Στην οδό Ακαδημίας, μου ήρθαν στο μυαλό οι εικόνες από την εξαιρετική έκθεση για τον αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Βουρέκα στο Μουσείο Μπενάκη (2012), όταν το βλέμμα μου σκάλωσε σε ένα από τα πολλά έργα του στο κέντρο της Αθήνας: στο κτίριο της ΧΑΝ, γωνία Ομήρου και Ακαδημίας. Αυτό το ψηλό, λεπτοδουλεμένο κτίριο, λερό πια, χωρίς τη λάμψη της εποχής του, στέκει ακόμη για να συμβολίσει την κοσμοπολίτικη Αθήνα του 1960. Εχει ένα υπαινικτικό μεγαλείο με τις μαρμάρινες κυψέλες του, με την ευρηματική απότμηση της γωνίας. Βγήκε από το ονομαστό στην εποχή του γραφείο του Εμμανουήλ Βουρέκα και του Περικλή Σακελλάριου, όπου εργαζόταν και ο Βασίλης Γρηγοριάδης. Δυνατή ομάδα που σφράγισε πολλά σημεία της Αθήνας.
Δύσκολο να μπει κανείς σήμερα στο πνεύμα εκείνης της εποχής, με τα πολλά καλά και τα πολλά λάθη, αλλά δύσκολα θα αντισταθεί στην ορμή εκείνης της αναδημιουργίας. Σκέφτομαι ότι παρά την αρνητική, σε μια πρώτη ανάγνωση, αποτίμηση της περιόδου εκείνης, στα χρόνια 1955-1975 χτίζονταν αναρίθμητα κεντρικά κτίρια από ονομαστούς αρχιτέκτονες. Βουρέκας, Βαλσαμάκης, Δεκαβάλλας, Στάικος, Βικέλας, Παπαζήσης, Μυλωνάς και πόσοι ακόμη υπέγραφαν μελέτες ποιότητας με εξαιρετικά επιτελεία συνεργατών. Ολη αυτή η κληρονομιά, ηλικίας 60 και 50 ετών, η εμπροσθοφυλακή του ελληνικού μεταπολεμικού μοντερνισμού, έχει ανάγκη πρώτα απ’ όλα από κατανόηση. Και μετά, έχει ανάγκη από προστασία και ανάδειξη.
Το κτίριο της ΧΑΝ, π.χ., ένα μόνο από τα πάμπολλα κτίρια του Βουρέκα στην Αθήνα, συμβολίζει αυτά τα φιλόδοξα εγχειρήματα σε δύσκολα οικόπεδα με όλους τους πολεοδομικούς περιορισμούς. Το βλέπω, έτσι όπως σώζεται, με όλη την αρνητική πατίνα του χρόνου, με τους πεσσούς της σκεπαστής στοάς ρυπαρούς, με την πρόσοψη θαμπή, με το μεγαλείο του ταπεινωμένο από την παρακμή της οδού Ακαδημίας (με τόσα αξιόλογα κτίρια αλλά και τα επίσης πολλά που χρήζουν πλήρους αναμόρφωσης). Παρ’ όλα αυτά αναδίδει μια μοναδική αθηναϊκή αύρα, καθώς στέκει απέναντι στις αντικρινές γωνίες της Ομήρου με την Ακαδημίας, έχοντας στη μία πλευρά μια καλή πολυκατοικία της δεκαετίας του ’30 και στην άλλη πλευρά μια εξίσου καλή πολυκατοικία της δεκαετίας του ’50. Είναι μια αθηναϊκή ώσμωση.
Γεμάτη η Αθήνα από τέτοιους διαλόγους που δημιουργούν ένταση και αστική ατμόσφαιρα. Αυτές οι «συνομιλίες» είναι το καύσιμο των πόλεων που γεννούν το αόρατο δίχτυ, αυτό που κάνει κάθε τόπο μοναδικό. Οσο περπατώ στην Αθήνα και μετρώ τα κτίρια με «υπογραφή», όπως λίγο παρακάτω το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, με εγχάρακτο το όνομα του Κίμωνος Θ. Λασκάρεως (1958), και λίγο παρακάτω τα «Ολύμπια» του Πάνου Τσολάκη, σκέφτομαι πόσο διαφορετικά είναι σήμερα τα πράγματα για τους νέους αρχιτέκτονες που θέλουν να χτίσουν στην πόλη τους και μένουν με τα χέρια δεμένα. Πόσα κτίρια θα βλέπαμε με χαρά να έπεφταν και με πόση ικανοποίηση θα περιμέναμε τη νέα γενιά να αξιοποιήσει δημιουργικά τον χώρο που θα προέκυπτε και να αφήσει τη δική της σφραγίδα. Αυτή τη σφραγίδα που θα έδενε πλέον στον ιστορικό, μέλλοντα χρόνο με τα κτίρια που μας κληροδότησαν οι προηγούμενες, άξιες γενιές. Αυτά σκεφτόμουν καθώς περνούσα έξω από το κτίριο της ΧΑΝ.