Ζώντας για πέντε χρόνια στο Τσέλσι του Λονδίνου, η Χριστιάννα Οικονόμου συνήθιζε να ξεκινάει τη μέρα της με γιόγκα, να επισκέπτεται μουσεία και γκαλερί, και τα απογεύματα να παρακολουθεί μαθήματα στο κολέγιο Central Saint Martins, όπου σπούδαζε γλυπτική. Η χρονιά μετά την αποφοίτησή της τη βρήκε στη Σχοινούσα, όπου πέρασε τον χειμώνα αναπαλαιώνοντας ένα παλιό ξύλινο καΐκι στο λιμάνι.
Από το 2016, οπότε και εγκαινιάστηκε το πρόγραμμα «Καράβια που δεν φοβήθηκαν», σε συνεργασία με την οργάνωση Άγονη Γραμμή Γόνιμη, η εικαστικός ζει στις Μικρές Κυκλάδες και αναλαμβάνει την αποκατάσταση εγκαταλελειμμένων σκαριών. Μετά τη βασική συντήρηση, τα ζωγραφίζει με έντονα χρώματα, σύμβολα και ναυτικά ρητά. Δεν πρόκειται να επιστρέψουν στη θάλασσα. Είναι πλέον έργα τέχνης που στέκουν στο λιμάνι κάθε νησιού, αποτίνοντας φόρο τιμής σε όλα τα παραδοσιακά καΐκια που έχουν καταστραφεί τα τελευταία χρόνια, έναντι παχυλών αποζημιώσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να περιοριστεί η υπεραλιεία.
Μετά τη Σχοινούσα και τον «Μικρό Ηλία», δεύτερος σταθμός ήταν η Ηρακλειά, με τον «Καπετάν Γιάννη», και πιο πρόσφατος το Κουφονήσι, με την «Κυρά Σοφία». Παράλληλα, η Χριστιάννα Οικονόμου οργανώνει εικαστικά εργαστήρια για παιδιά: τα Χριστούγεννα στην Ηρακλειά στόλισαν την πλατεία με ένα δέντρο από θαλασσόξυλα, ενώ στη Σχοινούσα διοργανώθηκε έκθεση φωτογραφίας στο καφενείο, όπου τα παιδιά μεταμόρφωσαν τους ντόπιους… σε καλικάντζαρους.
Πώς μεγαλώσατε; Τι πιστεύετε ότι σας έχει «δέσει» με τη θάλασσα και τα καΐκια;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, αλλά κάθε καλοκαίρι από μωρό πήγαινα στις Σπέτσες. Η αγαπημένη μου βόλτα ήταν στα καρνάγια, να παρατηρώ τους καραβομαραγκούς. Υπήρχε και ένα έθιμο, παραμονή του πανηγυριού του Αγίου Μάμα, τον Σεπτέμβρη: όλα τα παιδιά μαζευόμασταν και φτιάχναμε από ένα μικρό καραβάκι. Στον εσπερινό τα ρίχναμε στη θάλασσα, βάζοντας πάνω τους φαναράκια. Αυτό ήταν το γεγονός που περιμέναμε όλο το καλοκαίρι με τον μπαμπά μου και τον αδερφό μου. Δεν ξέρω αν είναι λόγω των Σπετσών ή που κάθε Παρασκευή ερχόταν ο μπαμπάς μου και κάθε Κυριακή έφευγε, πάντως τα λιμάνια με φορτίζουν συναισθηματικά. Ακόμα και τώρα, όποτε χρειαστεί να φύγω, έστω για μία μέρα, αισθάνομαι περίεργα. Ίσως γι’ αυτό μου αρέσει να αφήνω στο λιμάνι κάτι δικό μου, γιατί έτσι νιώθω ότι θα ξαναγυρίσω.
Πείτε μας μερικά ενδιαφέροντα πράγματα που ανακαλύψατε μέσα από την έρευνα και τη δουλειά σας.
Έχω μάθει πολλά. Για τους Καλύμνιους είναι γούρι να τους γράφει ένας συγκεκριμένος άνθρωπος το όνομα του καϊκιού πριν το ρίξουν στη θάλασσα. Επίσης, υπάρχουν μικρά σύμβολα που δηλώνουν το καρνάγιο στο οποίο έχει χτιστεί το κάθε σκαρί. Το ψαράκι, για παράδειγμα, το έχουν όλα τα σκαριά της Κοιλάδας (σ.σ. στον νομό Αργολίδας) και το αστέρι τα συριανά. Το μαύρο τιμόνι, πάλι, έχει να κάνει με το πένθος.
Ποια είναι τα βήματα για την αναπαλαίωση ενός σκαριού; Από ποιο στάδιο το αναλαμβάνετε;
Κάθε καΐκι που βρίσκω είναι συνήθως σε πολύ άσχημη κατάσταση και τις περισσότερες φορές έχει μείνει χρόνια έξω από το νερό. Το τρίβω, το καρφώνω, το στοκάρω, αλλάζω τα ξύλα όπου χρειάζεται, το μινιάρω, το ασταρώνω και στο τέλος το ζωγραφίζω. Κάθε στάδιο έχει τη γλύκα του και φυσικά τις δυσκολίες του, αλλά, όταν το βλέπω έτοιμο στο λιμάνι να «λάμπει», το συναίσθημα που με πλημμυρίζει δεν περιγράφεται με λέξεις. Ύστερα, μου λείπει για ένα διάστημα και πηγαίνω στο λιμάνι και το χαζεύω. Δένομαι με το καθένα από αυτά και το συνδυάζω με μια προσωπική ιστορία. Φυσικά, δεν θα τα είχα καταφέρει χωρίς τη βοήθεια των Αρακλειανών συνεργατών μου, Γιάννη Γαβαλά και Μήτσου Βλαβιανού.
Καταρρίψτε μας μερικούς μύθους για τη ζωή στην άγονη γραμμή…
Ακούγονται πολλές υπερβολές. Ότι δεν έχεις μέρη να βγεις, ότι είσαι αποκλεισμένος, ότι «σε έχει ξεχάσει ο Θεός» και άλλα παρόμοια. Δεν λέω ότι δεν υπάρχουν δυσκολίες, αλλά, αν είσαι άνθρωπος που ενδιαφέρεται να εμπλακεί με τη ζωή κάθε τόπου, αποκτάς νέες ασχολίες και γεμίζεις υπέροχα τη μέρα σου. Δεν νιώθω ότι υπάρχει τόση «ησυχία».
Το πρωί πηγαίνω για χόρτα, το μεσημέρι για καλαμάρια και το βράδυ μαζευόμαστε σε σπίτια ή μπορεί να πάμε για παραδοσιακούς χορούς. Η πιο αγαπημένη μου συνήθεια είναι να ξυπνάω πολύ νωρίς για να ακούσω τους άνδρες στο καφενείο να λένε ιστορίες για τα ψαρέματα, τα ζώα και τον καιρό.
Φυσικά, αφιερώνω αρκετές ώρες προσωπικής δουλειάς στο καΐκι και στα εικαστικά εργαστήρια που κάνουμε με τα παιδιά των νησιών. Ασχολούμαι με ό,τι χωράει κάτω από την ομπρέλα «πολιτιστικές εκδηλώσεις» και «σύλλογοι νέων». Θα εμπλακώ στη γιορτή ενός αγίου, στην προετοιμασία των ξεροτήγανων, θα ασπρίσουμε το χωριό για μια γιορτή και θα πάμε για κυνήγι και για ψάρεμα.
Μέρη σαν αυτά δεν βγάζουν το καλοκαίρι τον πραγματικό τους εαυτό, αλλά τον χειμώνα. Τότε γίνονται τα πιο αυθεντικά γλέντια. Οι άνθρωποι είναι πιο χαλαροί και ευχαριστιέσαι το νησί και τη φύση. Η μπονάτσα του Νοέμβρη και του Δεκέμβρη έχει άλλη γλύκα. Είναι απίστευτο να περπατάς, για παράδειγμα, στο άδειο από κόσμο Πορί του Κουφονησίου.
Ψυχολογικά πώς νιώσατε να μετατοπίζεστε;
Χρειάστηκε να επαναπροσδιοριστώ πολλές φορές. Έμαθα πτυχές του εαυτού μου που δεν τις γνώριζα. Το να ζεις με ανθρώπους με διαφορετική νοοτροπία από εσένα είναι μεγάλη πρόκληση. Φέτος τον χειμώνα με κορόιδευαν, επειδή έκανα το εικαστικό εργαστήρι στην Ηρακλειά και στη Σχοινούσα και παράλληλα έφτιαχνα και το καΐκι του Κουφονησίου, οπότε ανά εβδομάδα έπαιρνα τον «Σκοπελίτη» και πήγαινα από νησί σε νησί. Μου έλεγαν στη Σχοινούσα «έγινες Αρακλειανή» και στην Ηρακλειά «έγινες Σχοινουσώτισσα». Εν τω μεταξύ, κρατούσα πάντα ένα καλάθι και με ρωτούσαν: «Τι έχει μέσα το καλάθι; Αυγά; Σύκα;». Απλώς ήταν η τσάντα μου. Είμαι κι εγώ μια γραφική φιγούρα με ένα καλάθι που πηγαινοέρχομαι με το πλοίο. Έχω και ένα μικρό κόκκινο μηχανάκι, βάζω πάνω το καλάθι και πάω. Παράλληλα μ’ εμένα, κι εκείνοι αγκάλιασαν τη δική μου διαφορετικότητα.
Έχει κοινωνικό ρόλο το καράβι στην άγονη γραμμή;
Η άφιξη του «Σκοπελίτη», που συνδέει τις Μικρές Κυκλάδες με τη Νάξο, είναι το κοινωνικό γεγονός της ημέρας. Θα κατέβεις στο λιμάνι αν έχεις να παραλάβεις ένα δέμα ή να δώσεις – γιατί μπορείς να πάρεις τηλέφωνο το πρωί σε ένα μαγαζί στη Νάξο και να πεις «βάλε μου στον “Σκοπελίτη” δυο κουτιά μαρκαδόρους». Είναι ρομαντικό. Ακόμα κι αν δεν έχεις τίποτα να πάρεις ή να δώσεις, όταν έρχεται ο «Σκοπελίτης», συνήθως είσαι εκεί, παρών σε ένα άτυπο ραντεβού, για να δεις γνωστούς και να καλαμπουρίσεις. Τον Μάρτη που αποσύρεται για έναν μήνα, για την ετήσια συντήρησή του, είναι μεγάλο πλήγμα για μας. Λείπει. Θυμάμαι φέτος, όταν βγήκε ξανά στη θάλασσα για το πρώτο του δρομολόγιο, είχαμε κατέβει όλοι στο λιμάνι και τον περιμέναμε. Μόλις φάνηκε, αρχίσαμε να κορνάρουμε.