Ήταν ένα όνειρο χρόνων —από το πρώτο μου ταξίδι στο Νεπάλ— να ανέβω σε κάποια από τις κορυφές των Ιμαλαΐων και τελικά φέτος τον Φλεβάρη, στα γενέθλια μου, κατάφερα να το πραγματοποιήσω με τον γιο μου, τον Ιάσονα. Είχαν προηγηθεί ιατρικές εξετάσεις στην Αθήνα και η διαβεβαίωση του καρδιολόγου μου ότι θα τα «καταφέρω».
Χρειάστηκαν κοντά 10 ώρες με το λεωφορείο για να διανύσουμε την απόσταση των 200 χλμ. που χωρίζουν την πρωτεύουσα Kathmandu από την Pokhara, τη βάση μας για την οροσειρά της Annapurna, την 10η υψηλότερη στον κόσμο (μια κορυφή της φτάνει τα 8.091 μ). Ο δικός μας στόχος ήταν πολύ πιο «χαμηλός», η κορυφή Poon Hill στα 3.210 μετρα.
Αφού τακτοποιηθήκαμε στο Vagabond Hotel, ο ιδιοκτήτης έπιασε φιλία με τον Ιάσονα και προσφέρθηκε να μας βγάλει ο ίδιος την απαραίτητη άδεια αναρρίχησης. Έτσι, πληρώνοντας 30 δολάρια ο καθένας αποφύγαμε πιθανές καθυστερησεις. Ο ίδιος μάς συνόδεψε σε έναν φίλο του με μαγαζί στη λίμνη Phewa, για να αγοράσουμε τον απαραίτητο εξοπλισμό σε μπουφάν, παντελόνια ορειβασίας, ισοθερμικά, σκούφους και γάντια. Επιπλέον, μου δάνεισε κάποιες ειδικές θήκες με καρφιά από κάτω, όπου μπαίνουν τα παπούτσια για την περίπτωση που θα συναντούσαμε πάγο.
Τις δύο προηγούμενες νύχτες τις είχαμε περάσει σε ένα θιβετιανό μοναστηρι λίγο έξω από την Pokhara. Για τον Ιάσονα ήταν μια εμπειρία ιδιαίτερη, ενώ για μένα που είχα ήδη μείνει στην Ταϊλάνδη σε αντίστοιχο μοναστήρι, ήταν περισσότερο μια ευκαιρία για αυτοσυγκέντρωση και ψυχική ενδυνάμωση, που ένιωθα ότι είχα ανάγκη.
1η μέρα: Από τα 1.050 στα 2.050 μ.
Νωρίς το πρωί της πρώτης μέρας μάς παρέλαβε το ταξί και μας άφησε μετά από περίπου μία ώρα στο χωριό Nayapul στα 1.050 μ. Εκεί, αφού έλεγξαν τις άδειές μας, με τον ήλιο συντροφιά και με ελάχιστους συνοδοιπόρους, ξεκινήσαμε το μονοπάτι με κατεύθυνση το χωριό Ulleri στα 2.050 μ. Η διαδρομή διήρκεσε περίπου 6 ώρες —οι μισές σε ανηφορικό μονοπάτι και οι άλλες μισές ανεβαίνοντας 3.000 πέτρινα σκαλοπάτια. Η θέα ήταν απίστευτη: στα χαμηλά χωράφια αλλά και καθώς ανεβαίναμε, αντικρίζαμε βελανιδιές και ροδόδεντρα, ενώ στο βάθος ξεχώριζαν οι χιονισμενες κορφές της Annapurna. Στη διαδρομή διασταυρωθήκαμε με οδηγούς της φυλής Sherpa, που κουβαλούσαν στις πλάτες τους αποσκευές άλλων αναρριχητών, συναντήσαμε μικρά χωριουδάκια όπου μπορούσες να ξαποστάσεις για ένα τσάι κι ένα ελαφρύ γεύμα, βουβάλια που βοσκούσαν και ντόπιους ορεσίβιους με ρυτιδιασμένα πρόσωπα. Το βλέμμα τους αντανακλούσε όλη τη σοφία του βουνού.
Αφού περάσαμε μια καλής κατασκευής μεταλλική αερογέφυρα, άρχισε η πιο δύσκολη ανάβαση, καθώς η κλίση του εδάφους ήταν πολύ μεγαλύτερη και τα σκαλοπάτια ασύμμετρα. Σταματήσαμε σε μια μικρή καλύβα για χυμό και ξεκούραση και μετά από δύο ώρες πρόβαλε μπροστά μας η πινακίδα του χωριού. Βρισκόμασταν στο Ulleri, σε υψόμετρο 2.050 μ., και τα πόδια μου ελαφρώς έτρεμαν.
Το δωμάτιο που βρήκαμε για διανυκτέρευση προσέφερε καταπληκτική θέα στις χιονισμένες κορφές και είχε ζεστό νερό αλλά όχι θέρμανση. Κατεβήκαμε στην μικρή αίθουσα φαγητού με την ξυλόσομπα και φάγαμε takhali (παραδοσιακό πιάτο του Νεπάλ με κύριο συστατικό τις φακές και το ρύζι). Συνοδεύσαμε το γεύμα μας με το τοπικό ποτό raksi (ο Ιάσoνας με τη νεπαλέζικη μπίρα Ghurka), έχοντας για παρέα δυο Γαλλίδες ινδικής και κινεζικής καταγωγής και τον οδηγό τους.
2η μέρα: Απαιτητικές συνθήκες
Η νύχτα στο δωμάτιο του ξενώνα ήταν ζόρικη. Παρά τα τρία στρώματα ρούχων, τον ισοθερμικό υπνόσακο, τις δυο κουβέρτες και το σκουφί για να μην κρυώνουν τα αυτιά μας, το ψύχος (0-7 βαθμούς Κελσίου) το νιώσαμε. Μας αντάμειψε όμως η σκορδόσκουπα για πρωινό, όπως και η θέα στην ταρατσούλα του ξενώνα.
Φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας —εγώ το μικρό και ο Ιάσονας το μεγάλο— και στις 9 το πρωί ξεκινήσαμε με κατεύθυνση το Ghorepani στα 2.870 μ. Αυτή η ανάβαση ήταν λιγότερο απότομη, αλλά είχε άλλα 3.000 πέτρινα σκαλοπάτια. Το τοπίο γύρω μας αλπικό, με λιγότερα δεντρα, κάποια χωριουδάκια και ντόπιους με τις παραδοσιακές τους στολές να ανεβοκατεβαίνουν σαν τα κατσίκια τα πέτρινα σκαλοπάτια, κουβαλώντας στις πλάτες τους καλάθια ή τα μωρά τους και πουλώντας μπανάνες ή καλαμπόκια. Οι πιο ηλικιωμένοι απολάμβαναν την τόσο περιορισμένη σε αυτά τα μερη θαλπωρή του ήλιου.
Με μικρά διαλείμματα για νερό και μπισκότο, σε περίπου 3 ώρες είχαμε ανεβεί στα 2.500 μέτρα. Φτάνοντας σε έναν μικρό καταρράκτη με βάθρα, ο Ιάσονας αποφάσισε να βουτήξει στα παγωμένα νερά παρά τις δικές μου ενστάσεις. Στο μεταξύ, είχα αρχίσει να νιώθω λιγάκι σαν να είχα πιει δυο σφηνάκια τσίπουρο, μια ευχάριστη χαλάρωση, αλλά συγχρόνως ένιωθα ότι δεν είχα απόλυτη συγκέντρωση. Έπρεπε να καταβάλω μεγαλύτερη προσπάθεια για να ελέγχω τα βήματα μου. Αργότερα και ο Ιάσονας παραδέχθηκε πως ένιωσε το ίδιο. Ευτυχώς άλλο σύμπτωμα δεν είχαμε —ζαλάδα, ίλιγγο, πονοκέφαλο ή δύσπνοια. Στον ξενώνα μάθαμε για μια μεσήλικη Γερμανίδα, που ανέβαινε μόνη της στην ίδια διαδρομή, ζαλίστηκε και έπεσε στον γκρεμό.
Κατά τις 4 το απόγευμα είχαμε φτάσει στο Ghorepani, στα 2.870 μ. για άλλη μια διανυκτέρευση στις ίδιες συνθήκες από πλευράς θέρμανσης. Αυτή τη φορά ήμουν κατάκοπη. Έφαγα, έκανα ένα ζεστό ντους και χώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα. Η επόμενη μέρα είχε πρωινό εγερτήριο στις 5 για να απολαύσουμε την ανατολή στην κορυφή Poon Hill στα 3.210 μ.
3η μέρα: Πήραμε την «ευλογία» του βουνού
Στις 5:15 το πρωί, μέσα στο σκοτάδι, φορώντας φακούς στο κεφάλι, ξεκινήσαμε σαν τα φαντάσματα να ανέβουμε τα τελευταία 1.000 σκαλοπάτια (350 μέτρα υψόμετρο επιπλέον). Κατά τόπους, σε κάποια από αυτά κρύβονταν κομμάτια πάγου, γεγονός που αύξανε τον συντελεστή δυσκολίας. Δεν θα σας κρύψω ότι ζορίστηκα —κάθε 60-70 σκαλιά ζητούσα από τον Ιάσονα ένα μικρό δίλεπτο διάλειμμα, καθώς ένιωθα ότι έκανα συνεχόμενα τεστ κοπώσεως. Στις 6:30 ήμασταν επιτέλους στην κορυφή Poon Hill, για να απολαύσουμε τις χιονισμένες κορφές της Annapurna με τον ήλιο να ανατέλλει. Εκεί, την ώρα που αγκάλιαζα τον γιο μου, μου βγήκε ένα βουβό κλάμα. Τα είχαμε καταφέρει. Πήραμε την «ευλογία» του βουνού, που στην παράδοση των Ινδουιστών κατοίκων του Νεπάλ συνδέεται με τη θεά που δίνει τροφή στους ανθρώπους και κατοικείται από πολλά πνεύματα. Είχε έρθει η ώρα για ζεστό τσάι.
Και τώρα θα σας εξομολογηθώ κάτι. Παρά τους φόβους μου —γιατί ορειβάτισσα δεν είμαι και κουβαλάω και κάποια χρονάκια στην πλάτη μου— ήταν έντονη η επιθυμία μου να ανέβω σ’αυτο το βουνό των θεών και των πνευμάτων και ήθελα να το κάνω παρέα με τον γιο μου, που η στήριξη και η ενθάρρυνσή του ήταν πολύτιμες για μένα. Αυτό που ζήσαμε δεν ξεχνιέται και δεν παραγράφεται. Ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία ζωής.