Είναι εκείνη η ώρα που αποκτά οντότητα μόνο το καλοκαίρι: όταν δύει ο ήλιος και η διεσταλμένη ημέρα ξεβάφει μέσα στη νύχτα. Στις Κυκλάδες έχουμε μια ειδική λέξη για τις επισκέψεις, τις συναντήσεις με φίλους και συγγενείς, τα γεύματα σε μπαλκόνια και ταράτσες. Βεγγερίζουμε (από το ιταλικό vegghera που σημαίνει ό,τι και το κρητικό ρήμα αποσπερίζω). Και αν στεναχωριέμαι που φεύγει το θέρος, είναι γιατί παίρνει μαζί του όλες αυτές τις ευχάριστες απογευματινές στιγμές.
Αυτές τις συνάξεις με την ψυχική πλησμονή που νιώθει κανείς μετά το κολύμπι, το μεσημεριανό φαγητό, το ντους να φύγει το αλάτι, τη σιέστα. Η βεγγέρα έχει κάτι που μοιράζεσαι: διηγήσεις, γέλια, εδέσματα, κρασιά.
Ταυτίζεται με τους ημιυπαίθριους χώρους που ανέφερε ο Αρης Κωνσταντινίδης, περιγράφοντας τη ζωή στην Ελλάδα και την τοπική αρχιτεκτονική. Είναι η πρώτη ώρα που αρχίζει η βραδινή δροσιά, η απόγειος αύρα, που ευφραίνει, που καταπραΰνει και που μαλακώνει τα πάντα.
Προχθές σε ένα σουλάτσο στη Χώρα της Ανδρου, κατά το σούρουπο, σταμάτησα μπροστά από ένα νεοκλασικό κοντά στη θάλασσα. Οι ένοικοι κάθονταν στο μπαλκόνι, το αεράκι σήκωνε λίγο το τραπεζομάντιλο, τα πιάτα με τους μεζέδες κατέφταναν από την κουζίνα. Από το βάθος ακουγόταν μουσική, ο ήχος μεγεθυνόταν στα ψηλοτάβανα δωμάτια και πλημμύριζε τον χώρο.
Κουβέντες και γέλια, ήχος από μαχαιροπίρουνα και τσουγκρίσματα, αγαλλίαση που φτάνει και σε αυτούς που δεν είναι στο τραπέζι, όπως εγώ που πέρναγα απέξω.
Η βεγγέρα είναι μια ανοιχτή πρόσκληση. Και μπορεί σήμερα να μην το κάνουμε συχνά, αλλά παλαιότερα η παρέα μεγάλωνε ανάλογα με το ποιος γνωστός ή γείτονας σταματούσε για φίλεμα, για μεζέ και κουβέντα.
Είναι η κλασική ελληνική ζεστασιά της συνύπαρξης που παίρνει κάτι από τη λάμψη του καλοκαιριού. Και από τα πρώτα πράγματα που μας λείπουν τον χειμώνα…