Πολλά προάστια έχουν προσπαθήσει να αποκτήσουν αστική χάρη, λίγα το έχουν καταφέρει με τον οργανικό τρόπο που το έχει κάνει η Κηφισιά. Η περιοχή έχει μια ευγένεια που φαίνεται στις μικρές ή μεγάλες λεπτομέρειες: τα καλοφτιαγμένα πεζοδρόμια, ο περίπατος της Στροφυλίου, τα εμβληματικά κτίρια που αποτελούν μια ιστορία από μόνα τους, το πράσινο της ανθοκομικής της έκθεσης, το εμπορικό κέντρο και η ζωή έξω που είναι ζωηρή χωρίς να κραυγάζει τις αρετές της.
Ακόμα και ο πλούτος που υπάρχει και δεν κρύβεται, είναι εναρμονισμένος στο περιβάλλον του, ενώ λίγες είναι οι «νεόπλουτες» εξάρσεις που διακρίνει κανείς στην αρχιτεκτονική ή στην ανθρωπογεωγραφία.
Η Κηφισιά μετρά αιώνες ιστορίας, καθώς ήταν μια από τις Δώδεκα Πόλεις της Αρχαίας Αθήνας. Πάντως μέχρι τον 19ο αιώνα ήταν μια περιοχή αραιοκατοικημένη που έλκυε μεν επιφανείς και ευκατάστατους μα και φθηνά εργατικά χέρια που χρειάζονταν. Τα διάφορα κύματα που τόνωσαν την Κηφισιά, από τους Αιγυπτιώτες που άρχισαν να φθάνουν στην περιοχή το 1870, μέχρι τις νεότερες γενιές κατοίκων από τη δεκαετία του ’70 και έπειτα, έκαναν την Κηφισιά αυτό που είναι, χωρίς ποτέ αυτή να λοξοδρομήσει ιδιαίτερα και να χάσει τον χαρακτήρα της.
Σήμερα τι απομένει από την παλιά Κηφισιά; Τρεις παλιοί της κάτοικοι είναι οι κατάλληλοι για να μας πουν.
Η Ουρανία Παρδάλη-Νομικού είναι η ζωντανή ιστορία της Κηφισιάς
Μία από τις πρώτες αναμνήσεις της Ουρανίας Παρδάλη-Νομικού ήταν η στριφογυριστή σκάλα στο καφενείο του παππού της, που πάντα της έκανε εντύπωση. Ο Βασίλης Παρδάλης, όπως λεγόταν ο παππούς της, άνοιξε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα το καφενείο Πλάτανος, στην πλατεία της Κηφισιάς, ή πλατεία του «τροχονόμου» όπως πολλοί την ξέρουν. Ηταν το βενιζελικό καφενείο της εποχής, απέναντι από το βασιλικό.
Η μικρή Ουρανία Παρδάλη θυμάται τις εποχές που έπαιζε με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς αυτοσχέδια παιχνίδια στην πλατεία και το καφενείο λειτουργούσε ως στάση για νερό ή τουαλέτα. Μα και τη γιορτή της Παναγίας της Χελιδονούς, που κάθε 23η Αυγούστου αντέστρεφε τους όρους για την οικογένεια του καφενείου. Ενα τραπέζι έβγαινε έξω από το μαγαζί και τα γκαρσόνια «περιποιόντουσαν την κυρά», όπως λέει σήμερα η κάτοικος, φροντίζοντας να απολαύσει η οικογένεια το φαγητό της έξω από το καφενείο.
H οικογένεια Παρδάλη, με καταγωγή από τη Σμύρνη, εγκαταστάθηκε στην Κηφισιά το 1840 και έκτοτε έχει αδιάκοπη παρουσία στην περιοχή.
Η Ουρανία Παρδάλη-Νομικού έχει το απόλυτο δικαίωμα να αποκαλείται παλιά Κηφισιώτισσα: η οικογένειά της ήρθε από τη Σμύρνη στην Αθήνα την περίοδο της πολιορκίας της Ακρόπολης και το 1840 εγκαταστάθηκε πλέον στην Κηφισιά. Γεννημένη το 1933, είναι η τρίτη γενιά Παρδάλη στην Κηφισιά. Η περιοχή, που τότε θύμιζε εξοχή με καλλιέργειες πατάτας και φράουλας, κατοικήθηκε αρχικά από Σμυρνιούς και νησιώτες, οι οποίοι δούλευαν κυρίως στα μάρμαρα της Πεντέλης. Η οικογένεια Παρδάλη είχε ένα γερό κομπόδεμα ώστε να μπορέσει να αγοράσει μεγάλες εκτάσεις στην περιοχή. Μέρος αυτών αργότερα απαλλοτριώθηκαν για να χτιστεί ο ιερός ναός της Αγίας Αννας.
Οταν πλέον η 91χρονη σήμερα Ουρανία Παρδάλη-Νομικού γνώρισε την Κηφισιά, η περιοχή είχε ήδη αρχίσει να ανεβαίνει σε ένα βαθμό, χάρη στους Αιγυπτιώτες βαμβακέμπορους που άρχισαν να έρχονται το 1870. Ανάμεσα σε αυτούς ο Νίκος Καζούλης, που έχτισε τη γνωστή Βίλα Καζούλη που βρίσκεται μέχρι και σήμερα στη νότια είσοδο της Κηφισιάς αλλά και ο Εμμανουήλ Μπενάκης που εγκαταστάθηκε στην περιοχή στις αρχές του 20ού αιώνα.
Κάθε σπιτικό στην Κηφισιά είχε τον κηπουρό του, για τον οποίο υπήρχε και αρχιτεκτονική πρόληψη: είχε το δικό του σπιτάκι με ένα δωμάτιο, κουζίνα και τουαλέτα. Αυτό ήταν ένα σημείο-κλειδί για τον τρόπο που αναπτύχθηκε η Κηφισιά, αφού «άρχισαν να παίρνουν συνήθειες από τα σπίτια που δούλευαν. Μάθαιναν γαλλικά τα παιδιά της οικογένειας; Και οι κηπουροί θα έβαζαν τα παιδιά τους να μάθουν», εξηγεί η παλιά κάτοικος για τον μιμητικό τρόπο που άρχισε να παίρνει μορφή μία από τις περιοχές που γέννησε την αστική τάξη της Αθήνας.
Η ίδια η Ουρανία Παρδάλη-Νομικού έχει μελετήσει πολύ τον τόπο της. Εγραφε άλλωστε για χρόνια στην εφημερίδα Κηφισιά άρθρα που ξεκινούσαν από την προσωπική της ιστορία για να φτάσουν να πουν μαζί την ιστορία μιας Κηφισιάς που πλέον βρίσκεται στα κιτάπια της ιστορίας. Μεγάλωσε στο οικογενειακό σπίτι, κοντά στο Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο, και στο «μοντάζ» των αναμνήσεων που ξεδιπλώνει σήμερα ακόμα με διαύγεια και ενθουσιασμό χωρούν και τα καλά και τα κακά.
Είχε την τύχη να πάει σχολείο στο πρώτο μεικτό γυμνάσιο της Ελλάδας, που όπως θυμάται στεγαζόταν στο σπίτι της επιφανούς οικογένειας Μελά. Η τάξη της είχε 85 παιδιά. Η ίδια δεν καθόταν σε ησυχία: μπήκε στη ΧΕΝ ως έφηβη, συμμετείχε σε γυμναστικές επιδείξεις και από παιδί διάβαζε. «Μόλις πήγα σχολείο ο πατέρας μου μου έδωσε μια εφημερίδα και μου είπε: “Κάθε μέρα θα διαβάζεις τη δεύτερη σελίδα. Και στην επόμενη τάξη, θα αρχίσεις να διαβάζεις και την τρίτη και μετά την τέταρτη”. Από τότε δεν έχω αφήσει ποτέ την εφημερίδα», παραδέχεται. Οταν έφτασε 22 έγινε το μόλις δεύτερο κορίτσι που δούλευε στην πλατεία της Κηφισιάς, ως υπάλληλος στο καφεκοπτείο που είχε ανοίξει ο πατέρας της επί της Κασσαβέτη.
Στο κίνημα του Κεφαλαρίου, στα Δεκεμβριανά, μια οβίδα έσκασε στο παράθυρο του δωματίου της Ουρανίας Παρδάλη-Νομικού και έριξε όλο το τζάμι πάνω της. Η μητέρα της την πήρε εκείνη τη στιγμή και έτρεξαν όπως όπως να φύγουν μέσα από το ρέμα.
Πριν από αυτό, υπήρχε η δύσκολη περίοδος της Κατοχής, που κάνει το πρόσωπό της Κηφισιώτισσας να συννεφιάζει μέχρι και σήμερα. Ανακαλεί τις εποχές που η γνωστή μέχρι σήμερα ταβέρνα Κατσαρίνα ήταν το στέκι της αντιστασιακής οργάνωσης Μίδας 614, της οποίας μέλος υπήρξε και ο πατέρας της. Η μητέρα της έτρεμε κάθε φορά που άκουγε τους Γερμανούς στη γειτονιά, μην και πιάσουν τον πατέρα της. Εκείνος όμως ήξερε και κρυβόταν μέχρι και σε βουνά από κουκιά στις αυλές για να μην τον βρουν. Στο κίνημα του Κεφαλαρίου, στα Δεκεμβριανά, μια οβίδα έσκασε στο παράθυρο του δωματίου της Ουρανίας Παρδάλη-Νομικού και έριξε όλο το τζάμι πάνω της. Η μητέρα της την πήρε εκείνη τη στιγμή και έτρεξαν όπως όπως να φύγουν μέσα από το ρέμα.
Η δε γιαγιά της είχε το δικό της σύστημα: «Μας έλεγε πάντα πως οι Γερμανοί στην Κηφισιά ξέρουν ελληνικά. “Μη βρίσετε ποτέ Γερμανό, πάντα να τους καλωσορίζετε ελληνικά”, έλεγε. Είχε ένα μεγάλο πεύκο και χωνόμασταν κάτω από το δέντρο και τραγουδούσαμε. Το άκουσαν μια φορά οι Γερμανοί και ήρθαν. “Βρε καλώς τα τα παιδιά, φέρε καρέκλες και ποτό” είπε στη μικρή μου θεία. Τους ευχόταν να πάνε γρήγορα στην οικογένειά τους. Το μόνο σπίτι που δεν επέταξαν ήταν το δικό μας. Στο τέλος οι Γερμανοί άνοιξαν τα πορτοφόλια τους και της έδειξαν φωτογραφίες από τις οικογένειές τους. Χτύπησαν την μπότα, χαιρέτησαν και έφυγαν», αφηγείται η κάτοικος, δικαιώνοντας τη θεωρία της γιαγιάς της.
Ο δεύτερος τόπος που σημάδεψε την Ουρανία Παρδάλη-Νομικού μετά την Κηφισιά ήταν η Αμοργός. Από εκεί καταγόταν η άλλη της γιαγιά, που μάλιστα είχε δουλέψει ως υπηρέτρια στην αυλή της πριγκίπισσας Αλίκης (μητέρας του Φιλίππου). Οταν πεθύμησε τον τόπο της, πήγε με τη μικρή Ουρανία με το καΐκι στο νησί. Εκεί ήταν και ένας νεαρός, μαθητής ακόμη, που ήθελε να έρθει στην Αθήνα να σπουδάσει μηχανικός. Ηρθε και η γιαγιά τον πήρε ως κηπουρό. Λίγα χρόνια μετά, ο Νικήτας Νομικός, όπως λεγόταν, παντρεύτηκε με την Ουρανία Παρδάλη, σε έναν γάμο που κράτησε μέχρι και το τέλος της ζωής του.
Ο Νίκος Νομικός θεωρεί πως το κύμα κατοίκων που εγκαταστάθηκε στην Κηφισιά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 κατάφερε να ενσωματωθεί και να αγαπήσει πραγματικά τον τόπο, σε αντίθεση με αυτούς που έχουν επιλέξει την Κηφισιά την τελευταία δεκαετία.
Το ζευγάρι έφυγε για κάποια χρόνια, λόγω της δουλειάς του κ. Νομικού. Πέρασαν λίγο καιρό στην Πτολεμαΐδα και αρκετά χρόνια στη Λάρισα. Οταν πλέον επέστρεψαν, το 1985, η γέννημα-θρέμμα Κηφισιώτισσα είδε τη γειτονιά της κάπως αλλιώς. «Ηρθε κόσμος για να λέει ότι μένει στα βόρεια προάστια. Εμείς ποτέ δεν είπαμε ότι αγαπούμε τα βόρεια προάστια, εμείς λέμε ότι αγαπούμε την πόλη μας» σχολιάζει.
Ο γιος της, Νίκος Νομικός, που όλη αυτή την ώρα μας κάνει παρέα στην κουβέντα, ως νεότερη γενιά, το βλέπει διαφορετικά. Θεωρεί πως το κύμα κατοίκων που εγκαταστάθηκε στην Κηφισιά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 κατάφερε να ενσωματωθεί και να αγαπήσει πραγματικά τον τόπο, σε αντίθεση με αυτούς που έχουν επιλέξει την Κηφισιά την τελευταία δεκαετία. «Δεν μπορείς να κάνεις κιόλας μια πόλη μουσείο» λέει. «Το συνολικό αποτέλεσμα δεν είναι ιδιαίτερα αρνητικό, υπάρχει στην πόλη κοινωνική συνοχή».
Επειδή η ιστορία κάνει κύκλους, χρόνια ύστερα από τότε που μπαινόβγαινε στο καφενείο του παππού της, η Ουρανία Παρδάλη-Νομικού βρήκε τη στριφογυριστή του πόρτα στο Μέτσοβο, στο μουσείο Αβέρωφ. Ρωτώντας, έμαθε πως είναι από το σπίτι της Πεπίτας Κολοκοτρώνη. «Και έμαθα τότε τελικά ότι εκεί στεγαζόταν το καφενείο του παππού μου», μας λέει και μας χαιρετά, από την κεφαλή της μικρής σκάλας του σπιτιού της.
Ο Γιώργος Βάρσος είναι η τρίτη γενιά του πιο ιστορικού ζαχαροπλαστείου της Αθήνας
«Γεια σου καπετάνιε», λένε οι αειθαλείς θαμώνες που κάθονται στα τραπεζάκια του Βάρσου στον Κωνσταντίνο Βάρσο, που αποτελεί μαζί με τον ξάδερφό του Αντώνη την αισίως τέταρτη γενιά του ιστορικού ζαχαροπλαστείου. Από τον Βάρσο όλοι κάποια στιγμή έχουν περάσει. Είναι το «νέο αίμα» ενός μαγαζιού με ιστορία 132 χρόνων που επιμένει «όπως παλιά». Διακριτικές οι νέες πινελιές εδώ και εκεί, όπως στις κούπες και τα παγούρια στα ράφια με το brand του μαγαζιού.
Ο παππούς Βάρσος πήγε στην Κηφισιά το 1922 «για να είναι κοντά στην πρώτη ύλη» και αμέσως έγινε γνωστός στους Κηφισιώτες.
Στο τιμόνι του καταστήματος-τοπόσημου της Κηφισιάς, βρίσκεται ακόμη ο πατέρας του, Γιώργος Βάρσος, που έχει αναμνήσεις από την εποχή που το μαγαζί ήταν στο ακριβώς δίπλα κατάστημα από το σημερινό και είχε «4-5 τραπέζια όλα κι όλα». Η ιστορία του Βάρσου, όμως, ξεκινά ακόμα πιο πίσω, από το κέντρο της Αθήνας, εκεί που στη συμβολή των οδών Σανταρόζα & Πανεπιστημίου ο παππούς του Γιώργου Βάρσου πουλούσε γιαούρτια, ρυζόγαλα και κρέμες. Καταγόταν από την Ορεινή Παρνασσίδα, τόπος κτηνοτροφικός, οπότε έφερε στην πρωτεύουσα αυτό που ήξερε.
Το 1922 ο παππούς Βάρσος πήγε στην Κηφισιά «για να είναι κοντά στην πρώτη ύλη. Ηταν μια σπουδαία κίνηση, γιατί το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων ήταν πολύ υψηλό. Ηδη από τη δεκαετία του 1920 έγινε γνωστός στους Κηφισιώτες και τα προϊόντα ήταν επώνυμα» λέει σήμερα ο Γιώργος Βάρσος.
Το ζαχαροπλαστείο που σου σπάει τη μύτη με τη μυρωδιά του τσουρεκιού (είναι σταθερά το best seller τους) και τόσων άλλων εδεσμάτων, έχει επιβιώσει και προσαρμοστεί στις αλλαγές των καιρών. Την περίοδο της Κατοχής, ο Βάρσος μοίραζε γάλα. «Οι άλλοι συνάδελφοι έβαζαν νερό μέσα και το νοθεύανε. Ο πατέρας μου με τον παππού μου δεν διανοήθηκαν ποτέ να κάνουν κάτι τέτοιο. Εφτιαχναν και γιαούρτια. Οποιος έφερνε το πήλινο, την επόμενη μέρα το έπαιρνε με γιαούρτι», αφηγείται.
Μετά την απελευθέρωση, ο πατέρας του Γιώργου Βάρσου ταξίδεψε στην Ολλανδία και πήρε αγελάδες Χολστάιν. «Ενα ολόκληρο τρένο. Τις πέρασε στη Μασσαλία και από εκεί τις φόρτωσε σε πλοίο και ήρθαν στον Πειραιά. Το βουστάσιο ήταν στην κάτω πλευρά της Εκάλης και ήταν μια κίνηση ματ, αφού το γάλα αυτών των αγελάδων είναι παχύ και γαλακτοφόρο» όπως εξηγεί ο Γιώργος Βάρσος.
Στο μεταξύ, τις δεκαετίες πλέον του ’50 και του ’60 «μπήκε το νερό στο αυλάκι», όπως λέει ο σημερινός ιδιοκτήτης και ο Βάρσος επεκτάθηκε και σε άλλα γλυκά, όπως τα σαβαγιάρ, τις μαρέγκες, τα μπριός, πολλά από τα οποία κιόλας δεν ήταν ακόμη γνωστά στην Ελλάδα και δεν είχαν άμεση ανταπόκριση. Οι πρώτοι ζαχαροπλάστες του μαγαζιού προέρχονταν από την Αλεξάνδρεια και τη Ρουμανία, που είχαν παράδοση στη ζαχαροπλαστική.
Ο «γέρος της Δημοκρατίας» Γεώργιος Παπανδρέου έτρωγε πάντα την αγαπημένη του σεράνο, ενώ ο εγγονός του, Γιώργος Α. Παπανδρέου, προτιμά τα γιαούρτια.
Οταν άρχισε να διαδίδεται και σε άλλες περιοχές της Αθήνας, ο Βάρσος, σε μια πρώιμη μορφή delivery, άρχισε να μοιράζει τα προϊόντα του με αυτοκίνητο σε άλλες γειτονιές και σε όσους δεν μπορούσαν να έρθουν στην Κηφισιά. Πάντως από τα τραπέζια του έχουν περάσει πάρα πολλοί. Από σταρ σαν την Αλίκη Βουγιουκλάκη μέχρι νεότερους ηθοποιούς που, όπως λέει ο Γ. Βάρσος γελώντας, «εγώ δεν τους ξέρω αλλά μου τους λέει η ταμίας». Αλλά και τα ανάκτορα εφοδιάζονταν από εδώ, όπως και πολλοί πολιτικοί, όπως ο «γέρος της Δημοκρατίας» Γεώργιος Παπανδρέου, που έτρωγε πάντα την αγαπημένη του σεράνο, αλλά και ο εγγονός του, Γιώργος Α. Παπανδρέου, που προτιμά τα γιαούρτια.
Ο Γιώργος Βάρσος βρίσκεται εδώ και τέσσερις δεκαετίες στο τιμόνι της οικογενειακής επιχείρησης. Χαίρεται να βλέπει τον Βάρσο να γίνεται τόπος συνάντησης, όπου οι περισσότεροι πελάτες είναι καθημερινοί. Πίνουν εδώ τον καφέ τους και φεύγοντας, παίρνουν γλυκά για το σπίτι. Η μεγαλύτερη ικανοποίηση για τον ίδιο είναι όταν φτιάχνει την καθημερινή κατάσταση παραγωγής και στο τέλος της ημέρας βλέπει πως οι ποσότητες που έχουν μείνει είναι μηδαμινές ή ελάχιστες. Σχεδόν όλα έχουν μοσχοπουληθεί.
Αλλά του αρέσει να πιάνει και κουβέντα με τους πελάτες του, όπως έκανε πριν από τη συζήτησή μας σε ένα τραπέζι παλαιών θαμώνων που ανέλυε ένα βιβλίο που μόλις διάβασε.
Οσο για την επόμενη γενιά της επιχείρησης, δεν τη φοβάται, γιατί όπως λέει, είναι πιο απαιτητική.
Η Μαρί-Λουίζ Νικολαΐδου έζησε μια ζωή στην Κηφισιά «σκηνοθετημένη» από τον Νίκο Νικολαΐδη
Οταν η Μαρί-Λουίζ Νικολαΐδου ήταν μικρή, κάθε καλοκαίρι η οικογένειά της έφευγε από το κέντρο της Αθήνας όπου έμεναν για να παραθερίσουν στην Κηφισιά, όπως πολλοί συνήθιζαν πριν από μερικές δεκαετίες. Η περιοχή είχε παράδοση στα μεγάλα ξενοδοχεία σαν το Σέσιλ, του Απέργη, το Πεντελικό, του Δημητρακόπουλου, το Σεμίραμις. Από αυτά, όμως, κάποια σήμερα έχουν αλλάξει χρήση και άλλα όνομα.
Στο Εντελβάις, δημοφιλές καφέ της εποχής εκεί που σήμερα είναι το ξενοδοχείο Θεοξενία στο Κεφαλάρι, θα γινόταν το 1966 η κομβικότερη συνάντηση της ζωής της. Εκεί, όταν τελείωσε το σχολείο και ούσα ήδη μόνιμη κάτοικος της Κηφισιάς από τα 15 της, θα γνώριζε τον σκηνοθέτη Νίκο Νικολαΐδη που επίσης συνήθιζε να παραθερίζει με τον πατέρα του τα καλοκαίρια στην Κηφισιά.
Οι δύο θα γίνονταν αρχικά φίλοι. «Του έφερνα φίλες μου και δεν σταμάταγε να τις φλερτάρει!», θυμάται σήμερα η Μαρί-Λουίζ Νικολαΐδου. Στα 60s που όπως λέει «δεν ήταν τόσο άγρια, υπήρχε αθωότητα, φιλία, εμπιστοσύνη και πολλή γλύκα». Ακουγαν μαζί μουσική, εκείνος της έδινε να διαβάσει αυτά που έγραφε, όπως την πρώτη του νουβέλα «Ο Συμεών στον Αδη». Πήγαιναν ακόμα μαζί να δουν ταινίες στα γύρω σινεμά: στον θερινό Ιάσονα που έχει κλείσει, στη Χλόη και την Μπομπονιέρα που ακόμη επιβιώνουν.
Στα παιδιά της και τα εγγόνια της είδε τα στέκια να αλλάζουν: «Ο γιος μου που τώρα πλησιάζει τα 50 σαν έφηβος με τους φίλους του, είχαν για στέκι τους μια “Εβγα” στην πλατεία Κεφαλαρίου. Η εγγονή μου σήμερα που είναι 16 ετών έχει στέκι με την παρέα της το Κέντρο της Κηφισιάς και πάνε συχνά σε καφέ όπου όλοι μαζί μελετάνε ή κάνουν τις εργασίες τους για το σχολείο», παρατηρεί.
Ο Νικολαΐδης δεν ήταν ο πρώτος που είδε με κινηματογραφικό μάτι την Κηφισιά. Σημεία της έχουν προβληθεί σε πολυάριθμες ελληνικές ταινίες των δεκαετιών του ’60 και του ’70.
Ως που η ζωή τους και το σινεμά έγιναν ένα. Το ζεύγος Νικολαΐδη εγκαταστάθηκε το 1979 πλέον στο πατρικό σπίτι της Μαρί-Λουίζ στη Δηλιγιάννη στο Κεφαλάρι. «Και τότε ο Νίκος οραματίστηκε τα “Κουρέλια”» λέει η σύζυγός του, αναφερόμενη στην ταινία «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα» (1979), που γυρίστηκαν στο σπίτι τους. Οι περισσότεροι γνωρίζουν αυτό το σπίτι και από το «Singapore Sling» (1990) και ένα μέρος της «Πρωινής Περίπολου» (1987), ενώ ο «Χαμένος Τα Παίρνει Ολα» (2001), το «The Zero Years» (2006) και η «Γλυκιά Συμμορία» (1983) γυρίστηκαν σε άλλα σπίτια στην Κηφισιά.
Μάλιστα, η Μαρί-Λουίζ Νικολαΐδου θυμάται χαρακτηριστικά για την περίπτωση της «Γλυκιάς Συμμορίας»: «Το γυρίσαμε σε μια παλιά μονοκατοικία με κήπο που μας βρήκε μια φίλη. Εμεναν κάποιοι ξένοι, μάλλον μετανάστες. Ζήτησαν να διαβάσουν το σενάριο πριν δώσουν την άδεια να μπούμε να γυρίσουμε και όταν τελικά το διάβασαν συμφώνησαν και μας αφήσαν. Μάλιστα, όταν έφυγαν και άδειασαν το σπίτι, βρήκαμε και ένα όπλο μέσα σε μια ξύλινη κατασκευή», αφηγείται και συμπληρώνει πως το πέτρινο τότε σπίτι έχει σήμερα σοβατιστεί και δύσκολα αναγνωρίζεται.
Ο Νικολαΐδης δεν ήταν ο πρώτος που είδε με κινηματογραφικό μάτι την Κηφισιά. Σημεία της έχουν προβληθεί σε πολυάριθμες ελληνικές ταινίες των δεκαετιών του ’60 και του ’70.
Από την πρώτη ταινία του Νίκου Νικολαΐδη, η σύζυγός του ανέλαβε χρέη σκηνογράφου, κάτι που ξεκίνησε και λίγο από ανάγκη όπως λέει η ίδια, καθώς στην «Ευρυδίκη» δεν είχαν λεφτά για σκηνογράφο. «Τότε μου ήρθε το εύρημα να βάλουμε εφημερίδες στα τζάμια για να δείξουμε τον εγκλεισμό και τον φόβο της ηρωίδας να βγει έξω και έτσι δημιουργήθηκε μια ατμόσφαιρα», θυμάται για την ταινία, που μάλιστα η σκηνογραφία της βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Οσο για την περίοδο των γυρισμάτων, το σπίτι στο Κεφαλάρι γινόταν ένα μεγάλο σκηνικό μέσα στο οποίο ζούσαν. «Ξυπνάγαμε το πρωί και μπαίναμε στην ταινία. Είχε μια γοητεία αυτό», σχολιάζει η Μαρί-Λουίζ Νικολαΐδου. Ο Νικολαΐδης πραγματικά ανακάτευε τη ζωή με την τέχνη και ζούσε μέσα στην ταινία. «Εγώ ήμουν λίγο πιο πρακτική», λέει η Κηφισιώτισσα.
Με τους ηθοποιούς της ταινίας ήταν πάντα μια παρέα και το σπίτι τους στην Κηφισιά ήταν σημείο συνάντησης ακόμα και όταν οι κάμερες έκλειναν. «Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς κάναμε μεγάλο πάρτι. Θυμάμαι μια χρονιά, την εποχή των “Κουρελιών”, είχαν έρθει πολλοί φίλοι, αλλά ο [Κωνσταντίνος] Τζούμας, ο Αλκης [Παναγιωτίδης], η Ρίτα [Μπενσουσάν], είχαν ξεμείνει γιατί χιόνισε και κοιμήθηκαν στους καναπέδες με το τζάκι να καίει», θυμάται η κάτοικος. Σε ένα τέτοιο πάρτι γεννήθηκε και ένα αστείο που συνέχισαν να λένε μεταξύ τους σαν παρέα: «Σε ένα από τα πάρτι στο σπίτι μας μια κοπελιά που είχε πιει, είχε διαδώσει ότι ο Νικολαΐδης έχει κροκόδειλους στον κήπο. Είχε γίνει το ανέκδοτο της παρέας».
Το ζευγάρι δεν σκέφτηκε ποτέ να φύγει από την Κηφισιά, αφού αγαπούσε την ηρεμία του. «Μας άρεσε και των δύο η ησυχία, η ηρεμία. Δεν πηγαίναμε σε κλαμπ, προτιμούσαμε τα μπαράκια ή τα ταβερνάκια με φίλους. Πηγαίναμε συχνά στον Τηλέμαχο που τότε ήταν το αγαπημένο κουτούκι της εποχής, αλλά πιο πολύ έρχονταν φίλοι στο σπίτι. Είχε ησυχία, ειδικά τον χειμώνα όταν χιόνιζε πολύ και δεν μπορούσαμε να μετακινηθούμε. Ηταν υπέροχα», θυμάται η Μαρί-Λουίζ Νικολαΐδου από την Κηφισιά του χθες.
Μας άρεσε και των δύο η ησυχία, η ηρεμία. Δεν πηγαίναμε σε κλαμπ, προτιμούσαμε τα μπαράκια ή τα ταβερνάκια με φίλους. Πηγαίναμε συχνά στον Τηλέμαχο που τότε ήταν το αγαπημένο κουτούκι της εποχής, αλλά πιο πολύ έρχονταν φίλοι στο σπίτι. Είχε ησυχία, ειδικά τον χειμώνα όταν χιόνιζε πολύ και δεν μπορούσαμε να μετακινηθούμε. Ηταν υπέροχα.
Νοητά, γυρίζει πάντα εκεί, μέσα από τις σημειώσεις της από τα γυρίσματα που μελετάει για να γίνουν μια μέρα βιβλίο. Αλλωστε «το σπίτι μας στη Δηλιγιάννη είναι όλη μου η ζωή, η ιστορία μου όλη από 15 χρονών. Και βέβαια τα πιο ενδιαφέροντα χρόνια είναι η περιπετειώδης ζωή μου με τον Νίκο, σχεδόν 37 χρόνια. Γυρίσαμε ταινίες, κάναμε φίλους, μπήκαμε, βγήκαμε, αγαπηθήκαμε, τσακωθήκαμε, κάναμε παιδιά, τα πάντα».