Καθαρά Δευτέρα και όλοι γύρω μου εύχονται «καλή χρονιά», άλλο και τούτο. Φορούν τραγίσιες κάπες, παλιόρουχα και κουδούνια, έχουν φούμο στο πρόσωπο. Το αγροτικό καρναβάλι της Νέδουσας δεν είναι καρναβάλι με την έννοια που το ξέρουμε, αλλά ένα αληθινό δρώμενο ευετηρίας, σαν εκείνα του Δωδεκαημέρου της Βόρειας Ελλάδας. Οκτώ η ώρα το πρωί, οι Νεδουσαίοι της περιοχής και της Καλαμάτας έχουν ήδη συγκεντρωθεί στο «αρχηγείο», το σπίτι όπου καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας θα επιστρέφει ο «θίασος» για να αλλάζει αμφίεση. Για την ώρα, ο Παναγιώτης Μπατσικούρας, πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου, και ο θείος του Γρηγόρης «ζεσταίνουν» τις φωνές τους και τα όργανα –νταούλι και φλογέρα. Ο πρόεδρος της κοινότητας, Άρης Βαρελάς, φτιάχνει το φούμο με το οποίο θα μουντζουρώνει όλη μέρα τα πρόσωπα όσων συναντά, ενώ η Γεωργία Μπατσικούρη, η οικοδέσποινα, βγάζει έξω μεζέδες – ταραμοσαλάτα, ελιές, παστά, όλα τα σαρακοστιανά και τις τοπικές κουταλίδες (τηγανίτες) με μέλι. Και το τσίπουρο βέβαια, το καύσιμο για τη μεγάλη «περιφορά».
«Η σπουδαιότητα στο δρώμενο της Νέδουσας είναι η συνύπαρξη τριών τελετουργικών πράξεων –Όργωμα-Σπορά, Γάμος, Θάνατος-Ανάσταση, η οποία δεν απαντάται σε κανένα άλλο λαϊκό δρώμενο», μου λέει ο Χρήστος Ζερίτης, συνταξιούχος τραπεζικός, μέλος του Κέντρου Λαογραφικών Μελετών Καλαμάτας, ο οποίος μοιάζει να έχει βάλει σκοπό της ζωής του να διασώσει και να αναδείξει το δρώμενο της Νέδουσας, του μεσσηνιακού χωριού στις βόρειες πλαγιές του Ταϋγέτου, στην περιοχή της Αλαγονίας. Ήταν το 1995 όταν βρέθηκε εδώ, είδε έκπληκτος τις τελετουργίες, έκανε μελέτες, ενημέρωσε και κάλεσε τους μεγάλους Έλληνες λαογράφους για αναγνώριση, κάνοντας παράλληλα γνωστή στους ντόπιους την αξία αυτού που είχαν εν αγνοία τους συντηρήσει. Το 2001, σε επιστημονική λαογραφική συνάντηση, ο καθηγητής Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, Μιχάλης Μερακλής, θα παρομοίαζε το δρώμενο με «αρχαιολογικό εύρημα», τοποθετώντας το επίσημα στη θέση που του άρμοζε.
Είκοσι οκτώ χρόνια μετά, όλοι ξέρουν πως κάτι σημαντικό συμβαίνει στη Νέδουσα. Πλήθος κόσμου έρχεται την Καθαρά Δευτέρα να παρακολουθήσει τη γιορτή, οι ντόπιοι βιώνουν αληθινά κάθε τους μεταμφίεση και αναπαράσταση, ο Ζερίτης τούς καμαρώνει περήφανος, τους διευκολύνει και συμμετέχει ενεργά – όπως όλοι: «Στο καρναβάλι μας δεν υπάρχουν θεατές, υπάρχουν συν-εορταστές και συν-ποσιαστές. Όλοι οι Νεδουσαίοι αποτελούν τον θίασο και όλοι οι επισκέπτες συμμετέχουν με κάποιον τρόπο», λέει ο Ζερίτης, αλλά όπως παρατήρησα, όσο οι επισκέπτες αυξάνονται τόσο η συμμετοχή τους περιορίζεται, ενίοτε δε παρεμποδίζουν και τα τεκταινόμενα. «Είναι κάτι που θα πρέπει να εξετάσουμε πια, να οργανωθούμε καλύτερα τώρα που έρχονται τόσοι επισκέπτες να μας δουν», παραδέχεται ο Τάκης Μπαλίκης, που λίγο αργότερα θα υποδυθεί τον γαμπρό.
«Έχω παρευρεθεί στη Νέδουσα δυο-τρεις φορές και έχω δει ένα γνήσιο λαϊκό δρώμενο, μια τελετουργική πράξη δηλαδή με λατρευτική διάσταση στην πρωτογενή μορφή της», λέει ο Γιώργος Αικατερινίδης, δρ Λαογραφίας και τέως διευθυντής Ερευνών του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, εξηγώντας πως αυτού του είδους οι τελετές παρατηρούνται στις αγροτοποιμενικές κοινωνίες, εκεί δηλαδή όπου οι άνθρωποι είχαν άμεση εξάρτηση από τις φυσικές δυνάμεις, οι οποίες καθόριζαν την παραγωγή και κατ’ επέκταση τη ζωή τους. «Εκδηλώνονταν κυρίως ως γονιμικά για την πλούσια καρποφορία της γης και την αφθονία των κοπαδιών και ως αποτρεπτικά του κακού. Και στις δύο περιπτώσεις, απώτερη επιδίωξη ήταν η ευετηρία, η καλοχρονιά», καταλήγει. Αυτή περιλάμβανε την υγεία και τη γονιμότητα γης, ζώων και ανθρώπων, οι οποίες δεδομένων των δεισιδαιμονιών και του πανάρχαιου φόβου για τα φυσικά φαινόμενα, που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, έπρεπε να εξασφαλιστούν με μαγικές, παγανιστικές τελετές και ασφαλώς συλλογικά. Η κοινότητα ήταν ενωμένη, με κοινές αγωνίες, αίσθημα ευθύνης και αλληλεγγύης, στοιχεία που διατηρούνται μέχρι σήμερα.
Αγερμός, τράγοι, αροτρίωση
Επί τρεις ώρες περιφερόμαστε στο χωριό, στο πλαίσιο του Αγερμού, του πρώτου σταδίου του δρώμενου. Τα όργανα που φτιάχνουν μόνοι τους οι κάτοικοι αλλάζουν πολλές φορές χέρια, οι σκοποί είναι γνωστοί σε όλους. Η πρώτη στάση γίνεται σε έναν ξυλόφουρνο που καίει όλη τη χρονιά και ο Γιάννης Ηλιόπουλος μουντζουρώνει τα πρόσωπα όλων των παρευρισκομένων, ένα βαθύ σύμβολο ισότητας και βασκανίας. Η μεγάλη πομπή κινείται κυκλώνοντας το χωριό, σε έναν συμβολισμό με προστατευτική σημασία, και σταματά σε κάθε κατοικημένο σπίτι, όπου αρχίζουν το τραγούδι και ο χορός. Μπροστάρηδες είναι οι κουβαλητές με ένα μεγάλο καλάθι, όπου οι νοικοκυραίοι θα ρίξουν ό,τι φαγώσιμο θέλουν για το κοινό τραπέζι που θα στηθεί στην πλατεία – ένα κάλεσμα για ειρήνη και προστασία. Επιτόπου όμως θα κεράσουν όλη την πομπή κρασί, τσίπουρο, μεζέδες. Όσο η ώρα περνά, προστίθενται επισκέπτες, το γλέντι αποκτά ένταση, το νταούλι μεταφέρεται στα χέρια της Αθηνάς Ζερίτη, που ανεβάζει τον διονυσιακό ρυθμό, το αλκοόλ ρέει άφθονο οδηγώντας σε ευθυμία, στα σκωπτικά πειράγματα που απαιτούν οι μέρες και σε τραγούδια γεμάτα βωμολοχίες. Τα παιδιά ακούν, μαθαίνουν από μικρά για την αναπαραγωγική διαδικασία, αλλά μαθαίνουν και να την παραλληλίζουν με την καρποφορία της γης.
Κι έπειτα έρχεται η ώρα των Τράγων. Κάποιοι άνδρες φορούν τρίχινα ρούχα, κρεμούν πάνω τους βαριά κουδούνια και φέρουν στο κεφάλι κράνος με κέρατα τράγων, είναι δε δεμένοι με σκοινί το οποίο χειρίζεται ένας τρίτος, για να τους αμολάει ή να τους συγκρατεί. Πιτσιρικάδες ντυμένοι τραγάκια ανοίγουν τον δρόμο, μυούνται κι αμέσως ζευγάρια τράγων ξεχύνονται ορμητικά στο κεντρικό σοκάκι της Νέδουσας. Όταν φτάσουν στην πλατεία, θα παλέψουν εικονικά μεταξύ τους, ακριβώς όπως κάνουν οι τράγοι την άνοιξη, την περίοδο αναπαραγωγής. Παράλληλα, σείουν τα κουδούνια, διώχνοντας τα κακά πνεύματα. Εκεί είναι που ο Χρήστος Ζερίτης θα νουθετήσει όλους τους τράγους να είναι προσεκτικοί με τα κέρατα τόσο προς τον κόσμο όσο και ο ένας προς τον άλλο, φοβούμενος μη γίνει κάποιο ατύχημα και το δρώμενο απαγορευτεί, όπως έγινε με τον διάσημο πασχαλινό Σαϊτοπόλεμο της Καλαμάτας.
Οι τράγοι αποχωρούν και σαν σε πομπή πάλι κατηφορίζει το κεντρικό δρομάκι ως την πλατεία ο «ζευγολάτης», με δύο ζεγμένα «βόδια». Θα οργώσουν εικονικά τρεις φορές και πίσω τους ο υπόλοιπος θίασος θα σπέρνει τη γη με σπόρους – είναι η Αροτρίωση, μία από τις κορυφαίες συμβολικά στιγμές του δρώμενου, η οποία όμως δεν γίνεται αντιληπτή από όλους τους παρευρισκομένους, τους αποκομμένους από τη γη. Σε αυτή την πράξη ο θίασος είναι σοβαρός και αγέλαστος, στην επόμενη όμως αρχίζουν η σάτιρα και τα αστεία. Η νύφη και ο γαμπρός, που είναι αμφότεροι άνδρες, έχουν ετοιμαστεί και κατεβαίνουν χαρούμενοι στην πλατεία. Ο παπάς τούς παντρεύει με βωμολοχίες και σκωπτικά στιχάκια και αμέσως μετά το ζευγάρι ξεκινά τις προσπάθειες τεκνοποίησης πάνω στην οργωμένη από πριν γη. Ξάφνου ο γαμπρός κείτεται νεκρός. Ο θίασος τον θρηνεί με μοιρολόγια, τον καλεί να σηκωθεί. Η ανάστασή του γίνεται πανηγυρικά, ο αναστημένος χορεύει τελευταίος στη σειρά, για να κλείσει τον κύκλο του θανάτου.
Το μοτίβο θάνατος – ανάσταση συμβολίζει αντίστοιχα την ανοιξιάτικη ανθοφορία μετά τον λήθαργο του χειμώνα. Οι πάντες χορεύουν, επιδεικνύουν φαλλούς σε διάφορες εκδοχές, μιλούν απρεπώς: «Την Καθαρά Δευτέρα στη Νέδουσα όλοι γινόμαστε άλλοι. Μεταμφιεζόμαστε και μεταμορφωνόμαστε, αφήνουμε στην άκρη το καθημερινό μας πρόσωπο και ιδιότητα. Είμαστε ίδιοι, με κοινό στόχο να διώξουμε τα κακά πνεύματα, να καλέσουμε τη φύση να ξυπνήσει, η βωμολοχία είναι αρχαίο στοιχείο και η σεμνοτυφία υποκριτική», λέει ο Ζερίτης. Κοιτάω την επτάχρονη Άννα – είναι πρώτη στην πομπή μαζί μας, από τις οκτώ το πρωί, πλάι στον πατέρα της. «Πέρασες καλά;» τη ρωτώ. Κουνάει το κεφάλι καταφατικά τόσο έντονα, με σοβαρότητα και ολάνοιχτα μάτια, που σε κάνει να πιστεύεις ότι έχει καταλάβει από ένστικτο όλα όσα συνέβησαν γύρω της.
Δείτε ακόμα
Τα Ξαμόνια είναι ένα ιδιότυπο προσκύνημα που γίνεται κάθε Μεγάλη Πέμπτη στα ξωκλήσια της βόρειας Καλαμάτας. Το ραντεβού δίνεται στις δώδεκα το βράδυ στη θέση Κουφού Ελιές και η περιήγηση κρατάει μέχρι το ξημέρωμα. Περισσότεροι από 500 πιστοί συμμετέχουν στην πομπή, που έχει στόχο να ζωντανέψει για λίγο τα εκκλησάκια, ανάβοντας τα καντήλια και ψέλνοντας.
Την Καθαρά Δευτέρα, στο ιστορικό κέντρο της πόλης οι Καλαματιανοί γεμίζουν τον ουρανό με μικρά αερόστατα, όμοια με εκείνα του Λεωνιδίου Κυνουρίας. Τα αυθεντικά λαϊκά αμολήματα όμως, με χειροποίητα αερόστατα μεγάλου μεγέθους, γίνονται στις συνοικίες Ράχη, Καλύβια, Άγιος Σίδερης, Φραγκόλιμνα και Φυτειά. Η διαφορά με το Λεωνίδιο είναι ότι εδώ δεν ταξιδεύουν στον ουρανό, αλλά πέφτουν και οι πιστοί τα κυνηγάνε, καθώς αυτό επιβάλλει το έθιμο: να τα πάρουν πίσω και μάλιστα να πάρουν επιπλέον των άλλων συνοικιών.
Ένας από τους πιο ιδιαίτερους Επιταφίους γίνεται κάθε Μεγάλη Παρασκευή στο παραθαλάσσιο χωριό Κιτριές. Η περιφορά καταλήγει στη θάλασσα και ο Επιτάφιος μπαίνει σε καΐκι, για να συνεχίσει την πορεία του κάνοντας τον γύρο του όρμου. Εντός θάλασσας, το ίδιο βράδυ, καίγεται και ο Ιούδας επάνω σε μια ειδική εξέδρα.
Το διασημότερο έθιμο της Καλαμάτας είναι ο Σαϊτοπόλεμος, ο οποίος γινόταν την Κυριακή του Πάσχα. Τα μπουλούκια, που έπαιρναν ιστορικές ονομασίες, όπως Κρυφό Σχολειό και Κούγκι, αποτελούνταν από 10-20 σαϊτομάχους το καθένα και ξεκινούσαν έναν ιδιαίτερο πολεμικό χορό με τις αναμμένες σαΐτες τους (σωλήνες από χαρτόνι γεμάτοι μπαρούτι) που εκτόξευαν σπίθες. Σύμφωνα με μία εκδοχή, οι ρίζες του εθίμου ανάγονται στην Τουρκοκρατία, όταν οι πολεμιστές εμπνεύστηκαν τις αυτοσχέδιες σαΐτες για να αναχαιτίσουν το ιππικό των Τούρκων. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, είναι μεταγενέστερο και γεννήθηκε για να τιμηθούν οι πολεμιστές της Βέργας. Το 2019 λόγω αμέλειας ένας άνθρωπος έχασε τη ζωή του, με αποτέλεσμα ο Σαϊτοπόλεμος να σταματήσει να διεξάγεται.