Πώς είναι να οδηγείς για πρώτη φορά στα 69;

Πώς είναι να οδηγείς για πρώτη φορά στα 69;

Τρεις καθημερινές ιστορίες οδήγησης για την κυρία Κατερίνα, που πήρε το δίπλωμα μεγάλη, την Αλίκη, που έπρεπε να ξεπεράσει ένα σοκ, και τη Μαριλένα, που κόπηκε στην οπισθογωνία.

7' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Εδώ είναι όλοι νέοι άνθρωποι…»
Κατερίνα Κ., 69 ετών

Όταν ξεκίνησα να οδηγώ, δεν είπα ούτε μία φορά «τι το ήθελες…». Καθόμουν στο τιμόνι και έλεγα από μέσα μου: «Μπράβο, Κατερίνα, μπράβο που τα κατάφερες»! Τρεις τέσσερις μήνες πριν, είχε «φύγει» ο άντρας μου. Αυτό ξαφνικό, πολύ δύσκολο να το διαχειριστώ. Τα παιδιά μου ήταν μεγάλα, είχαν φύγει από το σπίτι, ήμουν μόνη μου. Σε όλη μου τη ζωή είχα συνηθίσει να με πηγαίνουν, φοβόμουν το αυτοκίνητο. Στην αρχή, η κολλητή μου φίλη, η Τασία, περνούσε από το σπίτι, με έπαιρνε να πάμε ένα σινεμά και με γύριζε. Η αδελφή μου με εξυπηρετούσε με τις δουλειές που έπρεπε να γίνουν, όμως τα παιδιά μου άρχισαν να με πιέζουν: «Μαμά, πού θα πάει αυτό; Δεν βγαίνει έτσι». Δέχτηκα να ξεκινήσω μαθήματα οδήγησης υπό έναν όρο: αν κάτι δεν μου άρεσε, αν αγχωνόμουν, δεν θα συνέχιζα. 

Δεν ένιωθα ποτέ άνετα όταν έπρεπε να διανύσουμε μεγάλες αποστάσεις με τον άντρα μου, φρόντιζα να βάζω άλλον στη θέση του συνοδηγού, ήθελα να ταξιδεύω πίσω, νόμιζα πως το αυτοκίνητο που ερχόταν από το απέναντι ρεύμα θα έπεφτε πάνω μας. Όταν έπιασα για πρώτη φορά το τιμόνι οι φόβοι εξανεμίστηκαν. Νομίζω πως αντιμετώπισα την οδήγηση σαν παρηγοριά. Έπρεπε να επιβιώσω και έλεγα:

«Εδώ έχασες τον άνθρωπό σου, θα ζήσεις μόνη σου, αυτό δεν θα κάνεις;». Όλοι ήταν ενθαρρυντικοί, με εμψύχωναν. Οι γιοι μου μου κρατούσαν το βιβλίο να μάθω τα σήματα. «Μαμά, μια χαρά τα καταλαβαίνεις, προχώρα», μου έλεγαν. Στο τέλος του πρώτου μαθήματος, έπιασα τον δάσκαλο, τον Στέφανο, και του είπα: «Άκου, αγόρι μου, από σένα θέλω ειλικρίνεια. Αν δεις και δεν τραβάω, θα μου το πεις, μην παιδευόμαστε και εσύ και εγώ τσάμπα». Η μόνη που ήταν αρνητική στην αρχή ήταν η μεγάλη μου αδελφή, η Νιόβη. Εκείνη οδηγούσε από 20 χρονών, τη θαύμαζα. Μου έλεγε: «Θα βασανιστείς και δεν θα τα καταφέρεις, θα τρομάξεις, θα απογοητευτείς και θα το παρατήσεις. Δεν είναι εύκολο σε αυτή την ηλικία».

Στα θεωρητικά ήμουν η μόνη που πέρασε από το γκρουπ μου χωρίς ούτε ένα λάθος. Δεν είχα καθίσει ξανά σε υπολογιστή, είχα και ένα πρόσθετο άγχος, για μένα ήταν όλα καινούργια. Όταν πήγαμε για τις εξετάσεις, ο δάσκαλος με προετοίμασε. «Μην ακούς τίποτα, εκεί θα είναι όλα πιτσιρίκια, εσύ τον σκοπό σου, είσαι το αστέρι μου, άσ’ τους να λένε…». Στην αρχή, όντως δίστασα: «Τι δουλειά έχω εγώ εδώ», σκέφτηκα. «Εδώ είναι όλοι νέοι άνθρωποι». Μετά όμως πείσμωσα, ας σκεφτεί ο καθένας ό,τι θέλει. 

Αυτοκίνητο δεν υπήρχε. Όταν πέθανε ο άντρας μου, το πούλησα. Όταν άρχισα τα μαθήματα, ο μεγάλος μου γιος –ίσως και για να μην κάνω πίσω– ερχόταν και με έπαιρνε για να κάνουμε έρευνα αγοράς. Όταν βλέπαμε κάτι που μας ταίριαζε, εγώ πήγαινα από συνήθεια στην παλιά μου θέση. Άνοιγα την πίσω πόρτα και ετοιμαζόμουν να καθίσω. «Πού πας, βρε μάνα; Έλα μπροστά να δεις αν σε βολεύει», μου φώναζε. «Θέλω να δω αν θα έχουν χώρο οι φίλες μου», δικαιολογούμουν. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει, δεν το έκανα εικόνα, ούτε και νεότερη βέβαια.  

Όταν ήταν τα παιδιά μου μικρά, μέναμε τότε στο Χαλάνδρι, όλα ήταν κοντά, τα σχολεία, τα φροντιστήρια, η αγορά, μπορούσα να ανταποκριθώ σε όλα με τα πόδια. Αργότερα ήρθαν οι σπουδές, δεν είχαμε την οικονομική άνεση να συντηρήσουμε και δεύτερο αυτοκίνητο, αλλά αυτό που κυρίως με φρέναρε βέβαια ήταν ότι φοβόμουν. Και ότι ο Γιάννης ποτέ δεν με ενθάρρυνε για να το τολμήσω. Αγαπούσε την οδήγηση, του άρεσε να αισθάνεται πως το αμάξι είναι κάτι αποκλειστικά δικό του, τον κολάκευε και αυτή μου η εξάρτηση από εκείνον. Αυτά βέβαια τα σκέφτεσαι μετά, την πρώτη φορά που κάνεις μια διαδρομή μόνη σου και αισθάνεσαι τόσο μεγάλη αυτοπεποίθηση και ελευθερία. Τα βάζεις με τον εαυτό σου που άφησες τα χρόνια να περάσουν, που έκανες τη ζωή σου δύσκολη. 

Όταν ήταν να παραλάβω το αυτοκίνητο, ήρθε ο γιος μου και με πήρε από το σπίτι και με πήγε μέχρι την αντιπροσωπεία. Μετά θα έπρεπε να επιστρέψω μόνη μου. Κοντινή απόσταση είναι, μονολογούσα, δεν θα έχω πρόβλημα. Φτάσαμε στο σπίτι μου, ο γιος μου πάρκαρε πίσω μου, ήρθε και κάθισε στη θέση του συνοδηγού και μου είπε: «Μην παρκάρεις, πάμε Γλυφάδα να με κεράσεις ένα ποτό!». Λίγες μέρες αργότερα πήγα στην Ανάβυσσο, μετά διέσχισα την Αττική Οδό για Πεντέλη, κατέβηκα στο κέντρο της Αθήνας με τις φίλες μου. Όταν ήρθε ο καιρός, έβαλα και καθισματάκι για να μεταφέρω την εγγονή μου. Οι φίλες μου, όταν βλέπουν τη μικρή, της λένε: «Η γιαγιά σου είναι νταλικέρης, το ξέρεις;». Είναι το παρατσούκλι μου, επειδή τρώω τα χιλιόμετρα και κάνω μανούβρες.

Πώς είναι να οδηγείς για πρώτη φορά στα 69;-1
© Klaus Vedfelt / Getty Images / Ideal Image

«Σφιγγόμουν με μανία στη χειρολαβή»
Αλίκη Κ., 31 ετών 

Όταν συνέβη το ατύχημα, οδηγούσα ήδη δύο τρία χρόνια. Είχα ένα δικό μου, μικρό αυτοκινητάκι που με πήγαινε στη δουλειά μου, στους φίλους μου, παντού, ασθμαίνοντας αλλά με επιτυχία. Δεν είχα φοβηθεί δευτερόλεπτο στο τιμόνι, το αυτοκίνητο για μένα σήμαινε ανεξαρτησία και περιπέτεια. Εκείνο το βράδυ ήμουν συνοδηγός, με γύριζε σπίτι ένας φίλος από την παρέα που είχαμε βγει για ποτό. Εγώ το είδα το κόκκινο φανάρι, εκείνος όχι. Εγώ πάτησα το ανύπαρκτο φρένο ενστικτωδώς και απελπισμένα. Εκείνος όχι. Το ότι δεν πέθανε κανείς σε αυτό το ατύχημα οφείλεται σε ένα αδιανόητο παιχνίδι της τύχης, και όσα ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια δεν έγιναν αμέσως, και δεν έγιναν συνειδητά. 

Στην αρχή έβρισκα δικαιολογίες. Δεν θα βρω να παρκάρω, νυστάζω, βαριέμαι να οδηγώ. Όταν βγαίναμε έξω, οδηγούσε ο τότε σύντροφός μου, και όταν πήγαινα κάπου μόνη, προτιμούσα να κάνω τη διπλάσια ώρα με το λεωφορείο. Πλήρωσα ντροπιαστικά ποσά σε νυχτερινά ταξί, ενώ είχα αυτοκίνητο. Και ως συνοδηγός, όταν το αυτοκίνητο πλησίαζε το προπορευόμενο όχημα στο φανάρι, σφιγγόμουν με μανία στη χειρολαβή.

Κάποια στιγμή έγινε επίσημο: στην ερώτηση «εσύ οδηγείς;», η απάντηση ήταν «κάποτε ναι, τώρα όχι». Πέρασαν έτσι χρόνια. Το αμάξι το έδωσα και το κεφάλαιο έκλεισε. Ο αγαπημένος μου παππούς μαράζωνε: «Έλα να σε πάω να οδηγήσεις πάλι, είναι κρίμα». Πάλι δικαιολογίες: ναι, θα πάω, εντάξει, δεν ξέχασα να οδηγώ, θα ξαναγίνει. Μέχρι που ο παππούς πέθανε. Το αυτοκίνητό του, ένα Opel Astra που το φρόντιζε σαν παιδάκι του, έμεινε ορφανό. Στο μεταξύ είχα χωρίσει, δεν είχα κανέναν πια να με πηγαίνει και να με φέρνει. Κάθε καλοκαίρι στα Κύθηρα, αγανακτισμένη που δεν είχα πώς να γυρίσω από την παραλία στο σπίτι, υποσχόμουν στον εαυτό μου ότι την επόμενη χρονιά θα κατέβω με το αυτοκίνητο. 

Έναν χειμώνα το έβαλα πείσμα. Με το οπελάκι του παππού πήγα σε σχολή οδηγών. «Ναι, γεια σας, θέλω να ξαναγίνω ανεξάρτητη». Το άγχος με διέλυε και μαζί η έλλειψη κατανόησης: οι φίλοι μου οδηγούσαν με την άνεση που μαγείρευαν ή έβγαζαν βόλτα τον σκύλο, με τέτοια έλλειψη φόβου. Ήταν οι ατρόμητοι και εγώ παραδίπλα η ανίκανη. Έλα, μια συνήθεια είναι, έλεγαν. Για εκείνους ήταν μια συνήθεια, πράγματι, για μένα μια τεράστια ψυχική διεργασία που ακόμα συντελείται. Όταν τελικά ένα καλοκαίρι οδήγησα από την Αθήνα στα Κύθηρα, ένιωσα πιο περήφανη από ποτέ, πιο ανεξάρτητη και πιο σούπερ ήρωας. 

«Την οπισθογωνία την πετύχαινα»
Μαριλένα Π., 40 ετών

Αποφάσισα να πάρω δίπλωμα οδήγησης στα είκοσι εννιά μου, αφού μετακόμισα από το Παγκράτι στο Παλαιό Φάληρο, κάτι που έκανε τις αποστάσεις μεγαλύτερες. Γράφτηκα λοιπόν σε μια σχολή οδήγησης, πέρασα τα σήματα με άριστα. Στην οδήγηση είχα, όμως, θέμα. Μου πήρε πολύ καιρό να συντονίσω τα χέρια μου με το τιμόνι και τις ταχύτητες, τα πόδια μου με το φρένο και το γκάζι. Παρ’ όλα αυτά, δεν ήθελα να καταφύγω στο «λάδωμα». Ήθελα να πάρω το δίπλωμα με την αξία μου, για να είμαι σίγουρη ότι με το που βγω στους δρόμους δεν θα πάρω κανέναν στον λαιμό μου. 

Ολοκλήρωσα τις προβλεπόμενες ώρες πρακτικής προετοιμασίας και πήγα να δώσω «πορεία». Θυμάμαι τη ζέστη, ήταν Ιούλιος, και τις συμβουλές που άκουγα γύρω μου: «πιες ένα καπάκι ρετσίνα να χαλαρώσεις», «προσοχή στην οπισθογωνία». Η οπισθογωνία ήταν το μόνο πράγμα που δεν φοβόμουν – είχε εντυπωσιαστεί ο δάσκαλός μου με το ότι, ενώ γενικά τα πήγαινα χάλια, την οπισθογωνία την πετύχαινα, με την πρώτη. Μπαίνουμε λοιπόν στο αμάξι, μπαίνουν οι δύο εξεταστές πίσω. «Ξεκινάμε;» μου κάνει ο ένας.  «Ναι», λέω εγώ. «Είσαι σίγουρη, έκανες τους ελέγχους;» επέμενε. Είχε τραβήξει πίσω του την πόρτα απαλά, αφήνοντάς την ανοιχτή, και αναβόσβηνε στο καντράν το σχετικό λαμπάκι. Ανοίγει, λοιπόν, επιδεικτικά την πόρτα, τη βαράει να κλείσει και μου λέει: «Τώρα που έκλεισε η πόρτα, μπορούμε να ξεκινήσουμε». Η «εξυπνάδα» του ήταν το πρώτο μου λάθος. Ξεκινάμε την πορεία σε κάτι ανηφόρες. Σε κάποιο σημείο είχαν αφήσει πιο έξω από τα σταθμευμένα αυτοκίνητα έναν σκουπιδοτενεκέ. Πήρε ο δάσκαλός μου το τιμόνι για να μην τον «ξυρίσω». Δεύτερο λάθος. Αιτιολογία αποτυχίας; Πρόκληση ατυχήματος.

Ξαναπροσπάθησα τον Σεπτέμβριο. Έκανα πάλι μαθήματα, βγαίναμε με τον δάσκαλό μου μέχρι τη Βούλα, άλλαζα άνετα ταχύτητες, τρέχαμε στην άδεια παραλιακή. Ήμουν σίγουρη ότι αυτή τη φορά θα τα κατάφερνα. Δεν θυμάμαι το πρώτο λάθος που έκανα, αλλά το δεύτερο ήταν η οπισθογωνία. Έδωσα για τρίτη και τελευταία φορά την 1η Οκτωβρίου του 2010, μία ημέρα πριν από τα γενέθλιά μου κι ενώ είχα γίνει ανέκδοτο στο γραφείο· «πού δίνεις εξετάσεις να μαζέψουμε τους σκουπιδοτενεκέδες;». Είχα κάνει τόσα μαθήματα, που είχα δώσει στη σχολή τα διπλάσια χρήματα από όσα κόστιζε το ίδιο το δίπλωμα. Ακόμη και το λάδωμα θα μου ερχόταν φθηνότερα. Αλλά ήταν θέμα αρχής, έμεινα πιστή μέχρι τέλους. Το πήρα με την τρίτη.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT