Η Αθήνα το 2034. Για τον χρόνο τού σήμερα, που βιώνεται ως συμπύκνωση εξελίξεων και διαστολή των συνεπειών τους, η επόμενη δεκαετία φαίνεται μακριά, αλλά τις επιπτώσεις τις βιώνουμε ήδη. Η ελληνική πρωτεύουσα, όμως, όπως σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, είναι αντιμέτωπη με δεδομένα και εμπειρίες που δεν μπορούν διόλου να παραβλεφθούν.
Τουριστικός εποικισμός. Gentrification. Στεγαστική κρίση. Κλιματική κρίση. Κυκλοφοριακό κομφούζιο. Επιχειρηματική μονοκαλλιέργεια. Πράσινο που εκλείπει. Κτιριακό απόθεμα που ρημάζει και παραγνωρίζεται – όταν δεν γίνεται επενδυτική ευκαιρία για βραχυχρόνια μίσθωση.
Οι απαντήσεις είναι προφανείς· το ίδιο και η εύρεση λύσεων. Ολοι οι συνομιλητές της «Κ» επιβεβαιώνουν ότι, αν η Αθήνα εξακολουθήσει να βαδίζει απαράλλακτα στον δρόμο του παρόντος, τότε ένα δυστοπικό σενάριο βρίσκεται ante portas. Η ελληνική μητρόπολη της επόμενης δεκαετίας θα είναι κατάφορτη από όλα τα τραύματα της σύγχρονης κοινωνικής συνθήκης που βιώνεται στις μεγάλες πόλεις του κόσμου.
Αν η Αθήνα εξακολουθήσει να βαδίζει απαράλλακτα στον δρόμο του παρόντος, κατά την επόμενη δεκαετία θα είναι κατάφορτη από όλα τα τραύματα της σύγχρονης κοινωνικής συνθήκης που βιώνεται στις μεγάλες πόλεις του κόσμου.
Οι πληγές στον κοινωνικό ιστό με τις διαδοχικές κρίσεις και τις ναυαγισμένες υποσχέσεις για μια πόλη βιώσιμη, πρώτα και κύρια για τον μόνιμο κάτοικο, καταδεικνύουν ότι η Αθήνα είναι μάλλον αναγκασμένη να προσαρμοστεί – και μάλιστα… χθες. Είναι, τελικά, 10 χρόνια αρκετά για να διορθώσουμε τις παθογένειες και τα λάθη; Τι θα γίνει αν η ιστορία επαναληφθεί;
Απάντηση στα διαδοχικά ερωτηματικά δίνει προσώρας η ίδια η πόλη, που φορές φορές δίνει την εντύπωση ότι λειτουργεί στον αυτόματο πιλότο. Στους δρόμους της η συβαριτική απόλαυση της καλοπέρασης συναντά την έντονη, συχνά και αφόρητη, καθημερινότητα των κατοίκων της. Και επειδή ουδείς είναι μάντης, η «Κ» επικεντρώθηκε αρχικά στη λύση προβλημάτων και όχι στην παράθεση ιδεών.
Τουριστική Αθήνα δύο ταχυτήτων
Σύμφωνα με τον Θεόφιλο Κυρατσούλη, ειδικό σε θέματα ανάπτυξης προορισμών και επενδύσεων, μάρκετινγκ και στρατηγικής για τον τουρισμό και τη φιλοξενία, τα διδάγματα της τελευταίας πενταετίας στον συγκεκριμένο τομέα είναι αυτά που θα μας καθοδηγήσουν και το επόμενο διάστημα.
Ξεκαθαρίζοντας πως η τουριστική δραστηριότητα είναι μέρος ενός ευρύτερου, «ανοικτού» οικοσυστήματος –ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα– και ως εκ τούτου εξαρτάται από μία σειρά διεθνών (π.χ. γεωπολιτικές εξελίξεις, κλίμα) αλλά και ενδογενών παραγόντων (όπως η ασφάλεια και η διαχείριση κρίσεων, η λειτουργία περιβαλλοντικών και συγκοινωνιακών υποδομών ή έργα ανάπλασης), ο Θεόφιλος Κυρατσούλης σημειώνει πως τόσο η πρόληψη όσο και η ανταπόκριση της πολιτείας, και ιδιαίτερα των δήμων και της Περιφέρειας Αττικής, στα μεγάλα ζητήματα θα παίξουν κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση της «τουριστικής Αθήνας».
Οπως ο ίδιος εκτιμά, ο τουρισμός στην πρωτεύουσα θα επηρεαστεί κυρίως από τρεις βασικές τάσεις ως προς τη ζήτηση:
- Τη διατήρηση μεγάλης ζήτησης για ταξίδια city break. Σύμφωνα με το City Destinations Alliance, οι συνολικές διανυκτερεύσεις σε ευρωπαϊκές πόλεις για το 2023 ανήλθαν σε 738 εκατ., αυξημένες 2,6% σε σχέση με το 2019, ενώ αναμένεται να ενισχυθούν περαιτέρω για το 2024.
- Την παγίωση του ενδιαφέροντος για προορισμούς, γειτονιές και αξιοθέατα λιγότερο δημοφιλών προορισμών, όπως δηλώνει πάνω από το 51% των Ευρωπαίων ταξιδιωτών σε πολύ πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ταξιδίων, ιδιαίτερα ανάμεσα σε νεότερες ηλικίες.
- Τις αγορές της Ασίας, οι οποίες δεν φαίνονται να αναπτύσσονται με τους ρυθμούς που περιμέναμε. Από όλες, η Κίνα –μέσω οργανωμένων πακέτων– είναι αυτή με τις περισσότερες προοπτικές για την Αθήνα, καθώς 2 στους 3 Κινέζους πολίτες ενδιαφέρονται να επισκεφθούν μεγάλα και δημοφιλή ευρωπαϊκά αστικά κέντρα (ETC LHTB 3/2024).
Κέντρο και παραλιακό μέτωπο
Καταλύτης στη διαμόρφωση του τουριστικού προϊόντος της πόλης τα επόμενα χρόνια θα είναι σαφώς οι ιδιωτικές επενδύσεις, οι οποίες θα διαφοροποιήσουν και την τουριστική προσφορά, ενώ πιθανώς να δημιουργήσουν και να εδραιώσουν δύο διαφορετικές ταχύτητες για την Αττική, αυτήν του παραλιακού μετώπου και αυτήν του κέντρου.
Για τον Θεόφιλο Κυρατσούλη, η ανάπτυξη (ή ο εξευγενισμός, σύμφωνα με τον εναλλακτικό όρο που επισημαίνει) του παραλιακού μετώπου με οργανωμένες οικιστικές και τουριστικές επενδύσεις, high-end καταλύματα καθώς και διεθνή ξενοδοχειακά brands 4* και 5*, θα έχει εξελιχθεί σημαντικά, αλλά θα έχει και περαιτέρω προοπτικές ανάπτυξης με έμφαση σε περισσότερα εξειδικευμένα προϊόντα όπως αυτό της χαλάρωσης και της ευεξίας.
Ο αστικός ιστός και το κέντρο της πόλης θα διατηρήσουν την ελκυστικότητά τους, ωστόσο θα δεχτούν πιο έντονα τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής αλλά και της «αυθόρμητης» ανάπτυξης της βραχυχρόνιας μίσθωσης – Θεόφιλος Κυρατσούλης
Εκτίμησή του είναι επίσης πως ο αστικός ιστός και το κέντρο της πόλης θα διατηρήσουν την ελκυστικότητά τους, ωστόσο θα δεχτούν πιο έντονα τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής (π.χ. αίσθημα δυσφορίας από περισσότερο συχνά και διαρκή επεισόδια καύσωνα) αλλά και της «αυθόρμητης» ανάπτυξης της βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Επίσης, ορισμένα κομβικά έργα είτε υποδομών (π.χ. η επέκταση του μετρό) είτε νέων σημείων ενδιαφέροντος και αξιοθέατων εκτός Δήμου Αθηναίων (π.χ. ανάδειξη του Πειραιά, ανάπλαση των πρώην βασιλικών κτημάτων στο Τατόι, συνεδριακό κέντρο), εφόσον ολοκληρωθούν, μπορούν να διαφοροποιήσουν περαιτέρω τον τουριστικό χάρτη.
Ευκαιρία και πρόκληση
Αν πρέπει να βάλουμε κάπου ένα ερωτηματικό και να το αφήσουμε να «ταγγιστεί» μέχρι το 2034, αυτό θα ήταν στο αν η Αττική θα αποτελέσει μέχρι τότε έναν αυτοτελή προορισμό για σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό επισκεπτών, δίνοντας μία ολιστική, διάχυτη και υψηλότερης αξίας εμπειρία, όπως συμβαίνει στις σύγχρονες μητροπόλεις της Νότιας Ευρώπης, όπως η Μαδρίτη, η Βαρκελώνη και η Ρώμη.
Ο Θεόφιλος Κυρατσούλης σχολιάζει πως η δική μας πρωτεύουσα πληροί πολλές από τις προϋποθέσεις. Το θέμα είναι αν θα τα καταφέρει· άλλωστε, όπως προσθέτει, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, προκειμένου να υπάρξει μακροπρόθεσμα ένας ακμάζων τουριστικός τομέας με υψηλές ξενοδοχειακές επιδόσεις αλλά και σεβασμό στους μόνιμους κατοίκους, χρειάζονται σχεδιασμός, έλεγχος και συνεχείς επενδύσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, που θα διασφαλίζουν ποιότητα ζωής και υγιή τοπική οικονομία.
Η δύσκολη «πράσινη» εξίσωση της Αθήνας
Πόσο πράσινη θα είναι η Αθήνα το 2034; Το ερώτημα τίθεται σε μία περίοδο κατά την οποία η Αττική έχει χάσει αρκετό πράσινο εξαιτίας των πυρκαγιών, ενώ ορισμένες εκτάσεις γύρω από τον αστικό ιστό έχουν διπλοκαεί και τριπλοκαεί την τελευταία 15ετία. Με την κλιματική κρίση να έχει «στρεσάρει» τα αττικά οικοσυστήματα, το αν θα έχουμε περισσότερο πράσινο σε 10 χρόνια δεν θα έπρεπε να είναι απορία, αλλά αναγκαία κατάφαση.
Για να απαντηθεί κάτι τέτοιο, η συγκεκριμένη ενότητα θα πρέπει να χωριστεί σε δύο κατηγορίες, καθώς από τη μία έχουμε τις πράσινες όψεις στο αστικό μας τοπίο και από την άλλη τα δάση της Αττικής, τα οποία εκπέμπουν σήμα κινδύνου εξαιτίας των επαναλαμβανόμενων πυρκαγιών.
Ξεκινώντας από το πρώτο, η Αντιγόνη Γκούφα από τη Γενική Διεύθυνση Βιώσιμης Ανάπτυξης & Κλιματικής Αλλαγής στην Περιφέρεια Αττικής εξηγεί πως η αύξηση πρασίνου εντός της Αθήνας είναι ένας δυσεπίλυτος γρίφος. «Δεν είναι πολύ εύκολη υπόθεση για τις ιδιαίτερα πυκνά δομημένες περιοχές που δεν έχουν αρκετό ελεύθερο χώρο. Ακόμα κι αν βρεθεί, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ένα τέτοιος χώρος συνήθως έχει πολύ ανταγωνιστικές χρήσεις. Αν ξεπεραστούν αυτά τα εμπόδια, τότε και πάλι θα πρέπει να τηρούνται κάποιες προϋποθέσεις ως προς τον σχεδιασμό αλλά και το είδος των φυτών και των δέντρων που θα επιλεγούν, ώστε να μπορέσουν αν επιβιώσουν εντός της πόλης», εξηγεί, σημειώνοντας ότι επιπρόσθετα έρχονται τα ζητήματα συντήρησης και διαχείρισης των υδάτινων πόρων.
Μία λύση για την εύρεση περισσότερων χώρων με στόχο τη δημιουργία πρασίνου θα μπορούσε να είναι η αποδέσμευση θέσεων στάθμευσης ή άλλων εκτάσεων ώστε να φιλοξενηθούν δέντρα και φυτά. Ωστόσο, για να γίνει κάτι τέτοιο, είναι σαφές πως πρέπει να ενισχυθούν οι δημόσιες συγκοινωνίες – Αντιγόνη Γκούφα
Είναι κατανοητό πως η διαδικασία εύρεσης και κυρίως δημιουργίας πρασίνου είναι δύσκολο εγχείρημα, κυρίως εξαιτίας των διασκορπισμένων αρμοδιοτήτων, αλλά και των υπηρεσιών που πρέπει να συνεργαστούν, ενώ, σύμφωνα με την περιβαλλοντολόγο, για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει να υπάρχει ανάπτυξη και σε άλλους τομείς. «Μία λύση για την εύρεση περισσότερων χώρων με στόχο τη δημιουργία πρασίνου θα μπορούσε να είναι η αποδέσμευση θέσεων στάθμευσης ή άλλων εκτάσεων ώστε να φιλοξενηθούν δέντρα και φυτά. Ωστόσο, για να γίνει κάτι τέτοιο, είναι σαφές πως πρέπει να ενισχυθούν οι δημόσιες συγκοινωνίες», τονίζει.
Το αν τελικά θα δούμε περισσότερο πράσινο στις γειτονιές μας σε 10 χρόνια σίγουρα δεν είναι ένα εύκολο ερώτημα, καθώς ρόλο θα παίξουν και οι εκάστοτε αποφάσεις των τοπικών φορέων. Αυτό που, εντούτοις, μας δίνει μία πιο αισιόδοξη διάθεση, σύμφωνα με την Αντιγόνη Γκούφα, είναι η δέσμευση της Ευρωπαϊκής Ενωσης σχετικά με τη στρατηγική βιοποικιλότητας με ορίζοντα το 2030. «Ανάμεσα στις δεσμεύσεις που έχουν τεθεί είναι η φύτευση τριών δισ. δέντρων σε όλη την Ευρώπη, ενώ γενικότερος στόχος είναι η αναστροφή της απώλειας των αστικών χώρων πρασίνου όπως και η αναχαίτιση των πράσινων αστικών οικοσυστημάτων», εξηγεί.
Οι μελλοντικές απειλές
Οσον αφορά τη δασική έκταση πέριξ της Αττικής, η ειδικός τονίζει πως είναι σαφές πως η μεγαλύτερη πρόκληση ακόμα και 10 χρόνια μετά θα είναι η προστασία της δασικής έκτασης από τις φωτιές. Αυτό, άλλωστε, έχει ερευνηθεί και στο Περιφερειακό Σχέδιο Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή (ΠεΣΠΚΑ) Αττικής. Σύμφωνα με το σχέδιο, μέχρι το 2040 οι συνέπειες από τον αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιάς στην Αττική θα είναι «μεσαίας τάξης», ενώ μέχρι τότε αναμένεται να αυξηθεί κατά δύο εβδομάδες η περίοδος με επικίνδυνες κλιματολογικές συνθήκες, κυρίως προς την άνοιξη και το φθινόπωρο.
Ετερο πεδίο έρευνας σχετίζεται με την αύξηση της στάθμης της θάλασσας στις παράκτιες ζώνες της Αττικής, η οποία αναμένεται να αυξηθεί περίπου 10 εκ. στο εγγύς μέλλον. Το χειρότερο σενάριο είναι η άνοδος να φτάσει μέχρι και τα 26 εκ. την ίδια περίοδο, ενώ δεν αποκλείεται να αγγίξει στο τέλος του αιώνα τα 34 εκ. –το χειρότερο σενάριο–, επηρεάζοντας έτσι τους παράκτιους οικοτόπους.
Το αισιόδοξο, πάντως, και σε αυτή την κατηγορία είναι πως η Αττική τα επόμενα χρόνια, από το ένα και μοναδικό Εθνικό Πάρκο που έχει στον Σχοινιά, θα αποκτήσει ακόμα δύο, καθώς η Πάρνηθα θα χαρακτηριστεί Εθνικό Πάρκο, όπως και η περιοχή του Σουνίου, Μακρονήσου, Λαυρεωτικής. «Η κατεύθυνση αυτή είναι σωστή, καθώς αυτές οι περιοχές θα έχουν αυξημένη ασφάλεια και φροντίδα, ενώ δεν αποκλείεται να δούμε να λαμβάνεται και μία σειρά μέτρων στην καθεμία με στόχο την προώθηση των υγιών οικοσυστημάτων», σημειώνει η περιβαλλοντολόγος.
Θα έχει λυθεί το κυκλοφοριακό το 2034;
Το αν θα βελτιωθεί το κυκλοφοριακό στην Αθήνα σε μία δεκαετία είναι η ερώτηση… του ενός εκατομμυρίου για εμάς αλλά και για την αντιδήμαρχο Αστικής Αναζωογόνησης και Ανθεκτικότητας του Δήμου Αθηναίων, Μαρία Ευαγγελίδου. Επίσης είναι σαφές πως τα 10 χρόνια για τη βελτίωση του συγκεκριμένου προβλήματος φαντάζουν αιωνιότητα.
Σύμφωνα με την αντιδήμαρχο, τόσο τα νούμερα όσο και η εικόνα της Αθήνας αποδεικνύουν πως το κυκλοφοριακό είναι ήδη στη χειρότερη δυνατή κατάσταση. Ενδεικτικά, από τον δακτύλιο περνούν καθημερινά περισσότερα από 500.000 οχήματα, τα οποία διασχίζουν τις κεντρικές αρτηρίες της πρωτεύουσας. Επίσης, λεωφόροι όπως η Πανεπιστημίου μπορεί την ημέρα να «φιλοξενήσουν» 40.000-50.000 οχήματα, ενώ οι λεωφόροι που διογκώνουν το πρόβλημα είναι κυρίως η Αλεξάνδρας, η Βασ. Αμαλίας, η Κηφισίας, η Βασ. Κωνσταντίνου, η Βασ. Σοφίας.
Δεν πρέπει να λέμε τι θα γίνει με το κυκλοφοριακό, αλλά τι θα γίνει με τις μετακινήσεις. Είναι σαφές πως, αν αφήσουμε τα πράγματα ως έχουν, τότε θα γιγαντωθεί το πρόβλημα. Πρέπει να αντιδράσουμε και ως πολίτες και ως πολιτεία – Μαρία Ευαγγελίδου
Με τον Δήμο Αθηναίων να δέχεται το μεγαλύτερο βάρος των μετακινήσεων της πρωτεύουσας, είναι σαφές πως δίχως συνεργασίες δεν είναι σε θέση να λύσει όλο το κυκλοφοριακό της Αττικής, καθώς χρειάζεται η συνέργεια όλων των αρμοδίων (ΟΑΣΑ, Περιφέρεια κ.λπ.).
«Δεν πρέπει να λέμε τι θα γίνει με το κυκλοφοριακό, αλλά τι θα γίνει με τις μετακινήσεις. Είναι σαφές πως, αν αφήσουμε τα πράγματα ως έχουν, τότε θα γιγαντωθεί το πρόβλημα. Πρέπει να αντιδράσουμε και ως πολίτες και ως πολιτεία· οι μεν να αλλάξουμε νοοτροπία και να μη χρησιμοποιούμε καθημερινά τα Ι.Χ. και η δε να μεριμνήσει για πιο εύκολες και ασφαλείς μετακινήσεις», εξηγεί η Μαρία Ευαγγελίδου.
Να κατεβαίνει το 1/3 των οδηγών στο κέντρο μέχρι το 2028
Εχοντας έναν ορίζοντα τετραετίας για να επέμβει στις μποτιλιαρισμένες αρτηρίες του κέντρου, στόχος της δημοτικής αρχής μέχρι το τέλος της θητείας της είναι έχει καταφέρει να χρησιμοποιεί το Ι.Χ. του το 1/3 όσων το χρησιμοποιούν τώρα σε καθημερινή βάση.
Στο ερώτημα πώς θα πείσουμε τους οδηγούς Ι.Χ. να μη διασχίζουν το κέντρο της πόλης, η αντιδήμαρχος απαντά ότι η λύση είναι μία: «Να αναβαθμιστούν οι συγκοινωνίες, ώστε οι κάτοικοι από τα προάστια να μπορούν να σταθμεύουν τα Ι.Χ. τους σε περιμετρικούς σταθμούς της Αθήνας και να έρχονται στο κέντρο με τα Μέσα – το λεγόμενο park and ride».
Να αναβαθμιστούν οι συγκοινωνίες, ώστε οι κάτοικοι από τα προάστια να μπορούν να σταθμεύουν τα Ι.Χ. τους σε περιμετρικούς σταθμούς της Αθήνας και να έρχονται στο κέντρο με τα Μέσα, το λεγόμενο park and ride – Μαρία Ευαγγελίδου
Επίσης, ακόμα μία βοηθητική λύση θα ήταν και η επέκταση των «μίνι» λεωφορείων εντός του Δήμου Αθηναίων, ώστε οι κάτοικοι να μη χρησιμοποιούν το αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις εντός του δήμου τους.
Η αντιδήμαρχος θεωρεί πως τώρα είναι το σωστό momentum για την επίλυση του κυκλοφοριακού, καθώς, αφενός, ένα μέρος του στόλου των ΜΜΜ έχει ανανεωθεί και η γραμμή 4 του μετρό αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί το 2029, και ο στρατηγικός σχεδιασμός του ΟΑΣΑ βρίσκεται υπό διαμόρφωση.
Λιγότερα Ι.Χ., περισσότεροι πεζοί
Πέραν, όμως, από την κίνηση στην Αθήνα, που πρέπει πάση θυσία να λυθεί, ένας στόχος που είναι αναγκαίο να συμπεριληφθεί για την Αθήνα του 2034 είναι και το πώς θα θέλαμε να κινούμαστε ως πεζοί στο κέντρο. Δεδομένου πως η πρωτεύουσά μας στερείται των μεγάλων «ανοιχτών» δρόμων συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις, η απελευθέρωση χώρου ώστε ο κάτοικος να μπορεί να κινείται άνετα μπορεί να γίνει κυρίως με έναν τρόπο: με την αφαίρεση σταθμευμένων Ι.Χ. από αυτούς.
Μία λύση θα ήταν στις περιοχές κατοικίας να διαμορφωθούν κτίρια στάθμευσης σε οικοδομήσιμους χώρους που να προορίζονται μόνο σε μακροχρόνια μίσθωση ή σε αγορά θέσης. Τώρα αυτό συμβαίνει με τα υπόγεια γκαράζ, αλλά δεν είναι το ίδιο. Σε κάθε περίπτωση, τα Ι.Χ. πρέπει να είναι “κλειστά” και όχι στον δρόμο – Μαρία Ευαγγελίδου
Σύμφωνα με τη Μαρία Ευαγγελίδου, δεν πρόκειται για εύκολο εγχείρημα, καθώς θα απαιτηθεί η υιοθέτηση μιας νέας πολιτικής στάθμευσης. «Μία λύση θα ήταν στις περιοχές κατοικίας να διαμορφωθούν κτίρια στάθμευσης σε οικοδομήσιμους χώρους που να προορίζονται μόνο σε μακροχρόνια μίσθωση ή σε αγορά θέσης. Τώρα αυτό συμβαίνει με τα υπόγεια γκαράζ, αλλά δεν είναι το ίδιο. Σε κάθε περίπτωση, τα Ι.Χ. πρέπει να είναι “κλειστά” και όχι στον δρόμο», εξηγεί.
Αν κάτι μπορούμε, βέβαια, να πούμε με σχετική σιγουριά είναι πως η τεχνολογία σε 10 χρόνια θα έχει συνδεθεί άμεσα με το παρκάρισμα στην Αθήνα. Εκτός από τον νέο ΚΟΚ που προβλέπει την εγκατάσταση 1.000 καμερών στην Αθήνα, μέχρι τότε θα έχουμε ξεχάσει τα ξυστά παρκόμετρα, ενώ στόχος είναι να έχει δημιουργηθεί και ψηφιακό μητρώο θέσεων για την ελεγχόμενη στάθμευση, όπως και προηγμένα συστήματα να έχουν τοποθετηθεί στα δημοτικά πάρκινγκ που να ενημερώνουν τους πολίτες για τις κενές θέσεις.
«Να αλλάξει η Β. Ολγας ή το Ζάππειο;»
Οσο για το μέλλον τής μέχρι σήμερα κλειστής Βασιλίσσης Ολγας, η ερώτηση αντιστρέφεται από την αντιδήμαρχο. «Η Ολγας για εμένα δεν είναι μία σωστή πεζοδρόμηση. Αλλά το ερώτημα που θέτω εγώ είναι το εξής: “Να αλλάξει η Ολγας ή το Ζάππειο από πίσω που είναι πάρκινγκ;”».
Ακόμη είναι νωρίς για να απαντηθεί κάτι τέτοιο, ωστόσο η Μαρία Ευαγγελίδου μάς δείχνει το βιβλίο που θα διαβάσει το επόμενο διάστημα. «Είναι η διαθήκη του Ευαγγέλη Ζάππα. Το πήρα ίσως γιατί όντως αναρωτιέμαι αν πραγματικά και ο ίδιος θα ήθελε να έχει τόση άσφαλτο ο χώρος που πήρε το όνομά του».
Η αρχιτεκτονική ταυτότητα της ελληνικής πρωτεύουσας
Πώς θα είναι μια βόλτα στην Αθήνα του 2034; Ποια θα είναι η αρχιτεκτονική ταυτότητα και ποια έργα –μεγάλης ή μικρή κλίμακας– θα ορίσουν την καθημερινότητα της ελληνικής πρωτεύουσας; Και, επιπλέον, ποιοι τελικά θα την κατοικούν έως τότε; Σε ποια κτίρια; Πώς;
Ο Κώστας Τσιαμπάος, αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Νεότερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ, φαντάζεται μιαν Αθήνα με χαμένο ιστορικό κτιριακό απόθεμα, με την περίφημη αθηναϊκή πολυκατοικία –εκείνη που οραματίστηκε, σχεδίασε και υλοποίησε ο εγχώριος μοντερνισμός– να απαλείφεται, να διαγράφεται από τον χάρτη, με μιαν ερήμωση από τους μόνιμους κατοίκους, προς χάριν του απέραντου τουριστικού λούνα παρκ που ταυτόχρονα θα βάλλεται από την κλιματική κρίση. Ολα αυτά, αν η πόλη εξακολουθήσει να λειτουργεί και να αναπτύσσεται κατά το μοτίβο που βιώνουμε σήμερα.
Από τη μια, το ολογραμματικό σιντριβάνι στην Ομόνοια και δεκάδες ηλεκτρικά πατίνια και μερικά αυτόνομα τρίτροχα του Δήμου Αθηναίων. Και, από την άλλη, υποφωτισμένο κέντρο χωρίς πολλή ζωή και ένα νερό που μας έχει εγκαταλείψει – Κώστας Τσιαμπάος
Ο συνομιλητής μας, από τη μία, περιγράφει ένα σενάριο που περιλαμβάνει, μεν, νέα γραμμή του μετρό, επέκταση του τραμ, ένα ολογραμματικό «σιντριβάνι» ύψους 30 μέτρων στην Ομόνοια· δεκάδες ηλεκτρικά πατίνια και μερικά αυτόνομα τρίτροχα του Δήμου Αθηναίων· ένα Ακροπόλ να ορίζει μια νέα, ολόλαμπρη Πατησίων σε συνδυασμό με το Αρχαιολογικό Μουσείο, στη μάντρα του οποίου θα χαζεύουμε ψηφιακές διαφημίσεις για πιθανές εκθέσεις υπό τον τίτλο «Μαύρη Αθηνά», performance του Απωανατολίτη Isaac Chong Wai και συναυλίες του Ensemble Melpomen· ξενοδοχεία σε Μητροπόλεως και Οθωνος με διαδραστικές παραμετρικές όψεις.
Από την άλλη, όμως, ο Κώστας Τσιαμπάος μιλάει για το νερό που, γενικότερα, θα έχει εξαφανιστεί από τους δημόσιους χώρους· τη μείωση του φωτισμού, αφού, πλην της Αθηναϊκής Τριλογίας, στο κέντρο είναι πιθανόν ότι δεν θα υπάρχει πολλή καθημερινή ζωή. «Είναι πολύ πιθανό η Αθήνα σε 10 χρόνια από τώρα να έχει χάσει μεγάλο μέρος σημαντικών, ιστορικών της κτιρίων. Τι μας εγγυάται ότι η μαζική κατεδάφιση κατοικιών της δεκαετίας του 1920 που συμβαίνει σήμερα δεν θα συνεχιστεί με τις πολυκατοικίες του 1930;» μας λέει ο Κώστας Τσιαμπάος.
Και τη θέση τους, αν κατεδαφιστεί το μεσοπολεμικό κτιριακό απόθεμα –ένα απαύγασμα του μοντερνιστικού κινήματος της αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα–, θα καταλάβουν, όπως όλα δείχνουν, τα κτίρια στα οποία, όπως λέει ο ίδιος, εφαρμόζεται κατά την κατασκευή τους ένα ομοιογενές μοντέλο που απαντά διεθνώς σήμερα.
«Ολίγη από οικοδομική τεχνολογία, πράσινη ευαισθησία και πολλές “εξυπνάδες” στην πρόσοψη»
Ποια θα είναι τότε η αρχιτεκτονική ταυτότητα της πόλης με όσα έργα έχουμε αυτή τη στιγμή εν εξελίξει και όσα δεδομένα βιώνουμε καθημερινά σήμερα στην πρωτεύουσα; «Η μελλοντική εικόνα της Αθήνας θα συνδιαμορφωθεί, σε κάθε περίπτωση, από τη σύγχρονη αρχιτεκτονική που σήμερα κατασκευάζεται. Μια σύγχρονη αρχιτεκτονική, η οποία κατά κανόνα εφαρμόζει ένα διεθνές corporate μοντέλο με ολίγη από οικοδομική τεχνολογία, πράσινη ευαισθησία και πολλές “εξυπνάδες” στην πρόσοψη», μας λέει ο Κώστας Τσιαμπάος.
Από την άλλη, η Αθήνα της επόμενης δεκαετίας θα δεχθεί την επιρροή και των έργων μεγάλης κλίμακας, όπως ήταν ο Μεγάλος Περίπατος ή οι πεζοδρομήσεις στο εμπορικό κέντρο της πόλης. Τα έργα αυτά, όπως σημειώνει ο συνομιλητής μας, «προσελκύουν, αφενός, νέες επενδύσεις και κεφάλαια –και αυτό είναι θετικό–, αφετέρου, βέβαια, δημιουργούν εντάσεις και αντιθέσεις/αποκλίσεις, οι οποίες έχουν πολλαπλές πολιτικές, κοινωνικές, πολιτισμικές ακόμα και ψυχολογικές επιπτώσεις. Κάθε μεγάλη επέμβαση στην πόλη προκαλεί θετικές και αρνητικές αλλαγές που πρέπει να αποτελούν αντικείμενο συζήτησης».
Η μελλοντική εικόνα της Αθήνας θα συνδιαμορφωθεί, σε κάθε περίπτωση, από τη σύγχρονη αρχιτεκτονική που σήμερα κατασκευάζεται. Μια σύγχρονη αρχιτεκτονική, η οποία κατά κανόνα εφαρμόζει ένα διεθνές corporate μοντέλο. – Κώστας Τσιαμπάος
Μία συζήτηση που, όπως λέει ο Κώστας Τσιαμπάος, θα πρέπει να συμπεριλάβει την προστασία και την ανάδειξη του αττικού τοπίου ως φυσικής και πολιτισμικής κληρονομιάς. Αυτή ακριβώς η κληρονομιά είναι που μπορεί επίσης «να συμβάλει στη βιώσιμη ανάπτυξη και στην εδραίωση της ταυτότητας της πόλης». Μια ταυτότητα που, κατά τεκμήριο, θα επικυρωθεί, αν η πόλη εξακολουθήσει να αναπτύσσεται κατά το ίδιο μοτίβο, από τη μονοκαλλιέργεια της τουριστικής ανάπτυξης στο κέντρο της πρωτεύουσας.
«Σε κάθε περίπτωση, είναι επείγον να χαραχθεί μια νέα και δεσμευτική στρατηγική για τη μητροπολιτική Αθήνα, που θα έχει όραμα και ταυτότητα και θα βασίζεται στις διαχρονικές προστιθέμενες αξίες της πόλης», λέει στο κλείσιμο της κουβέντας μας ο Κώστας Τσιαμπάος.
Gentrification: Οδεύουμε προς ένα δυστοπικό 2034;
«Θέλω να παίξω με δύο έννοιες· της ευτοπίας και της δυστοπίας. Αν συνεχίσει η Αθήνα στο σενάριο που έχουμε σήμερα, οδεύουμε ολοταχώς προς μία δυστοπία».
Τι ωθεί μία αστική γεωγράφο να προβλέπει ένα δυστοπικό 2034 για την ελληνική πρωτεύουσα; Η Γεωργία Αλεξανδρή, ερευνήτρια Πολιτικής Οικονομίας του Χώρου στο Τεχνολογικό Ιδρυμα της Καρλσρούης – ITAS, επιστρέφει, καθ’ όλη τη διάρκεια της κουβέντας μας, στην κλιματική αλλαγή –«την οποία βιώνουμε με τον δύσκολο τρόπο»–, στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού και του gentrification, στις απαραίτητες κρατικές παρεμβάσεις στην κοινωνική και κτιριακή υποδομή της πόλης και στο ρυθμιστικό πλαίσιο της λειτουργίας του κέντρου της Αθήνας.
«Η βιοποικιλότητα είναι το κεντρικό χαρακτηριστικό που διακρίνει την Αθήνα. Η κατοίκηση του κέντρου από τους Αθηναίους, το μικρό λιανικό εμπόριο, οι λαϊκές χρήσεις γης – αυτή η διασταύρωση Δύσης και Ανατολής. Αυτό, πλέον, εκλείπει», αφηγείται η ίδια.
«Λίγο Ακρόπολη και, επόμενη στάση, νησί»
Στην κουβέντα παρεμβαίνει και η πολεοδόμος Βίβιαν Δούμπα, μέλος του STIPO Greece, εκφράζοντας την ανησυχία ότι «το κέντρο θα γίνει ένα τεράστιο ξενοδοχείο, το οποίο βέβαια και αυτό πάνω στη δεκαετία θα έχει αρχίσει να ρημάζει, διότι και ο τουρίστας/επισκέπτης έρχεται να ζήσει τη ζωή των ντόπιων, οπότε πλέον δεν θα του κάνει και κέφι αν συγκατοικεί μόνον με άλλους επισκέπτες. Ετσι… λίγο Ακρόπολη και, επόμενη στάση, νησί».
Ο αστικός εξευγενισμός –το περιλάλητο gentrification–, στην αρχική του θεωρία σύμφωνα με τον Νιλ Σμιθ, ορίστηκε ως η προσπάθεια της μεσαίας τάξης να ανακαταλάβει τα κέντρα των πόλεων από τις λαϊκές και εργατικές τάξεις· μία από τις μορφές του λεγόμενου νεο-αποικισμού.
Αυτό που φαίνεται, ωστόσο, κατά τη γνώμη της Γεωργίας Αλεξανδρή, είναι ότι η Αθήνα «παραδίδεται στην αρρύθμιστη αγορά του real estate, που βλέπει την πόλη σαν ένα προϊόν, άρα έχουμε τη χρηματιστικοποίηση της κατοικίας. Κάνει ένα service στην αγορά και μετά φεύγει».
Η Αθήνα παραδίδεται στην αρρύθμιστη αγορά του real estate, που βλέπει την πόλη σαν ένα προϊόν, άρα έχουμε τη χρηματιστικοποίηση της κατοικίας – Γεωργία Αλεξανδρή
Η απουσία κεντρικής πολιτικής στρατηγικής για την αποφυγή της μονοκαλλιέργειας του τουρισμού και των συνοδών παρόχων υπηρεσιών –εστίαση, εστίαση, εστίαση– φαίνεται ότι θα εκδιώξει, προσθέτει, τους μόνιμους κατοίκους, «τα σημαντικά κοινωνικά στρώματα της πόλης», από το κέντρο της πρωτεύουσας.
«Φοβάμαι, όμως, ότι και οι γειτονιές πέριξ του κέντρου θα αρχίσουν να ερημώνουν και θα εκλείψει αυτό που κάνει την Αθήνα ξεχωριστή: η πολυσυλλεκτικότητά της· όσοι δεν πάρουμε τα βουνά θα ωθηθούμε στα περίχωρα της πόλης. Και δεν εννοώ τα βόρεια ή νότια…», λέει, από πλευράς της, η Βίβιαν Δούμπα.
Φοβάμαι ότι και οι γειτονιές πέριξ του κέντρου θα αρχίσουν να ερημώνουν και θα εκλείψει αυτό που κάνει την Αθήνα ξεχωριστή: η πολυσυλλεκτικότητά της – Βίβιαν Δούμπα
Τι θα μείνει, λοιπόν, στο αθηναϊκό κέντρο και πέριξ αυτού εντός της επόμενης δεκαετίας, αν δεν αλλάξει τίποτα στον τρόπο λειτουργίας της Αθήνας; Πώς θα είναι η καθημερινότητα του Αθηναίου; «Οπως στο Κουκάκι», συμπληρώνει η Γεωργία Αλεξανδρή, «όπου, όπως μου έλεγε κάτοικος της γειτονιάς σε παλαιότερη έρευνα πεδίου που είχα διεξαγάγει, θα έχει αλλοιωθεί ακόμα περισσότερο η σύσταση των σχολείων στην περιοχή, αφού κλείνουν τμήματα μετά τον εκτοπισμό των οικογενειών από την περιοχή λόγω της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Αν εξακολουθήσουν να εκτοπίζονται οι μόνιμοι κάτοικοι, τότε η Αθήνα θα γίνει μια ωραία Ντίσνεϊλαντ για τουρίστες. Αλλά και, σε κάποια φάση, με την κλιματική αλλαγή, οι τουρίστες θα σταματήσουν να έρχονται στην Αθήνα. Ηδη υπάρχει η τάση να επιλέγουν για τις διακοπές τους τη Νορβηγία ή τη βόρεια Γερμανία».
Από χρήστες της πόλης, καταναλωτές
Η Γεωργία Αλεξανδρή θεωρεί ότι έτσι η σύσταση της ανθρωπογεωγραφίας του αθηναϊκού κέντρου θα μετατρέψει τους κατοίκους, από χρήστες της πόλης, σε καταναλωτές. Και, μάλιστα, από καταναλωτές που θα τους λείπουν, αφενός, οι βασικές υποδομές –όπως οι δρόμοι, τα πεζοδρόμια, η εύκολη πρόσβαση για τους αναπήρους και οι ποδηλατόδρομοι και, κυρίως η προσιτή κατοικία– και, αφετέρου, θα υφίστανται τις οδυνηρές επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης σε μια πόλη όπου δεν έχει προβλεφθεί καν η σκίαση».
Η Αθήνα πρέπει να γίνει μια πράσινη ζούγκλα, διότι ούτε ο τουρίστας θα έρχεται στην πόλη αν είναι να «ψήνεται» – Γεωργία Αλεξανδρή
«Η Αθήνα πρέπει να γίνει μια πράσινη ζούγκλα», λέει εμφατικά η Γεωργία Αλεξανδρή, «διότι ούτε ο τουρίστας θα έρχεται στην πόλη αν είναι να “ψήνεται”. Χρειάζονται πολιτική βούληση και μια κυβέρνηση που θα θέσει ως προτεραιότητα την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, που θα επιβάλει, δίνοντας φορολογικά κίνητρα, την ενεργειακή αναβάθμιση όλων των κτιρίων, το κυριολεκτικό και μεταφορικό πρασίνισμα κάθε πολυκατοικίας».
Παράλληλα, η Βίβιαν Δούμπα προτείνει την τετραπλή έλικα της διατομεακής συνεργασίας: δημόσιος και ιδιωτικός τομέας, κοινωνία των πολιτών, ακαδημαϊκά ιδρύματα. «Μόνο μαζί θα μπορέσουμε να διαμορφώσουμε στρατηγικές, εργαλεία και δράσεις για να αντιμετωπίσουμε την αστική εξυγίανση».
Και στη δεκαετία πάνω ακόμη θα ψάχνουμε λύσεις για να μην καιγόμαστε και να μην πνιγόμαστε. Μάλλον γι’ αυτό δεν θα θέλουν να έρχονται πια οι τουρίστες στα ξενοδοχεία μας. Λες αυτό να μας γλιτώσει από το gentrification τελικά; – Βίβιαν Δούμπα
«Βέβαια, με την κλιματική αλλαγή και την κρίση, κάθε πρόβλεψη πάει μάλλον στράφι. Πιστεύω ότι όντως θα ερημοποιηθεί η Αθήνα, και στη δεκαετία πάνω ακόμη θα ψάχνουμε λύσεις για να μην καιγόμαστε και να μην πνιγόμαστε. Μάλλον γι’ αυτό δεν θα θέλουν να έρχονται πια οι τουρίστες στα ξενοδοχεία μας. Λες αυτό να μας γλιτώσει από το gentrification τελικά;» διερωτάται κλείνοντας τη συζήτηση.
*Οι εικονογραφήσεις έχουν δημιουργηθεί με τη βοήθεια της Τεχνητής Νοημοσύνης.