για σομελιέ και ξεκίνησε να κάνει γευσιγνωσίες στον ξενώνα και να ασχολείται με την αμπελουργία. «Ταξιδέψαμε πολύ, δοκιμάσαμε, συζητήσαμε. Ως βιοκαλλιεργητές εκτιμήσαμε τα φυσικά κρασιά, χωρίς χημικά και μαζική παραγωγή. Η λίστα κρασιών που έχω φτιάξει έχει μόνο φυσικά και μόνο ελληνικές ποικιλίες. Γνωρίζουμε προσωπικά τους παραγωγούς και πολλοί μας βοηθούν στο δικό μας αμπέλι. Ο Δημήτρης Γεώργας ήρθε εδώ και μας έδειξε να κλαδεύουμε, ο Ιάσονας Λίγας φύτεψε μαζί μας», λέει η Μαριλένα. Το δικό τους κρασί, επίσης σε φυσική καλλιέργεια και οινοποίηση στην οποία συμμετέχουν και οι επισκέπτες κατά τη διάρκεια του τρύγου, σερβίρεται μόνο στον ξενώνα, ως «χύμα», καθώς η παραγωγή είναι μικρή και δεν θέλουν να κάνουν σπατάλη γυαλιού.
Tο ελαιόλαδό τους, από την άλλη, εμφιαλώνεται με δύο κωδικούς (Μανιατάκι και Αρχαίος Ελαιώνας), έχει λάβει πιστοποιήσεις ποιότητας και συμμετέχει στις γευσιγνωσίες που διοργανώνει ο Φραγκίσκος, όπου εξηγεί πώς παράγεται, τι διαφοροποιεί κάθε ποικιλία, πώς πρέπει να το ζεστάνεις και να το δοκιμάσεις. Το δικό τους ελαιόλαδο είναι και η πρώτη ύλη για τα χειροποίητα σαπούνια που φτιάχνει η Μαριλένα και χρησιμοποιούν οι επισκέπτες στις κατοικίες. Με αυτό ετοιμάζει επίσης τα ευφάνταστα πιάτα που σερβίρει στο κεντρικό κτίριο (το δείπνο, όπως και οι αγροτουριστικές δραστηριότητες συμπεριλαμβάνονται στο πακέτο διαμονής). Η φιλοσοφία farm to table είναι για τους δυο τους τρόπος ζωής. «Οι σεφ με τους οποίους προσπαθήσαμε να συνεργαστούμε δεν μπορούν να το αντιληφθούν», παρατηρεί η Μαριλένα. «Το farm to table δεν σου επιτρέπει να έχεις μενού. Μαγειρεύεις ό,τι βγάζει ο κήπος. Τώρα έχω κολοκύθα, θα την κάνω τηγανητή και σούπα. Το καλοκαίρι έχω πολλά αγγούρια, φτιάχνω τουρσί και γκασπάτσο με αγγούρι».
Το μενού λοιπόν εναλλάσσεται διαρκώς, αξιοποιεί όλα τα κηπευτικά από το μποστάνι, καρπούς, μερικά προσεκτικά διαλεγμένα τοπικά προϊόντα, όπως τυριά, και είναι χορτοφαγικό. «Είμαστε της άποψης ότι, αν φας κρέας, πρέπει να το παραγάγεις ο ίδιος και να το σφάξεις. Αν δεν μπορείς να το κάνεις, μη φας καλύτερα. Ως κοινωνία πρέπει να φτάσουμε να καταναλώνουμε ό,τι παράγουμε. Παλαιότερα που τρώγαμε και σερβίραμε κρέας, είχαμε στη φάρμα μαύρο χοίρο. Τώρα, μόνο τις κότες χρησιμοποιούμε παίρνοντας τα αυγά. Η Δήμητρα, το γαϊδουράκι μας, οι χήνες, το κουνέλι, τα σκυλιά, καθώς και τα κατσικάκια και τα πρόβατα που θα φέρουμε εν καιρώ, απλώς ζουν εδώ και αφήνουν κοπριά στο έδαφος». Τα ζώα, σε συνδυασμό με την τεράστια άπλα του κτήματος, την κούνια και το πλήθος παιχνιδιών, κάνουν την Ευμέλεια ιδανική και για παιδιά, ενώ εδώ ασφαλώς είναι καλοδεχούμενα και τα ζώα – τα περιμένει μάλιστα στο δωμάτιο ειδικό κρεβάτι και μπολ.
Βλέπω τη Μαριλένα να μαγειρεύει στο κουζινάκι, καθώς μου μιλάει για το εστιατόριο που σκοπεύουν να φτιάξουν, το οποίο θα είναι επισκέψιμο και από μη ενοίκους και θα έχει μια μεγάλη κουζίνα με υπόσκαφα και ψηστιέρες που θα δουλεύουν με τον ήλιο. Την ίδια στιγμή διαπιστώνω ότι δεν πετάει τίποτα στα σκουπίδια. Τα πάντα γίνονται κομπόστ, ενώ ακόμη και τα τσόφλια των αυγών τα ψήνει, τα θρυμματίζει και ταΐζει με αυτά τις κότες για έξτρα ασβέστιο. «Έλα να σου πω και το μυστικό να διατηρείς τα λεμόνια καιρό και πώς να κόβεις από τον κήπο το μαρούλι για να κρατήσει το ίδιο φυτό μήνες», λέει γελώντας. Σε απόσταση είκοσι λεπτών από το Γεράκι, μισής ώρας από το Γύθειο και 45 λεπτών από τη Μονεμβασιά, προφανώς οι επιλογές για περιήγηση στην περιοχή είναι αρκετές, ωστόσο δεν είμαι καθόλου σίγουρη ότι κάποιος επισκέπτης θα θελήσει να χάσει έστω και ένα από τα μικρά μαθήματα αυτάρκειας και γνώσης που προσφέρει η καθημερινότητά τους.
Eumelia, Γούβες Λακωνίας, τηλ. 6947-151400, eumelia.com, ανοιχτά από 1η Μαρτίου. Από 438 ευρώ το σπιτάκι για δύο άτομα με ημιδιατροφή, ξενάγηση στη φάρμα, αγροτουριστικές δραστηριότητες και γευσιγνωσία ελαιολάδου
Μπελλαίικο
Το στεμνιτσιώτικο αγροτόσπιτο που μετατράπηκε σε ξενώνα είναι πάνω από όλα η πληθωρική του οικοδέσποινα
Κάπου στο 1650, κάποιος Μπέλλας xτίζει το σπίτι που θα στεγάσει την οικογένειά του, στα 1.170 μ. υψόμετρο, πάνω από τη Στεμνίτσα και με θέα σε αυτήν. Σαν γνήσιο στεμνιτσιώτικο αγροτόσπιτο, αποτελείται από το «μακρυνάρι» που επιβάλλει η τοπική αρχιτεκτονική, με τα κατώγια και τα ανώγια. Το σπίτι περνά από γενιά σε γενιά, από Μπέλλα σε Μπέλλα, και 80 χρόνια μετά δέχεται από κάποιον άλλο Μπέλλα επέκταση, επίσης χαρακτηριστική στα στεμνιτσιώτικα σπίτια, με την προσθήκη δεύτερου «μακρυναριού». Το Μπελλαίικο αποκτά οντά αντί για το συνηθέστερο χαγιάτι. Γύρω στο 1929, ο Γιώργης Μπέλλας παντρεύεται την Αθανασία Παρνασσά, από το Ψάρι, και στήνουν το σπιτικό τους στο Μπελλαίικο, το οποίο ήδη έχει δώσει το όνομά του σε όλη τη γειτονιά. Εκεί, στη ζεστασιά του τζακιού, μέσα στο οποίο μαγείρευε κιόλας η γιαγιά Θανάσω, θα μεγαλώσουν τα τέσσερα παιδιά τους και αργότερα εκεί θα καταφεύγουν τα εγγόνια τους, για να τους κάνουν οι παππούδες τα χατίρια.
Η μικρή τότε Νένα, κόρη της κόρης τους Κούλας, νιώθει αυτό το σπίτι πιο σπίτι της και λέει ως παιδάκι μάλλον προφητικά: «Όταν μεγαλώσω, θα ζήσω στο Μπελλαίικο». Τα χρόνια περνούν, τα παιδιά φεύγουν, τα εγγόνια το ίδιο. Φεύγει και η γιαγιά από τη ζωή και μένει ο παππούς μόνος σε ένα μεγάλο δίπατο σπίτι. Οι φθορές είναι εμφανείς, αλλά εκείνος επιμένει να μην αλλάζει ούτε πρόκα. Μετά τον θάνατό του, τα τέσσερα παιδιά του θα κληθούν να πάρουν αποφάσεις για την περιουσία. Χωρίζουν τα κτήματα στα τέσσερα, το ένα από τα οποία θα είναι μικρότερο, αλλά θα περιλαμβάνει το σπίτι, και ρίχνουν κλήρο. Δίκαια, αφημένα όλα στην τύχη της στιγμής, συμφωνούν και ο κλήρος με το σπίτι πέφτει στην Κούλα. Το τηλεφώνημα που έλεγε «κερδίσαμε το σπίτι σου» βρήκε τη Νένα Γκριντζιά στον Πειραιά, οπού ζούσε ήδη έξι χρόνια, «τρέχοντας» το δικό της φροντιστήριο.
Σε αντίθεση με το σπίτι, μέχρι τότε όλα τα υπόλοιπα είχαν πάει διαφορετικά από ό,τι τα ονειρευόταν. Μεγαλωμένη στο χωριό και θέλοντας να συνεχίσει να ζει και να εργάζεται στο βουνό, σπούδασε Γεωλογία. «Ήξερα τι δεν ήθελα. Δεν ήθελα να ζω σε πόλη, να διδάσκω και να είμαι σε γραφείο. Ε, τα έκανα και τα τρία. Γιατί ως γεωλόγος έβρισκα δουλειά μόνο στα λιγνιτωρυχεία της ΔΕΗ και αρνήθηκα. Στράφηκα προς τη Γεωφυσική για να ασχοληθώ με τη γεωθερμία, αλλά ούτε αυτό μου βγήκε. Κι έτσι βρέθηκα να διδάσκω Φυσική στον Πειραιά», θυμάται.
Το 2003, μετά από δεκαπέντε χρόνια στην πόλη, αποφάσισε να επιστρέψει στο χωριό και να αναλάβει το εργαστήρι ζαχαροπλαστικής της μητέρας της. Το 2004, καταφθάνοντας στη Στεμνίτσα, είχε πια κάνει και τη σκέψη να μετατρέψει το Μπελλαίικο σε ξενώνα, για να μπορέσει να το συντηρήσει και να το κρατήσει ζωντανό. Οι εργασίες ξεκίνησαν αμέσως, έγιναν οι απαιτούμενες πολύ προσεκτικές παρεμβάσεις (μπάνια, θέρμανση, αντικατάσταση ξύλων) και ο ξενώνας άνοιξε τον Ιούλιο του 2006. Έως τότε η περιοχή δούλευε από την 28η Οκτωβρίου μέχρι το Πάσχα και μόνο με Έλληνες. «Την πρώτη ημέρα ήρθαν τυχαία κάποιοι Ολλανδοί και τότε συνειδητοποίησα ότι είμαστε στο μέσο της Πελοποννήσου και μπορούμε να ενταχθούμε στον γύρο της». Δούλεψε προς αυτή την κατεύθυνση και έκτοτε το Μπελλαίικο είναι πάντα γεμάτο.
Δεκαεπτά χρόνια τώρα, η χειμαρρώδης οικοδέσποινα, που οι φίλοι του ξενώνα αποκαλούν «βουνοκυρία» και «πυργοδέσποινα» για την αγάπη της στον τόπο και στο Μπελλαίικο, υποδέχεται κόσμο στον γοητευτικό οντά με την ωραία τζαμαρία που αγναντεύει τα βουνά, με το τζάκι αναμμένο, τα σπιτικά λικέρ και τα επιτραπέζια παιχνίδια. Το πάθος της είναι να γνωρίσουν οι επισκέπτες όσο καλύτερα μπορούν την περιοχή, πραγματοποιεί μάλιστα ένα ιδιότυπο guiding: δεν σου λέει απλώς πού να πας, αλλά με τον χάρτη ανά χείρας περιγράφει αναλυτικά κάθε βήμα, ενώ προτείνει τοπικές επιχειρήσεις που θεωρεί ότι κάνουν σωστή δουλειά. Οι ξένοι άλλωστε, που το καλοκαίρι αποτελούν το 85% των επισκεπτών (τον χειμώνα αντιστρέφεται), είναι άνθρωποι που επιθυμούν να περπατήσουν έστω και λίγο, να γνωρίσουν τον τρόπο ζωής στο ορεινό χωριό και να επικοινωνήσουν με τους ντόπιους.
Με το bluetooth μονίμως στο αυτί, η Νένα είναι ένας πολυπράγμων άνθρωπος με βαθιά ενσυναίσθηση, διορατικότητα, μεγάλη αγάπη για τα ζώα, τα οποία καλοδέχεται. Και έχει σίγουρα «ανεβάσει» τη Στεμνίτσα, με τον τρόπο της, προς τη σωστή τουριστική κατεύθυνση: δίνοντας αξία στα μικρά μεγέθη, στην ποιότητα και στον χαρακτήρα. Οι χάρες βέβαια δεν της λείπουν της Στεμνίτσας. Είναι ένας πανέμορφος παραδοσιακός οικισμός, που προσφέρει επιπλέον ολοκληρωμένο πρόγραμμα εκδρομής, αφού λειτουργεί ως βάση για περιηγήσεις στα γύρω χωριά, όπως η Δημητσάνα, η Βυτίνα, τα Λαγκάδια, τα φημισμένα μοναστήρια του Λούσιου, και για πεζοπορίες – από εδώ ξεκινά το Menalon Trail, το διάσημο αρκαδικό μονοπάτι μήκους 75 χλμ. Μάλιστα, στην ανάδειξη και στην οργάνωση του μονοπατιού η Νένα πρωτοστάτησε μαζί με την υπόλοιπη ομάδα εθελοντών.
Αχνιστές κούπες και τροφοσυλλογή
Το Κατώι του Γαϊδάρου, το Μεγάλο Κατώι, η Σάλα, το Χειμωνιάτικο και η Κάμαρη: πέντε δωμάτια με την ονομασία της χρήσης που είχαν από παλιά, διακοσμημένα με τα υφαντά χαλιά της γιαγιάς Αθανασίας, πολύχρωμες πάντες και μαξιλαράκια με την τεχνική patchwork που έφτιαξαν η αδερφή και η μητέρα της, κοφτά κουρτινάκια, αντίγραφα πινάκων του λαϊκού ζωγράφου Χρήστου Καγκαρά, αντίκες αλλά και καινούργια έπιπλα που κατασκευάστηκαν κατά παραγγελία, ώστε να ταιριάζουν με τον χαρακτήρα του σπιτιού. Στρώματα και μαξιλάρια είναι οικολογικά, ενώ, εκτός από βιβλία, CD player και CD, βρίσκεις στα δωμάτια αναπάντεχα αλλά εξαιρετικά χρήσιμα amenities, όπως φακό και ωτοασπίδες.
Στον κοινόχρηστο χώρο του οντά, το τζάκι τριζοβολάει από νωρίς το πρωί, ο ήλιος υψώνεται πάνω από τα βουνά, αναδεικνύει την ομίχλη που κατακάθεται μέσα στη χαράδρα του Λούσιου και κόντρα στο φως του αχνίζουν κούπες με καφέ ή τοπικά βότανα, ενώ φραγκοστάφυλα διακοσμούν τις τοπικές γαλατόπιτες. Το σπιτικό πρωινό της Νένας είναι έτοιμο: περιλαμβάνει αυγά και γιαούρτι, πρόβειο ή κατσικίσιο, από τοπική βιολογική φάρμα, ντόπια τυριά, γλυκά σε αυτοσχέδιες συνταγές από τη ζαχαροπλάστισσα μαμά, την ίδια και την αδερφή της, κηπευτικά από το ιδιόκτητο μποστάνι, ομελέτες και πίτες με άγριες πρώτες ύλες δικής τους συλλογής και πάνω από δεκαπέντε είδη μαρμελάδας από φρούτα που επίσης μαζεύουν ή τους φέρνουν φίλοι από τους βιολογικούς κήπους τους. «Είμαστε Αρκάδες. Μανιτάρια, μάραθο, σπαράγγια, σέσκουλα, χόρτα, φράουλες και σαμπούκο, ό,τι μας δίνει η φύση το παίρνουμε. Φέτος μάλιστα δοκιμάσαμε και τις φτέρες, που οι Πηλιορείτες τρώνε από παλιά», λέει η Νένα. Βασισμένο σε αυτή τη συνήθεια είναι το workshop «Συλλέγοντας – μαγειρεύοντας με τη Νένα» που φιλοξενεί στον ξενώνα, κατά το οποίο βγαίνει για περπάτημα στη φύση παρέα με τους επισκέπτες, τροφοσυλλέγουν, μαγειρεύουν και τρώνε μαζί.
Μεγάλη της αγωνία είναι οι διατροφικές συνήθειες του καθενός, τον οποίο φροντίζει να ευχαριστήσει προσωπικά. Το ίδιο κάνει και για την εμπειρία διαμονής, προσφέροντας έξτρα μαξιλάρια ή παπλώματα και εξηγώντας τα κατατόπια του σπιτιού, ώστε να νιώθουν όλοι άνετα. «Θέλω να αισθανθεί ο άλλος ότι είναι σαν στο σπίτι του, με τη διαφορά όμως ότι κάποιος τον φροντίζει», λέει. «Η επαφή με τον κόσμο είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ζωής μου. Κρατάω ανοιχτούς ορίζοντες, κάνω νέους φίλους. Όπως σε όλες τις σχέσεις, το σημαντικότερο είναι η επικοινωνία. Το Μπελλαίκο έγινε όντως το σπίτι μου και οι επισκέπτες είναι οι φιλοξενούμενοί μου. Ήρθαν να γνωρίσουν τον τόπο μου, το σπίτι μου και εμένα. Αυτό είναι μεγάλη τιμή».
Μπελλαίικο, Στεμνίτσα Αρκαδίας, τηλ. 27950-81286, mpelleiko.gr, aπό 105 ευρώ το δίκλινο με πρωινό
Πρυτανείο
Μέσα στα πυκνά δάση του Πάρνωνα, σε υψόμετρο 1.100 μ., ένα αληθινό καταφύγιο προσφέρει αδιαμεσολάβητη επαφή με τη φύση
«Κοίτα να δεις που γίναμε μόδα», λέει αστειευόμενος ο Αντώνης Παπανικολάου, που πριν από 20 χρόνια εγκατέλειψε τη ζωή στην Αθήνα και τη δουλειά στο μάρκετινγκ και στις πωλήσεις και εγκαταστάθηκε στο ακατοίκητο χωριό Τσίντζινα, στον Πάρνωνα. «Τότε μας θεωρούσαν τρελούς, τώρα είναι πολύ συνηθισμένες αυτές οι κινήσεις», λέει και περιγράφει τι θα έκανε εκείνος τώρα. «Θα πήγαινα ακόμη πιο βαθιά στο δάσος και στην ησυχία. Θα έφτιαχνα ένα κάμπινγκ σχετικά οργανωμένο, αλλά σε καμία περίπτωση glamping, χωρίς ίντερνετ, χωρίς κινητά, χωρίς καν μουσική. Με τους ήχους της φύσης, την παρέα, το ψήσιμο ή και τη σιωπή. Αυτό βέβαια είναι εντελώς δικό μου, αλλά και τότε το δικό μου έκανα και τελικά υπήρχαν κι άλλοι που το είχαν ανάγκη».
Το «τότε» είναι το μακρινό 2000, όταν ο Αντώνης περίμενε πώς και πώς τα Σαββατοκύριακα για να εκδράμει στο βουνό. Το 1998 βρέθηκε για Χριστούγεννα στο μικρό καταφύγιο του Πάρνωνα με την παρέα του. Λόγω της υγρασίας και του χιονιού, δεν κατάφεραν ποτέ να ανάψουν το τζάκι με τα ξύλα που έκοψαν. Αναζητώντας εναλλακτικές τριγύρω, φτάνει για πρώτη φορά στα Τσίντζινα. «Αντικρίζω τα δάση και το χωριό χιονισμένα, δεν υπήρχε άνθρωπος, ήταν παράδεισος. Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει, το κλικ είχε γίνει. Μείναμε τρεις μέρες σε ένα σπίτι γνωστού, ήταν μαγικά. Βλέπω το κτίριο της πλατείας και με ενημερώνουν ότι είναι το παλιό σχολείο, του 1892, και ότι σκοπεύουν να το βγάλουν σε μίσθωση. Τους είπα “κρατήστε με ενήμερο” – είχα ήδη αρχίσει να… γρυλίζω», περιγράφει. Η ιδέα για αποκέντρωση είχε έρθει λίγο καιρό πριν. Με καταγωγή από χωριό της Σπάρτης, είχε χορτάσει την Αθήνα και τις νυχτερινές εξόδους και έψαχνε αλλού την ουσία. Έκτοτε, άρχισε να κατεβαίνει συχνά στα Τσίντζινα και να κάνει κάμπινγκ στις καμάρες της πλατείας, έως ότου δύο χρόνια μετά, το κτίριο βγήκε σε πλειστηριασμό, το «χτύπησε» με δύο φίλους του και η ζωή του άλλαξε για πάντα.
Το Σχολαρχείο έγινε πολύ γρήγορα δημοφιλές ως ένα φιλόξενο κατάλυμα για επαφή με τη φύση. Φτιάχτηκε απλά, με φίλους που έμεναν και δημιουργούσαν ελεύθερα. Ζωγράφιζαν ξύλα και κρεβάτια, μαστόρευαν. Όπου είχε κλίση ο καθένας τη διοχέτευε εδώ, αποδεχόμενος το κάλεσμα του Αντώνη. Ήταν κάτι ανάμεσα σε καταφύγιο και ξενώνα, παρεΐστικο και εναλλακτικό, γεμάτο κάθε Σαββατοκύριακο, όπως και σήμερα ο ξενώνας Πρυτανείο, που το διαδέχτηκε. Οι δε ντόπιοι, που έρχονταν στο τέλος της εβδομάδας, έβλεπαν ξαφνικά αιώρες στην πλατεία και νεαρόκοσμο που άκουγε ρέγκε – δεν ήταν εύκολο να τον αποδεχτούν. Δεν ζούσαν ωστόσο μόνιμα εκεί. Τα Τσίντζινα, όπως όλα τα χωριά του Πάρνωνα, ήταν καλοκαιρινό χωριό. «Ανέβαιναν για παραθερισμό από τους μουλαρόδρομους. Και προπολεμικά ακόμη, φόρτωναν όλο το νοικοκυριό, τα ζώα και την οικογένεια και περνούσαν εδώ μήνες. Εξου και το παλιό σχολείο – για να μη χάνουν μαθήματα τα παιδιά που έφευγαν νωρίς το καλοκαίρι και καθυστερούσαν να κατέβουν το φθινόπωρο», περιγράφει ο Αντώνης.
Προτεραιότητα η φύση
Από το Σχολαρχείο «αποφοίτησε» 11 χρόνια μετά, όταν τελείωσε το μίσθωμα και δεν του το ανανέωσαν. Δεν ήθελε να φύγει, οπότε έφτιαξε το Πρυτανείο και… η σπουδή στο βουνό συνεχίστηκε. «Είναι καινούργιο οίκημα, παρότι δεν φαίνεται, γιατί το προσέξαμε πολύ. Δεν είναι όμως κρίμα να γίνει νέα κατασκευή και η παλιά να είναι άδεια; Το 2011, λοιπόν, ήρθα λίγο πιο ψηλά, σε αυτό το υπέροχο κτίριο, με ένα μεγάλο δάνειο και με άλλο κόσμο. Οι απαιτήσεις είχαν ήδη αλλάξει. Μπήκα σε επιδότηση, ξεκίνησε η κρίση, η επιδότηση κόπηκε και τότε έσωσε την κατάσταση ο φίλος Παναγιώτης Γρηγορίου. Ήταν χρηματιστής, μυρίστηκε το τσουνάμι που ερχόταν στην Ελλάδα και αποφάσισε να γίνει αγρότης στη Σπάρτη και συνέταιρος», θυμάται.
Οι αίθουσες Α1, Α2 κ.λπ. του Σχολαρχείου έδωσαν τη θέση τους στις αίθουσες Χημείας, Γεωγραφίας κ.λπ. του Πρυτανείου. Έντεκα δωμάτια σε τρία πέτρινα κτίρια, στη μέση των οποίων βρίσκεται μια φροντισμένη πέτρινη αυλή. Άνετα κρεβάτια με αφράτα κλινοσκεπάσματα, μεγάλα παράθυρα που βλέπουν μόνο δάσος, τζάκι, σαλονάκι, γήινες αποχρώσεις, παλιά αντικείμενα (μπαούλα, σοφάδες, σβάρνες) που συνέλεξε ο Αντώνης από όλη την Ελλάδα και τα τοποθέτησε εδώ αντί σε παλαιοπωλείο, όπως λέει αστειευόμενος. Μια ρουστίκ αισθητική που δεν επιβάλλεται, συμπληρώνει το ορεινό τοπίο και δημιουργεί θαλπωρή.
Η κοινόχρηστη σάλα είναι ένα από τα πιο ζεστά και ανεπιτήδευτα καθιστικά που μπορεί να συναντήσει κανείς σε ξενώνα. Με την καταπληκτική θέα στο δάσος από την τζαμαρία, τη βιβλιοθήκη, τα χειροποίητα φωτιστικά από ξύλα, κεραμίδια ή παλιά αντικείμενα, τα ζωγραφικά έργα του Χάρη Λιάμη Γιαννακού και το μοναδικό στο είδος του τζάκι. «Πήρα τον πετρά μου, που είναι καλλιτέχνης, και τον πήγα σε ένα καλύβι ενός φίλου στον Ταΰγετο, να μελετήσει το τζάκι. Δεν είχαμε ξαναδεί τέτοιο, ήταν αρχέγονο, τζακόφουρνος και έπρεπε να το μιμηθεί σε πολύ μεγαλύτερη εκδοχή. Τρεις φορές το έφτιαξε για να το πετύχει», λέει ο Αντώνης.
Παρ’ όλα αυτά τα ωραία, ο ίδιος βρίσκει το νόημα αλλού. «Δεν έρχεται κανείς για τον ξενώνα, δεν χρειάζονται υπερβολές. Για τη φύση έρχεσαι και τη φιλοξενία. Αν ξαναέπαιρνα το Σχολαρχείο, θα το έκανα καταφύγιο. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη τη φύση, αλλά πόσοι έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν δωμάτιο; Η εκδρομή εδώ είναι θεραπεία: ησυχία, δάσος, υπέροχο νερό, συχνά όχι σήμα στο κινητό, δηλαδή τα βασικά, γιατί μπουκώσαμε από υπηρεσίες και προϊόντα. Πόσες πίτες και μαρμελάδες να φάμε πια;» αναρωτιέται. Παρ’ όλα αυτά, το πρωινό του σε μπουφέ αλλά και οι επιλογές στο καφέ είναι πλούσιες: μαρμελάδες, κέικ, τραχανάς, καγιανάς, πίτες, τηγανίτες, λουκουμάδες, σαλάτες, όλα σπιτικά. Στο δε μπαρ σερβίρουν και τέσσερα signature κοκτέιλ, όπως την Κοκκινοσκουφίτσα με βότκα, δεντρολίβανο, τσάι του βουνού κ.ά.
Με ένα φιλόξενο προσωπικό και τη διακριτική παρουσία του ίδιου, προτείνει εξορμήσεις στην περιοχή, αλλά συνοδεύει και εκείνος μεγάλες παρέες σε off-road διαδρομές στο βουνό. Αυτό το βουνό άλλωστε, ο Πάρνωνας, είναι και ο προφανής λόγος που θα έρθει κάποιος εδώ. Χωρίς τουριστική ανάπτυξη, με όμορφα χωριά σαν την Καστάνιτσα, πυκνά δάση από έλατα, καρυδιές και καστανιές και με ένα πυκνό δίκτυο μονοπατιών, εξασφαλίζει σωματική και νοητική απόδραση. Τα ίδια τα Τσίντζινα ή Πολύδροσο, με μία ταβέρνα και ένα καφενείο, είναι η ιδανική βάση για πεζοπορίες στο βουνό, αφού υπάρχει ένα οργανωμένο δίκτυο εννέα σηματοδοτημένων πεζοπορικών διαδρομών (από σαραντάλεπτες ήπιες διαδρομές μέχρι πολύωρες κυκλικές πεζοπορίες) που ξεκινούν από την πλατεία. Πιο δημοφιλής είναι αυτή που οδηγεί στον σπηλαιώδη ναό του Αϊ-Γιαννάκη, αλλά και εκείνη που θα σας πάει στο μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων, ενώ οι ποδηλάτες θα βρουν επίσης ενδιαφέρουσες επιλογές.
Πρυτανείο, Τσίντζινα Λακωνίας, τηλ. 27310-26982, pritanio.gr, aπό 90 ευρώ με πρωινό μπουφέ, ανοιχτά μόνο τα Σαββατοκύριακα