Οι Αγιοι Ασώματοι της αθέατης πόλης

2' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​Στην οδό Καλογήρου Σαμουήλ (που, συμπτωματικά, ήταν αυτός που ανατίναξε το Κούγκι), βρέθηκα τυχαία ένα πρωινό Σαββάτου, λίγο πριν πάω στο Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης του Μουσείου Μπενάκη. Βρισκόμαστε στο παλαιό αυτό κομμάτι της Αθήνας ανάμεσα στο Θησείο, του Ψυρρή και την Κουμουνδούρου, μια περιοχή χωνεμένη στην ιστορία της Αθήνας, που την έχουν ζωντανέψει πλήθος διηγήσεις, θρύλοι και μυθεύματα. Στους παλιούς αυτούς δρόμους από τον σταθμό του Θησείου ώς την απόληξη της Αγίου Ασωμάτων προς Πειραιώς, περιπλανήθηκα μόνος χωρίς διαβάτες ολόγυρα, παρά ελάχιστες σκιές, δίχως αυτοκίνητα, καθώς η συνοικία κοιμόταν ακόμη, δίχως θορύβους, παρά μόνο αυτόν μιας μηχανής που πέρασε βιαστικά και μερικών κελαηδισμάτων σε έναν αείλανθο.

Δεν είχα κανένα λόγο να μην τριγυρίσω λίγο ακόμη και να εξερευνήσω τη γειτονιά. Περπατούσα στην Αγίων Ασωμάτων και πριν σκεφτώ ότι σε λίγο θα έπεφτα πάνω στο διάσημο σπιτάκι με τις Καρυάτιδες (που έχει ζωγραφίσει ο Τσαρούχης και φωτογραφήσει ο Καρτιέ-Μπρεσόν), είδα από μακριά να έρχεται ένα τουριστικό διώροφο λεωφορείο. Η εικόνα ήταν σουρεαλιστική, γιατί εκείνη τη στιγμή η μόνη κίνηση καταγραφόταν από μερικές γάτες, από εμένα-μοναχικό διαβάτη και αυτό το λεωφορείο, πολύχρωμο, με στέψη ανοιχτή που την όριζαν εκείνη την ώρα 5-6 τουρίστες με τις μηχανές και τα κινητά να καδράρουν το νεοκλασικό σπιτάκι με τις Ατθίδες κόρες-φύλακες.

Για πρώτη φορά σκέφτηκα ότι το σπίτι της Ασωμάτων είχε μπει στις διαδρομές των ξεναγών. Εστεκε κλειστό, πολύ διαφορετικό από την εκδοχή του Τσαρούχη. Το κουρείο του Παν. Κρητικάκου δεν υπάρχει εδώ και χρόνια, όπως και το μικρό νεοκλασικό σπιτάκι στα αριστερά με τη γιρλάντα από τα ακροκέραμα. Ούτε ο ναύτης ούτε το κορίτσι με το γαλάζιο φόρεμα ούτε η μάνα με το μικρό παιδί.

Εστριψα στην Ψαρομηλίγκου δεξιά, γιατί το μεγάλο οικόπεδο, γεμάτο αρχαιολογικά ευρήματα, όπως όλη η περιοχή, ήταν πρόκληση για μυρωδιές πρώιμης άνοιξης. Η σγουρή, ατίθαση χλόη ήταν καταπράσινη και στο βάθος η πίσω όψη ενός δίπατου σπιτιού, ερειπωμένου και μόνου, έμοιαζε με ρημαγμένο κάστρο.

Πήρα την οδό Καλογήρου Σαμουήλ προς την Πειραιώς και προς στιγμήν είχα την αίσθηση ότι ήμουν σε κινηματογραφικό στούντιο, σαν τις πόλεις στις ταινίες γουέστερν με τα ξύλινα υποστυλώματα. Σχεδόν όλα τα σπίτια σε αυτόν τον δρόμο ήταν κλειστά και υποβασταζόμενα. Είχαν τα παράθυρα χτισμένα και τις πόρτες λεηλατημένες. Σοβάδες έφθιναν και παντζούρια χτυπούσαν. Ηταν ένα φωτεινό πρωινό, αλλά είχα ήδη την εικόνα του δρόμου όπως θα έδειχνε μέσα στη σιγαλιά της νύχτας. Δύο βήματα από την Ομόνοια, η οδός Καλογήρου Σαμουήλ θα ήταν μια καλή διεύθυνση για να μένεις γύρω στο 1880-1900. Το μαρτυρούσαν τα σπίτια, ιδίως αυτό το μόνο το έρημο, που είχα πρωτοδεί στην άκρη του χλοερού οικοπέδου. Είχε την πρόσοψη στην Καλογήρου Σαμουήλ και ήταν κάποτε καλοχτισμένο, γερό, με συγκρατημένη αρχοντιά. Ηταν η επιτομή του αισθητικού μέτρου και του νεοκλασικού κανόνα. Θεωρώ βέβαιο ότι τα ταβάνια ήταν ζωγραφιστά και τα πολλά πίσω δωμάτια, με τις πιο τραχιές όψεις και τα γερμανικά παντζούρια, αντίκριζαν οικόπεδα ή μικρότερα σπιτάκια, με τον αέρα μυρωμένο από τη γαλήνη του Κεραμεικού. Αυτήν την Αθήνα είδα εκείνο το πρωινό. Υπήρχε και δεν υπήρχε, αλλά ερχόταν στον νου η μυρωδιά της.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT