Ο περήφανος «φάρος» της Αθήνας

Στον Λυκαβηττό ο επισκέπτης ανακαλύπτει αστικά μυστικά του παρελθόντος ατενίζοντας το γοητευτικό παρόν της μεγαλούπολης

6' 44" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Διακόσια μέτρα πάνω από το κέντρο της Αθήνας και τριακόσια πάνω από την επιφάνεια του Σαρωνικού στέκεται ένα κάτασπρο ξωκλήσι σαν αυτά που συναντάμε στα Κυκλαδονήσια. Είναι το εκκλησάκι του Αη Γιώργη στην κορυφή του Λυκαβηττού και, στημένο όπως είναι στην κορωνίδα του λόφου, μοιάζει σαν ανάκτορο ενός μικροσκοπικού, εναέριου κρατιδίου. Και αυτό το κρατίδιο έχει τη δική του, ασυνήθιστη, γοητευτική αστική ιστορία.

Εκεί, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, έζησε ένας μοναχός, μοναδικός άρχοντας και φροντιστής του πιο κοσμικού τόπου για να μονάσεις. Πέθανε στην αρχή του 20ού αιώνα και τον διαδέχτηκε ένας από τους παραγιούς του που, όταν πέθανε στις αρχές του ’30, θάφτηκε εκεί, δίπλα στον προκάτοχό του. Το κοινό τους μνήμα είναι το πιο ψηλό όλης της Αθήνας.

Η ασκητική μορφή του διαδόχου «βασιλιά» του υψώματος διασώζεται σε κάποια φωτογραφία στο Aρχείο της ΕΡΤ, που τον απεικονίζει με τη μαγκούρα και τη μεγάλη του γενειάδα να στέκεται δίπλα σ’ έναν φωτιστικό κλωβό φάρου, με την προπολεμική Αθήνα να απλώνεται από κάτω. Την ιδέα να τοποθετηθεί εκεί είχε ο πολιτικός Αλέξανδρος Παπαναστασίου, με αφορμή ένα παγκόσμιο συνέδριο για την ειρήνη που έγινε στην Αθήνα το 1929. Αποφασίζοντας να κουβαλήσει σχεδόν 300 μέτρα πάνω από την πόλη ένα τόσο βαρύ θαλασσινό μηχάνημα, φαίνεται πως πέρασε από το μυαλό του μια σκέψη με δυνατούς συμβολισμούς και ναυτική σημειολογία. Οι φάροι συνήθως στήνονται σε σημεία ψηλά, εποπτικά, ορατά καλά από μακριά, για να μεταφέρουν ένα μήνυμα ασφάλειας μέσα στον κίνδυνο και να ρίξουν φως μέσα στο σκοτάδι. Με έμπνευση το συνέδριο, ονομάστηκε «Φάρος της Ειρήνης» και μοιάζει εύστοχος ο χρονισμός για αυτή την πρώιμη «εγκατάσταση» με χροιά μοντέρνας τέχνης: η πικρή, φρέσκια τότε, μνήμη της Μικρασιατικής Καταστροφής πιθανότατα θα απαλυνόταν όταν αυτό το αντιπολεμικό σύμβολο έφεγγε τις λάμψεις του κάθε βράδυ πάνω από τις σκεπές της πόλης. Αραγε να ήταν ένας αληθινός, θαλασσινός φάρος αυτός;

Κοιτώντας προσεκτικά την παράδοξη φωτογραφία, διακρίνει κανείς πως πρόκειται για αληθινό κλωβό φάρου, με περιστροφικό μηχάνημα και καταδιοπτρικό φακό. Από ποια… ακτή, από ποιο ακρωτήρι περίσσεψε, ή, ίσως, τον έφερε ένα τρένο από τη Γαλλία; Μιλώντας με την Υπηρεσία Φάρων του Πολεμικού Ναυτικού μαθαίνουμε πως δεν υπάρχουν σχετικά αρχεία. Το μόνο που φαίνεται πως μπορούμε να μάθουμε είναι πως οι ναζί, άνθρωποι με μια ιδιαίτερη μανία καταστροφής για το φαρικό μας δίκτυο, τον διέλυσαν κι αυτόν, όπως τόσους άλλους πέτρινους φάρους μας. Η σημερινή απώλειά του από την κορυφή του λόφου μιλά σιωπηλά για μία από τις πιο άγνωστες απώλειες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου – μία από τις άλλωστε τόσο πολλές.

Σήμερα, εκεί όπου κάποτε στεκόταν το πιο στεριανό, αστικό και ψηλό φανάρι που είχε ποτέ η χώρα, βρίσκεται ένα κιάλι που λειτουργεί με κέρματα. Το σημείο εκείνο, ορατό για 12 χρόνια, μεταξύ 1929 και 1941, από κάθε γωνιά του λεκανοπεδίου, τώρα αποτελεί ιδανικό μέρος για να «κατασκοπεύσει» κανείς τις γωνιές της πόλης ή τα βουνά της Αίγινας την ώρα του δειλινού, ενώ τριγύρω αντηχεί η βοή ενός παγκόσμιου πλήθους επισκεπτών που τα μάτια τους έχουν ρουφηχτεί από την πανοραμική θέα. Αν υπήρχε τρόπος να μάθουμε τι λένε, με το βλέμμα τους να χάνεται στις ολόφωτες λεωφόρους, στις γραμμές των δρόμων στις μακρινές συνοικίες και στα καράβια που πλέουν στα ανοιχτά του Σαρωνικού, ίσως ακούγαμε πως η πόλη αυτή, που τη μέρα μπορεί να γίνει σκληρή, εκείνη την ώρα και από εκείνο το σημείο μεταμορφώνεται και φαντάζει μαγική, ακαταμάχητη, εξωραϊσμένη. Ισως αυτή τη θέα, αυτή την ώρα της ημέρας, είχε δει και ο Καρυωτάκης όταν έγραψε πως ανεβαίνοντας εκεί «ξέφυγε», και «χάμου η Αθήνα» ήταν «σαν να πέθανε».

Ο περήφανος «φάρος» της Αθήνας-1
Ο Εμμανουήλ Γαβριλάκης στον «Φάρο της Ειρήνης», στον Λυκαβηττό. Ηταν παραγιός του γέροντα Εμμανουήλ Λουλουδάκη. Ετάφη δίπλα του, στον Αη Γιώργη (Αρχείο ΕΡΤ Α.Ε., Συλλογή Πέτρου Πουλίδη).

Το καταφύγιο του ’30

Και ενώ στην κορυφή του Λυκαβηττού στέκονται ακόμα τα σημάδια του βασιλείου των δύο ιερομονάχων, λίγα μέτρα πιο κάτω, προς την ανατολική πλευρά του, κινείται πάνω-κάτω ένα μικρό οδοντωτό βαγονάκι που κουβαλά επισκέπτες, και στη δυτική του πλευρά, μες στα σπλάχνα του, ελλοχεύει, σκοτεινό, άδειο και στοιχειωμένο, ένα αντιαεροπορικό καταφύγιο του ’30. Κλειστό για το κοινό, προδίδεται από μια σειρά από μικρά πράγματα για όσους έχουν την περιέργεια να εξερευνούν και να κοιτούν τις λεπτομέρειες: τις καμινάδες εξαερισμού του που ξεπετάγονται αινιγματικά από το έδαφος σε τυχαία σημεία του λόφου ή τη σιδερένια είσοδό του, στρατιωτική, ατμοσφαιρική και κλειδαμπαρωμένη.

Ισως αυτή τη θέα, του δειλινού, είχε δει και ο Καρυωτάκης όταν έγραψε πως ανεβαίνοντας εκεί «ξέφυγε», και «χάμου η Αθήνα» ήταν «σαν να πέθανε».

Αυτή στέκεται δίπλα στην «Πράσινη Τέντα», ένα άλλο μικροσκοπικό βασίλειο του Λυκαβηττού, όπου, εδώ και σχεδόν 100 χρόνια, οι κάτοικοι της Αθήνας μπορούν να ξαποστάσουν σ’ ένα μπαλκόνι προς το Καλλιμάρμαρο, την Ακρόπολη και τη θάλασσα. Το παλιό αυτό αναψυκτήριο, ένα από τα πιο «αθηναϊκά» πράγματα που είχε ποτέ η Αθήνα, είχε για σχεδόν δύο δεκαετίες κλείσει, αλλά πρόσφατα ξανάνοιξε.

Ελάχιστα μέτρα παραπέρα βρίσκεται ένα ακόμα εκκλησάκι που έχει αυτός ο λόφος, χωμένο σε ένα σπήλαιο. Είναι οι Αγιοι Ισίδωροι, όπου φιλόδοξες αλλά ανυπόστατες φήμες λένε πως ξεκινούν υπόγεια τούνελ προς μακρινά σημεία της πόλης.

Λίγο πιο ψηλά, στα ερείπια ενός μεγάλου, παλιού νταμαριού που κατέτρωγε για χρόνια την κορυφογραμμή του λόφου, στέκεται ένα μνημείο της πρόσφατης αρχιτεκτονικής μας, το υπαίθριο θέατρο που είχε σχεδιάσει ο Τάκης Ζενέτος. Σαν ιπτάμενος δίσκος κι αυτό, όπως και το σχολείο που είχε σχεδιάσει στον Αγιο Δημήτριο, περιμένει να απογειωθεί ξανά, με επιβάτες θεατές συναυλιών, που ίσως ξαναρχίσουν να πραγματοποιούνται όταν η πανδημία θα μοιάζει πια τρελή ανάμνηση και οι μπάντες θα ξαναζωντανέψουν.

Τέλος, στους δυτικούς πρόποδες, εκεί που αρχίζει η πόλη κι η ασταμάτητη βοή της, κρύβεται το ξεχασμένο μικρό αδελφάκι του Λυκαβηττού, ένα ακόμα παλιό νταμάρι. Είναι ένας βράχος πεταμένος μέσα στα κτίρια της πόλης, καμουφλαρισμένος καλά, που το όνομά του –«Σχιστή Πέτρα»– δεν το ανακοινώνει καμία επιγραφή. Στη μικρή χαράδρα του υπάρχει μια απροσδόκητη πίστα αναρρίχησης και μια παραπλανητική εντύπωση πως έχεις πια φύγει από την Αθήνα. Οι ήχοι μοιάζουν να φθίνουν, και από εκεί ο Αη Γιώργης υψώνεται απόκρημνα και θριαμβευτικά προς τον ουρανό, λες και προστατεύει την Αθήνα από ψηλά.

Ενας υψιπετής φάρος που έλαμψε μόνο για δώδεκα χρόνια, ένα αστικό μοναστήρι με τον πιο ψηλό τάφο της πόλης, ένα υπόγειο πολεμικό καταφύγιο και ένα τρενάκι που ανεβοκατεβαίνει σαν κουρδιστό παιχνίδι μέσα στον βράχο, μια ιστορική καφετέρια που δέχτηκε γενιές ρεμβαστών και ένα εκκλησάκι εντοιχισμένο σε μια σπηλιά, ένα κρυφό αστικό φαράγγι και ένα υπαίθριο αμφιθέατρο, βαρυφορτωμένο με καλοκαιρινές αναμνήσεις, σχεδιασμένο από έναν ουρανοκατέβατο αρχιτέκτονα. Ολα αυτά είναι ο Λυκαβηττός, ο λόφος που μοιάζει να ξεπήδησε από «μοναστική πέτρα», όπως έγραψε σ’ ένα στίχο του ο Momus, που στ’ αλήθεια μοιάζει λες και έπεσε εκεί από τον ουρανό, σαν πράγματι να γλίστρησε από τα χέρια της θεάς Αθηνάς ενώ αυτή τον κουβαλούσε από την Πεντέλη. Ο λόφος που φαίνεται ακόμα και από το κατάστρωμα του καραβιού που σαλπάρει από τον Πειραιά για τα νησιά, ένας κωνικός γίγαντας που ξεφυτρώνει μέσα στην καρδιά της πόλης και τις νύχτες δημιουργεί, άθελά του, ένα αυτοσχέδιο, παράξενο θεατρικό σκηνικό. Και αυτό το σκηνικό χαρίζεται πιο γενναιόδωρα σ’ αυτούς που ζουν στη σκιά του.

Ο περήφανος «φάρος» της Αθήνας-2
Σπάνια καρτ ποστάλ των ’60s, τραβηγμένη από το μονοπάτι προς τον Αη Γιώργη, με νυχτερινή θέα προς το –πρώην πλέον– Χίλτον.

Το αληθινό πρόσωπο

Μπορεί οι επισκέπτες του να μαγεύονται από τη θαλασσινή του θέα, αλλά το αληθινό του πρόσωπο, η πραγματική του ψυχή, εμφανίζεται απόκοσμη και αινιγματική στην καθημερινότητα αυτών που κοιμούνται και ξυπνούν κοντά του. Ο συγγραφέας Αλέξης Πανσέληνος, στο μυθιστόρημά του «Η Κρυφή Πόρτα», αποδίδει αυτό το συναίσθημα με την αυθεντικότητα ενός αθηναιογράφου και την αυθεντία κάποιου που έζησε για χρόνια στους πρόποδές του: «Ηταν το παράθυρο με τη θέα που του άρεσε· στο βάθος της Ασκληπιού φαίνονταν τα Προπύλαια. Ο Λυκαβηττός στην ανατολική πλευρά κρυβόταν τις περισσότερες ώρες από τις τέντες και μόνο το βράδυ, που τις σήκωνε ώς τη μέση, φανερωνόταν φωτισμένος θεαματικά και αλλόκοτα, σαν καράβι στον νυχτερινό ουρανό».

Ο περήφανος «φάρος» της Αθήνας-3
Ο λόφος του Λυκαβηττού όπως φαίνεται από το Αττικό Αλσος. Ο μύθος θέλει τον βράχο να έπεσε από τα χέρια της θεάς Αθηνάς. (ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ)

Ο περήφανος «φάρος» της Αθήνας-4
Φωτογραφία της «Πράσινης τέντας» των ’60s. Το αναψυκτήριο με την ιστορία των σχεδόν 100 χρόνων υποδέχεται και πάλι επισκέπτες.
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT