Ας υποστηρίξουμε με τρυφερότητα τα μέρη που αγαπάμε να τρώμε

Ας υποστηρίξουμε με τρυφερότητα τα μέρη που αγαπάμε να τρώμε

2' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Δεν ανέχομαι τους ανθρώπους που δεν παίρνουν το φαγητό στα σοβαρά» έλεγε ο Οσκαρ Γουάιλντ, γνωρίζοντας ότι τα πάντα στη ζωή περιστρέφονται γύρω από την απόλαυση της βρώσης. Και τη γεωγραφία της: μια πόλη είναι ένα δίκτυο από εστιατόρια. Eνας χάρτης από μυστικές γωνιές που ικανοποιούμε την πείνα, καταπραΰνουμε την κούραση, τη στενοχώρια, τον εκνευρισμό, συναντάμε εραστές, φίλους (τους συγγενείς τους κρατάμε για το σπίτι), εχθρούς και συναδέλφους.

Τα μέρη όπου τρώμε είναι σημεία αναφοράς στον αστικό ιστό, στην προσωπική μας ιστορία, στη μνήμη μας. Γιατί όλες αυτές οι σκέψεις; Διαβάζοντας ότι ένα από τα καλύτερα γαλλικά εστιατόρια της Αθήνας, ιδρυθέν το 1965, έκλεισε 50 χρόνια ζωής, δεν μπορώ να πω παρά ότι χαίρομαι, σαν να πέρασε τον κάβο των πέντε δεκαετιών ένας καλός φίλος. Οχι ότι τρώω τόσο συχνά στην φιλόξενη αυλή ή τη σάλα του, αλλά μου αρέσει η ιδέα ότι στέκεται στη θέση του παρά την κρίση και πως μπορώ να εμπιστευτώ το φιλέτο ταρτάρ του. Μεγάλη υπόθεση.

Γνωρίζω το αντεπιχείρημα: την ώρα που η χώρα περνά τη χειρότερη οικονομική κρίση των πρόσφατων δεκαετιών με ανάγκη για χιλιάδες συσσίτια καθημερινά, κάποιος ασχολείται με τη μακροβιότητα των εστιατορίων και θεωρεί ότι το να τρως καλά είναι ένα ζήτημα σημαντικό για την πόλη.

Κι όμως. Τι είναι αυτό που μας κάνει το Παρίσι πιο οικείο; Τι μας γαργαλάει συναισθηματικά όταν μιλάμε για τη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο και άλλα σημεία του πλανήτη, που ζήσαμε για μερικά 24ωρα; Ποιες στιγμές ανθολογούμε από τα ταξίδια μας; Προσωπικά μιλώντας, είναι το καθιερωμένο γεύμα στην Brasserie Lipp, όταν φτάνω στη Νότια Οχθη. Μου αρέσει να τραβά το γκαρσόνι, με τη λευκή κολλαριστή ποδιά, το τραπέζι και να κάθομαι στριμωχτά με την πλάτη στον τοίχο.

Μια κίνηση που με βάζει στην πρόσκαιρη παρέα των άγνωστων συνδαιτυμόνων. Νοσταλγώ αντανάκλαση των θαμώνων μέσα στους παλιούς καθρέπτες του Balthazar στη Spring street στο Μανχάταν και τα στροβιλίσματα των σερβιτόρων με τους δίσκους.

Ανακαλώ τα ωραία γεύματα στο εστιατόριο του διάσημου φωτογράφου Αρά Γκιουλέρ σ’ ένα ξέφωτο δίπλά στην Ιστικλαλ στην Κωνσταντινούπολη. Φευ, νομίζω ότι συνδυάζω το Λονδίνο με εστιατόρια που δεν υπάρχουν πια ― όπως ένα ωραίο ρωσικό με μεγάλη ποικιλία από βότκες στο Τσέλσι και ξύλινα σεπαρέ, μόνο και μόνο γιατί έχει συνδεθεί με τα φοιτητικά μου χρόνια. Η πόλη είναι τα μνημεία της, τα μουσεία της, οι διαδρομές, η μορφολογία των λόφων και η ροή των ποταμών. Είναι και τα εστιατόριά της, οι ταβέρνες, οι καντίνες της, τα στέκια. Αποτελούν την αισθητηριακή πύκνωση, τη βιωμένη εμπειρία, τον συνοπτικό τουριστικό οδηγό, την είσοδο σε μια ξένη κουλτούρα από την κουζίνα, όχι από το σαλόνι.

Ας γιορτάσουμε λοιπόν τα 50 χρόνια του αθηναϊκού εστιατορίου, χωρίς μεμψιμοιρία και γκρίνια, σαν ένα όμορφο δωμάτιο σε ένα παλιό αστικό σπίτι, που παραμένει φωτισμένο.

Αλλα εστιατόρια, όπως το Ideal, δεν τα κατάφεραν. Και ένας αθηναϊκός θεσμός χάθηκε στη λήθη συμπαρασύροντας μαζί του μια ολόκληρη εποχή.

Ας υποστηρίξουμε με τρυφερότητα τα μέρη που αγαπάμε να τρώμε, να γελάμε και να απολαμβάνουμε. Να πηγαίνουμε, να παραπονιόμαστε αν κάτι δεν μας αρέσει, να επιβραβεύουμε τη σταθερότητα, να αισθανόμαστε ευγνωμοσύνη που κάποιοι παλεύουν να είναι εκεί και αύριο και του χρόνου. Για να ξανασυναντιόμαστε…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT