Η υπέρταση είναι κάτι τόσο συνηθισμένο στις ηλικιωμένες γυναίκες, που εύκολα μπορεί κανείς να νομίσει ότι αρκεί μόνο ένα φάρμακο για να ελεγχθεί.
Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική – και συχνά απογοητευτική. Ο μέσος άνθρωπος χρειάζεται δύο ή τρία φάρμακα για τη διαχείριση της αρτηριακής πίεσης, καθώς και συνεχή παρακολούθηση για μικρές ρυθμίσεις στον τύπο των φαρμάκων και στις δόσεις με την αύξηση της ηλικίας, δηλώνει ο δρ Randall Zusman, διευθυντής του Τμήματος Υπέρτασης στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης, που συνεργάζεται με το Χάρβαρντ.
«Ένα σημαντικό ποσοστό των ασθενών μου είναι ηλικιωμένες γυναίκες και σε πολλές περιπτώσεις είναι δύσκολο να ελεγχθεί η αρτηριακή τους πίεση χωρίς πολλά φάρμακα», αναφέρει ο δρ Zusman.
Μία από τις αλλαγές που επιθυμεί να επιτύχει ο δρ Zusman, με τον έναν ασθενή μετά τον άλλο, είναι η ανατροπή αυτής της υπεραπλουστευμένης άποψης. Μια άλλη είναι η αλλαγή υποδείγματος στον τρόπο που οι γιατροί αποφασίζουν ποιο από τα 200 και πλέον διαθέσιμα αντιυπερτασικά φάρμακα –ή τους συνδυασμούς τους– μπορεί να έχει καλύτερα αποτελέσματα σε ένα συγκεκριμένο άτομο. Αντί να επικεντρώνονται σε παράγοντες όπως η ηλικία, το φύλο και η φυλή, οι κλινικοί γιατροί υιοθετούν πλέον μια πιο ολιστική προσέγγιση, εξηγεί ο δρ Zusman.
Και πάλι έχει σημασία αν είσαι μια ηλικιωμένη γυναίκα, αλλά η διατροφή, το επίπεδο δραστηριότητας, το αναπαραγωγικό ιστορικό και άλλες χρόνιες παθήσεις και φάρμακα λαμβάνονται επίσης υπόψη προκειμένου να ρυθμιστεί καλύτερα η θεραπεία. Η προσέγγιση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι τα δύο τρίτα των γυναικών ηλικίας 65-74 ετών έχουν αυξημένη ή υψηλή αρτηριακή πίεση και οι γυναίκες 70 ετών και άνω έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες από τους άνδρες να έχουν μη ελεγχόμενη πίεση παρά τη θεραπεία, σύμφωνα με την Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία (AHA).
Αρκετές βασικές κατηγορίες φαρμάκων
Είναι εντελώς τεκμηριωμένο ότι η υψηλή αρτηριακή πίεση –η κατάσταση όπου το αίμα ασκεί μεγαλύτερη πίεση στα τοιχώματα των αρτηριών από ό,τι συνήθως– αυξάνει τον κίνδυνο για καρδιακή προσβολή, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, νεφρική νόσο και πολλά άλλα σοβαρά προβλήματα. Επίσης συμβάλλει σε έναν στους πέντε θανάτους στις Αμερικανίδες, δημιουργώντας μεγαλύτερη επιβάρυνση της υγείας από ό,τι στους άνδρες, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2018 στο Journal of the American College of Cardiology.
Ωστόσο, οι κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με τον ορισμό της υψηλής αρτηριακής πίεσης (επισήμως γνωστή ως υπέρταση) και την αντιμετώπισή της εξελίσσονται σταθερά τα τελευταία χρόνια. Το 2017, το Αμερικανικό Κολέγιο Καρδιολογίας και η AHA διεύρυναν το όριο για την υπέρταση στα 130/80 χιλιοστά στήλης υδραργύρου (mm Hg) και άνω (ο παλιός ορισμός ήταν 140/90 mm Hg και άνω). Η αλλαγή αυτή, παρατηρεί ο δρ Zusman, σημαίνει ότι περισσότεροι Αμερικανοί λαμβάνουν αντιυπερτασικά φάρμακα, ιδίως αν πάσχουν και από άλλες παθήσεις, όπως διαβήτη, παχυσαρκία, υψηλή χοληστερόλη, ή έχουν ιστορικό καπνίσματος.
Οι κατευθυντήριες οδηγίες βοηθούν επίσης τους γιατρούς να αντιστοιχίσουν σε κάθε άτομο τα καταλληλότερα αντιυπερτασικά φάρμακα. Υπάρχουν αρκετές βασικές κατηγορίες αντιυπερτασικών φαρμάκων και κάθε μία δρα ελαφρώς διαφορετικά:
Τα διουρητικά μειώνουν την αρτηριακή πίεση, βοηθώντας τους νεφρούς να αποβάλουν περισσότερο άλας και νερό από το σώμα.
H υψηλή αρτηριακή πίεση αυξάνει τον κίνδυνο για καρδιακή προσβολή, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, νεφρική νόσο και πολλά άλλα σοβαρά προβλήματα.
Οι β-αποκλειστές μειώνουν την αρτηριακή πίεση, μειώνοντας την καρδιακή συχνότητα και το φορτίο της καρδιάς.
Οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης (α-ΜΕΑ) βοηθούν τα αιμοφόρα αγγεία να παραμείνουν χαλαρά, εμποδίζοντας τη δράση ενός ενζύμου που ευνοεί τη συστολή τους.
Οι αποκλειστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης (ARB) διευκολύνουν τη ροή του αίματος, αναστέλλοντας έναν υποδοχέα ο οποίος, όταν συνδεθεί πάνω του μια ορμόνη που ονομάζεται αγγειοτασίνη, προκαλεί συστολή των αιμοφόρων αγγείων (αγγειοσύσπαση).
Οι αποκλειστές των διαύλων ασβεστίου χαλαρώνουν τα αιμοφόρα αγγεία.
Συνεχής επικοινωνία
Ορισμένα αντιυπερτασικά φάρμακα, όπως τα διουρητικά και οι αποκλειστές των διαύλων ασβεστίου, θεωρούνταν κάποτε καλύτερα για τις ηλικιωμένες γυναίκες, αναφέρει ο δρ Zusman. Ωστόσο, για τον καθορισμό της κατάλληλης αντιυπερτασικής αγωγής για κάθε γυναίκα, ίσως πρέπει να παίξουν μικρότερο ρόλο το φύλο και η ηλικία σε σχέση με άλλα ζητήματα. Για παράδειγμα, κάποιο άτομο με διαβήτη μπορεί να επιτύχει πιο αποτελεσματικό έλεγχο της αρτηριακής πίεσης με έναν αναστολέα ΜΕΑ ή έναν ARB, ανεξαρτήτως φύλου ή φυλής. Ένα άτομο που έχει αίσθημα παλμών μπορεί να ανταποκρίνεται καλύτερα σε έναν β-αποκλειστή, ο οποίος αντιμετωπίζει και τις δύο παθήσεις. Αντιθέτως, ένα άτομο που ασκείται πολύ μπορεί να μην ανεχθεί τον β-αποκλειστή, ο οποίος μπορεί να περιορίσει την ικανότητα της καρδιάς να ανταποκρίνεται στις φυσικές προκλήσεις.
«Η αντιστοίχιση του φαρμάκου στην ασθενή και στον τρόπο ζωής της είναι η πρόκληση στην οποία προσπαθώ να απαντήσω, για να επιτύχω καλύτερο έλεγχο της αρτηριακής πίεσης», δηλώνει ο δρ Zusman.
Ακόμη και οι αναπαραγωγικοί παράγοντες επηρεάζουν την απόφαση. Οι γυναίκες που είχαν εμφανίσει προεκλαμψία –μια σοβαρή επιπλοκή της κύησης που χαρακτηρίζεται από υψηλή αρτηριακή πίεση της μητέρας– έχουν υψηλότερες πιθανότητες για υπέρταση χρόνια μετά. Δύο στις τρεις τέτοιες γυναίκες θα πεθάνουν στο μέλλον από καρδιοπάθεια, σύμφωνα με το Ίδρυμα για την Προεκλαμψία.
«Ό,τι κι αν είναι αυτό που τις καθιστά πιο επιρρεπείς στην αυξημένη αρτηριακή πίεση στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αποτελεί δείκτη αυξημένου κινδύνου στη συνέχεια της ζωής τους», εξηγεί ο δρ Zusman. «Επίσης, γνωρίζουμε πλέον ότι υπάρχουν ασφαλή φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη διάρκεια της κύησης και αναγνωρίζουμε ότι, αν η αρτηριακή πίεση αρχίσει να αυξάνεται, είναι προτιμότερο αυτή η θεραπεία να ξεκινήσει νωρίτερα παρά αργότερα». Είναι επίσης πολύ σημαντικό οι γυναίκες που εμφανίζουν υψηλή αρτηριακή πίεση στη διάρκεια της κύησης να συνεχίσουν και μετά να βλέπουν τον γιατρό πρωτοβάθμιας φροντίδας ή τον καρδιολόγο τους, έτσι ώστε η αρτηριακή τους πίεση να αντιμετωπιστεί όσο είναι σχετικά νέες.
Τέλος, ο σταθερός έλεγχος της αρτηριακής πίεσης μπορεί να είναι ένας κινούμενος στόχος. Νέα φάρμακα μπορεί να αλλάξουν τις επιλογές σας και ο γιατρός σας μπορεί να συνεργαστεί μαζί σας για να καθορίσετε το βέλτιστο σχέδιο θεραπείας που ελαχιστοποιεί τις συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες αυτών των φαρμάκων, όπως είναι η ζαλάδα.
«Πρόκειται για μια συζήτηση που συνεχίζεται διαρκώς», παρατηρεί ο δρ Zusman. «Γι’ αυτό παρακολουθώ τις ασθενείς μου στενά, ακόμη και αν η αρτηριακή τους πίεση είναι καλά ελεγχόμενη επί χρόνια».
Μπορεί ένα κοινό φάρμακο για την αρτηριακή πίεση να συμβάλει στην αντιμετώπιση της διαταραχής κατάχρησης αλκοόλ;
Ένα φθηνό, ευρέως διαθέσιμο αντιυπερτασικό φάρμακο μπορεί να έχει διπλή χρησιμότητα, καθώς νέα μελέτη δείχνει ότι μπορεί να αποτελεί θεραπεία για τη διαταραχή κατάχρησης αλκοόλ.
Το διουρητικό σπιρονολακτόνη (διατίθεται μόνο του, στην πρωτότυπη μορφή και σε γενόσημη) συνδυάζεται συχνά με άλλα φάρμακα για μεγιστοποίηση του ελέγχου της αρτηριακής πίεσης, αναφέρει ο δρ Randall Zusman, διευθυντής του Τμήματος Υπέρτασης στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης. Προκειμένου να ρυθμίσει την ισορροπία υγρών στο σώμα, η σπιρονολακτόνη επηρεάζει μια στεροειδικού τύπου ορμόνη που ονομάζεται αλδοστερόνη. Μελέτες έχουν δείξει ότι το υψηλό επίπεδο αλδοστερόνης συνδέεται με υψηλότερη κατανάλωση αλκοόλ. Πιστεύεται ότι η αλδοστερόνη συνδέεται με τους υποδοχείς του εγκεφάλου που ευθύνονται για την κατανάλωση αλκοόλ από στρες.
«Αυτό το πρόσθετο όφελος στη διαταραχή κατάχρησης αλκοόλ δεν είναι κάτι που θα το περίμενα», σχολιάζει ο δρ Zusman. «Αλλά μπορεί να αντικατοπτρίζει την επίδραση της ορμόνης αλδοστερόνη όχι μόνο στους νεφρούς, αλλά και στον εγκέφαλο, όπου επηρεάζει την κατανάλωση αλκοόλ».
Η διαταραχή κατάχρησης αλκοόλ, η οποία ορίζεται ως μια επιβλαβής σωματική ή συναισθηματική εξάρτηση από το αλκοόλ, αφορά περίπου 15 εκατομμύρια Αμερικανούς, αλλά υπάρχουν μόνο τρεις εγκεκριμένες από τον FDA φαρμακευτικές θεραπείες, σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο για την Κατάχρηση Αλκοόλ και τον Αλκοολισμό.
Η μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2022 στην ηλεκτρονική έκδοση του Molecular Psychiatry, περιλάμβανε δύο μέρη.
Αρχικά οι ερευνητές έδωσαν σε τρωκτικά σπιρονολακτόνη και διαπίστωσαν ότι τα τρωκτικά έπιναν λιγότερο από ένα αλκοολούχο διάλυμα σε σχέση με το διάστημα πριν από τη λήψη του φαρμάκου. Οι υψηλότερες δόσεις του φαρμάκου φάνηκε ότι οδηγούσαν τα ζώα να πίνουν ακόμη λιγότερο.
Στη συνέχεια οι ερευνητές πραγματοποίησαν διεξοδικό έλεγχο των δεδομένων περίπου 45.000 ατόμων από αρχεία του Υπουργείου Υποθέσεων των Βετεράνων των ΗΠΑ – όλα αυτά τα άτομα είχαν αναφέρει ότι κατανάλωναν αλκοόλ. Οι ερευνητές έψαχναν για τυχόν αλλαγές στις συνήθειες κατανάλωσης αλκοόλ σε ένα διάστημα δύο μηνών. Συνέκριναν σχεδόν 11.000 άτομα που λάμβαναν σπιρονολακτόνη λόγω υπέρτασης ή καρδιακών προβλημάτων με 34.000 άτομα που δεν λάμβαναν το φάρμακο.
Στη διάρκεια μιας περιόδου παρακολούθησης 18 μηνών κατά μέσο όρο, τα άτομα που λάμβαναν σπιρονολακτόνη εμφάνισαν έντονη μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ σε σύγκριση με τα άτομα που δεν λάμβαναν αυτό το φάρμακο. Οι πιο έντονες επιδράσεις παρατηρήθηκαν στα άτομα που ανέφεραν ότι έπιναν πολύ και έπαιρναν τις υψηλότερες δόσεις σπιρονολακτόνης. Ωστόσο, όπως δηλώνουν οι συγγραφείς της μελέτης, απαιτείται πολύ περισσότερη έρευνα προκειμένου να εμπλουτιστούν αυτά τα ευρήματα.
Τα άτομα που λαμβάνουν σήμερα σπιρονολακτόνη λόγω υπέρτασης δεν θα πρέπει να αλλάξουν τη δοσολογία προκειμένου να βοηθηθούν σε ένα πιθανολογούμενο πρόβλημα αλκοολισμού, επισημαίνει ο δρ Zusman. «Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είναι πολύ επικίνδυνο, γιατί μπορεί να μη γνωρίζετε τις φαρμακευτικές αλληλεπιδράσεις, τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες ή την παρακολούθηση που απαιτείται», προσθέτει. «Συζητήστε με τον γιατρό σας εάν πιστεύετε ότι θα έπρεπε να λαμβάνετε υψηλότερη δόση».