Ο Πύργος, το κεφαλοχώρι της Εξωμεριάς της Τήνου, θυμίζει κάτασπρη κυψέλη που έχει ξεπηδήσει μέσα από την πέτρα. Αν τον αντικρίσεις από ψηλά, από τα βουνά που τον αγκαλιάζουν τριγύρω, είναι λες και το πιο σκληρό τοπίο έχει γεννήσει έναν δικό του, αυτοφυή πολιτισμό μέσα από το τίποτα. Και είναι το τηνιακό μάρμαρο που επιπολάζει στα σπλάχνα του νησιού, αυτό που έδωσε σε τούτο τον τραχύ τόπο ανάσα και ζωή. Περπατώντας στα στενά του χωριού, ακόμα και ο πιο ανυποψίαστος επισκέπτης καταλαβαίνει πως αυτό όχι μόνο πρωταγωνιστεί σε κάθε του γωνιά, αλλά και είναι δουλεμένο με εξαιρετική μαστοριά.
Πράγματι, η μαρμαροτεχνία στον Πύργο υπάρχει παντού: καθημερινή και ανθρώπινη, μνημειακή και απόκοσμη, συναντάται στα κατώφλια και τα υπέρθυρα, στα καμπαναριά και τα μνήματα, στις βρύσες και τις πλατείες. Ο γοητευτικός οικισμός είναι μια αληθινή πατρίδα της τέχνης που από το 2015 έχει ενταχθεί στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της UNESCO.
Κάπου δίπλα στην είσοδο του χωριού και δίπλα στο καλοδιατηρημένο σπίτι-μουσείο του μέγιστου Τηνιακού γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά, αντηχεί σταθερά η σμίλη ενός ντόπιου τεχνίτη, του Πέτρου Μαρμαρινού. Λίγα μέτρα πιο πάνω, στις παρυφές του οικισμού, εδράζεται το υπερσύγχρονο, εντυπωσιακό Μουσείο Μαρμαροτεχνίας του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ), ενώ παραδίπλα στέκει το κοιμητήριο του χωριού, ένα πραγματικό υπαίθριο μουσείο.
Ανάμεσα στο ένδοξο παρελθόν και στις προκλήσεις του παρόντος, ο 53χρονος Πυργιανός δεν σταματά ποτέ να δουλεύει. Πίσω του στέκεται μια μακρά παράδοση γενεών – ίσως δεν είναι τυχαίο που το επώνυμό του το «κέρδισε» η οικογένειά του στην πάροδο του χρόνου. Όπως μας πληροφορεί, ο προπάππους του διατηρούσε στο τέλος του 19ου αιώνα εργαστήριο μαρμαροτεχνίας στην Κωνσταντινούπολη, ένα από τα δεκάδες αντίστοιχα των Τηνιακών γλυπτών που σταδιοδρομούσαν τότε εκεί. «Είμαι μαρμαροτεχνίτης πέμπτης γενιάς. Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον!», λέει χαμογελώντας.
Ξεκίνησε να δουλεύει το μάρμαρο στα δεκαοκτώ του, όχι για βιοπορισμό, αλλά αυθόρμητα, δημιουργικά. «Μεγάλωσα σε έναν τόπο μουσειακό», θα πει. «Ψήθηκα μέσα στην κουλτούρα του μαρμάρου. Ο Πύργος της παιδικής και της εφηβικής μου ηλικίας ήταν ένα μέρος όπου οι φοιτητές της Σχολής Καλών Τεχνών αποτελούσαν οργανικό τμήμα του πληθυσμού και έτσι είναι ακόμα και σήμερα». Πράγματι, αναπόσπαστο κομμάτι της τοπικής κοινωνίας, το Προπαρασκευαστικό και Επαγγελματικό Σχολείο Καλών Τεχνών Πανόρμου Τήνου ιδρύθηκε το 1955 και έκτοτε το έργο του έχει παρουσιαστεί σε εκθέσεις στην Τήνο, την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και σε άλλα σημεία της χώρας, εισπράττοντας πάντοτε επαινετικά σχόλια. Εκεί φοίτησε και ο Π. Μαρμαρινός, ανοίγοντας στη συνέχεια, το 1995, το εργαστήριό του.
Στο εκθετήριο της δουλειάς του, πάνω στον κεντρικό δρόμο, τα χαρακτηριστικά του μαρμάρινα, ολόγλυφα λευκά περιστέρια και τα μαρμαρόγλυπτα καραβάκια του καταφέρνουν να ακροβατούν με τον πιο κομψό τρόπο ανάμεσα στην ευπώλητη εμπορικότητα και την καλλιτεχνική ποιότητα. Τον ρωτώ αν η τέχνη του είναι ακόμα ζωντανή ή αν και αυτή σβήνει σιγά σιγά, όπως και άλλες παραδόσεις αιώνων των Κυκλάδων, και με παραπέμπει ξανά στη σχολή και στο πολύτιμο έργο της: «Όσο υπάρχει και στελεχώνεται από φωτεινούς δασκάλους και νέα παιδιά που έχουν όρεξη να μάθουν, η ελπίδα παραμένει ζωντανή. Και από αυτά τα παιδιά η παράδοση μεταλαμπαδεύεται συνεχώς και αλλού, εφόσον εργαστήρια με αποφοίτους της βρίσκει κανείς όχι μόνο στις Κυκλάδες, αλλά και σε όλη τη χώρα».
Σκληρή δουλειά και υπομονή
Όσοι επιλέγουν το συγκεκριμένο αντικείμενο πρέπει να είναι έτοιμοι να δουλέψουν σκληρά. «Θα μάθουν τι σημαίνει εργαλείο και υλικό, θα κάνουν τα πρώτα τους χτυπήματα στο μάρμαρο, θα σκαλίσουν τα πρώτα τους γράμματα, θα φτιάξουν τα πρώτα τους έργα», σημειώνει, εξηγώντας πως απαιτείται και πρακτική εξάσκηση σε ένα πραγματικό, επαγγελματικό εργαστήρι. «Έτσι θα μάθουν την υπομονή, χωρίς την οποία δεν θα μπορέσουν ποτέ να προχωρήσουν», συμπληρώνει. «Χρειάζεται όμως και σεβασμός στους παλαιότερους. Στο πρόσωπο, στα χέρια και στα λόγια αυτών των ανθρώπων αποτυπώνεται ένας ολόκληρος κύκλος ζωής πάνω στο μάρμαρο. Ο νέος μαρμαροτεχνίτης δεν μπορεί να εξελιχθεί αν δεν ακολουθήσει ευλαβικά την τεχνική σοφία των προηγούμενων».
Ποιο είναι το μέλλον της τέχνης του; «Επιβιώνουμε οριακά ως επαγγελματίες, και ο απλούστατος λόγος είναι πως κάθε αντικείμενο που πουλάμε είναι φτιαγμένο στο χέρι. Δεν βγαίνουν από κάποια μηχανή τα έργα μας. Και εφόσον δεν είμαστε οργανωμένοι σε κάποιο σωματείο ή φορέα, αναγκάζεται ο καθένας μας να προωθεί εμπορικά το έργο του αυτοδύναμα», σημειώνει.
Ιδιαίτερα εξωστρεφής, ο Μαρμαρινός φροντίζει να παρουσιάζει τη δουλειά του και εκτός του χωριού και του νησιού του. «Είμαι μέλος στο Michelangelo Foundation της Ελβετίας, μέσω του οποίου δραστηριοποιούμαι με εκθέσεις ανά την Ευρώπη, ενώ μέρος της δουλειάς μου βρίσκεται στο μόνιμο εκθετήριο του Children’s Museum of Indianapolis, του μεγαλύτερου παιδικού μουσείου στον κόσμο. Επιπλέον, αυτόν τον Ιούνιο συμμετέχω στην ομαδική έκθεση του Μουσείου Μπενάκη A Future for the Past».
Αν και καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο τα τρία τελευταία χρόνια, λόγω μιας απρόσμενης περιπέτειας υγείας, η τέχνη του λειτουργεί θεραπευτικά. Με τα χέρια του –τα πιο πολύτιμα εργαλεία κάθε μαρμαρογλύπτη– συνεχίζει να φτιάχνει τα υψηλού φινιρίσματος έργα του, έστω και σε μικρότερες διαστάσεις, κρατώντας έτσι ζωντανή μια σπουδαία τηνιακή παράδοση.