Το επόμενο γενικό σας τσεκάπ θα περιλαμβάνει πιθανότατα τις βασικές εξετάσεις αίματος που ελέγχουν τις τιμές των ερυθρών αιμοσφαιρίων, των διάφορων κατηγοριών λευκών αιμοσφαιρίων, των λιπιδίων (όπως η χοληστερόλη) και των χημικών ουσιών που σχετίζονται με τη λειτουργία του ήπατος και των νεφρών σας.
Υπάρχουν ωστόσο και κάποιες επιπλέον εξετάσεις που μπορούν να αποκαλύψουν σημαντικά στοιχεία για την υγεία σας, αλλά είναι πιθανό ο γιατρός σας να μην τις ζητά σε βάση ρουτίνας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ίσως αξίζει τον κόπο να κάνετε τις παρακάτω πέντε εξετάσεις:
1. Βιταμίνη B12
Η B12 (κοβαλαμίνη) είναι μια βασική βιταμίνη που είναι απαραίτητη για την υγεία του εγκεφάλου και των νεύρων, για την παραγωγή DNA και ερυθρών αιμοσφαιρίων και για τη μείωση του επιπέδου της ομοκυστεΐνης (ενός αμινοξέος που συνδέεται με χρόνια νοσήματα, όπως η άνοια και η καρδιοπάθεια).
Ο οργανισμός μας λαμβάνει τη βιταμίνη B12 με τροφές όπως το μοσχάρι, τα αυγά, τα πουλερικά και τα γαλακτοκομικά (γάλα, γιαούρτι). Για να απορροφηθεί η βιταμίνη, θα πρέπει τα οξέα του στομάχου να την αποσπάσουν από την τροφή. Στη συνέχεια, μια πρωτεΐνη που ονομάζεται ενδογενής παράγοντας (και παράγεται από κύτταρα που βρίσκονται στην εσωτερική επιφάνεια του τοιχώματος του στομάχου) συνδέεται με την B12, έτσι ώστε η B12 να μπορεί να απορροφηθεί από το λεπτό έντερο και να περάσει στο αίμα.
Ορισμένα άτομα έχουν χαμηλά επίπεδα B12. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε αρκετούς παράγοντες:
– Είναι χορτοφάγοι και δεν τρώνε τροφές πλούσιες σε B12.
– Παράγουν λιγότερα οξέα του στομάχου από ό,τι στο παρελθόν.
– Χρησιμοποιούν φάρμακα που μειώνουν τα οξέα του στομάχου, όπως αντιόξινα για τον στομαχικό καύσο (καούρες στο στομάχι).
– Έχουν μια σπάνια αυτοάνοση νόσο (κακοήθης αναιμία) που οδηγεί σε σοβαρή ανεπάρκεια B12.
Μήπως πρέπει να κάνετε την εξέταση; «Πιστεύω ότι όλοι πρέπει να κάνουν εξέταση για B12 τουλάχιστον μία φορά μετά την ηλικία των 65 ετών και στη συνέχεια να ελέγχονται κάθε λίγα χρόνια. Το χαμηλό επίπεδο B12 μπορεί να οδηγήσει σε αναιμία, προβλήματα μνήμης και δυσκολία στη βάδιση», δηλώνει η δρ Suzanne Salamon, αναπληρώτρια διευθύντρια Γεροντολογίας στο Ιατρικό Κέντρο Beth Israel Deaconess, που συνεργάζεται με το Χάρβαρντ.
Οι φυσιολογικές τιμές B12 κυμαίνονται μεταξύ 160 και 950 πικογραμμαρίων ανά χιλιοστόλιτρο (pg/mL). Εάν κάποιος έχει χαμηλά –αν και φυσιολογικά– επίπεδα, στο εύρος των 200 έως 300 pg/mL, ίσως πρέπει να λάβει συμπλήρωμα βιταμίνης B12.
2. Βιταμίνη D
Γενικά λαμβάνουμε μια μικρή ποσότητα βιταμίνης D με την τροφή μας (από τροφές όπως το ψάρι, το ενισχυμένο γάλα ή το γιαούρτι)∙ η μεγαλύτερη ποσότητα συντίθεται από τον οργανισμό μας όταν το δέρμα μας εκτίθεται στις υπεριώδεις ακτίνες Β του ήλιου. Για τον λόγο αυτόν η βιταμίνη D είναι γνωστή ως η «βιταμίνη της λιακάδας».
Ωστόσο, πολλοί ηλικιωμένοι εμφανίζουν ανεπάρκεια βιταμίνης D, ακόμη και αν έχει ηλιοφάνεια. «Δεν έχει σημασία αν ζείτε στη Φλόριντα ή στην Καλιφόρνια, γιατί, με την αύξηση της ηλικίας, το δέρμα χάνει την ικανότητα να αξιοποιεί αποτελεσματικά το φως του ήλιου», εξηγεί η δρ Salamon. Δεν θα πρέπει να αφήσετε το επίπεδο της βιταμίνης D να μειωθεί. Η βιταμίνη D είναι σημαντική για την υγεία των οστών, την απορρόφηση του ασβεστίου, τη μείωση της φλεγμονής, τη λειτουργία του ανοσοποιητικού και άλλες λειτουργίες του σώματος, ενώ ενδέχεται να παίζει ρόλο και στην πρόληψη του καρκίνου.
Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο τεύχος, πρόσφατα στοιχεία του Χάρβαρντ δείχνουν ότι η καθημερινή λήψη συμπληρώματος βιταμίνης D σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο για προχωρημένο καρκίνο σε άτομα μέσης ή μεγάλης ηλικίας με φυσιολογικό βάρος.
Μήπως πρέπει να κάνετε την εξέταση; Η δρ Salamon συνιστά να κάνετε την εξέταση τουλάχιστον μία φορά στη ζωή σας, ιδίως εάν έχετε εύθραυστα οστά ή μια πάθηση του στομάχου που επηρεάζει την ικανότητά σας για απορρόφηση της βιταμίνης D. Επισημαίνει, ωστόσο, ότι ο προληπτικός έλεγχος είναι πολύ αμφιλεγόμενος.
Τι ισχύει εάν έχετε υψηλό κίνδυνο για καρκίνο; «Παρότι μπορεί να αισθανθείτε καλύτερα αν γνωρίζετε το επίπεδο βιταμίνης D, μια εναλλακτική λύση είναι να παρακάμψετε την εξέταση και απλώς να αρχίσετε να λαμβάνετε ένα συμπλήρωμα 1.000 έως 2.000 διεθνών μονάδων (IU) ημερησίως.
»Εάν νομίζετε ότι ήδη λαμβάνετε πολλά φάρμακα και δεν θέλετε να προσθέσετε ένα ακόμη δισκίο, μιλήστε πρώτα με τον γιατρό σας», συνιστά η δρ JoAnn Manson, επικεφαλής ερευνήτρια για τη βιταμίνη D στο Χάρβαρντ και διευθύντρια του Τμήματος Προληπτικής Ιατρικής στο συνεργαζόμενο με το Χάρβαρντ Brigham and Women’s Hospital.
Υπάρχει διαφωνία για το ποιο αποτέλεσμα θεωρείται φυσιολογικό σε μια εξέταση βιταμίνης D που μετράει έναν μεταβολίτη της βιταμίνης (25-υδροξυβιταμίνη D), αλλά η τιμή θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 20 νανογραμμάρια ανά χιλιοστόλιτρο (ng/mL).
3. Ηπατίτιδα C
Η ηπατίτιδα C είναι μια ιογενής λοίμωξη που μπορεί να οδηγήσει σε ηπατική βλάβη, κίρρωση του ήπατος, καρκίνο του ήπατος ή ηπατική ανεπάρκεια.
Μεταδίδεται κυρίως όταν ένα άτομο έρθει σε επαφή με το αίμα ατόμου που έχει ήδη μολυνθεί. Αυτό μπορεί να συμβεί με την κοινή ενδοφλέβια χρήση βελόνας, με τη χρήση μη αποστειρωμένου εξοπλισμού για τατουάζ ή body piercing, με την κοινή χρήση ξυραφιού, νυχοκόπτη ή οδοντόβουρτσας ή μέσω της μετάγγισης αίματος πριν από το 1992 (οπότε έγινε διαθέσιμη η εξέταση αίματος για την ανίχνευση της ηπατίτιδας C), καθώς και με τη σεξουαλική επαφή με σύντροφο που έχει μολυνθεί.
Τα άτομα που γεννήθηκαν μεταξύ 1945 και 1964, τα οποία έχουν πενταπλάσιες πιθανότητες να έχουν μολυνθεί από τον ιό σε σχέση με τους υπόλοιπους ενήλικες, ίσως μολύνθηκαν κατά τις δεκαετίες του 1960 έως του 1980. Ωστόσο, έως το 2015, μόνο το 13% αυτής της γενιάς είχε εξεταστεί.
«Αυτό θα μπορούσε να οφείλεται στον φόβο του στίγματος, αλλά δεν θα ξαφνιαζόμουν αν άκουγα ότι και πολλοί γιατροί δεν προτείνουν την εξέταση. Μπορεί να θεωρούν ότι οι ασθενείς τους δεν διατρέχουν κίνδυνο για ηπατίτιδα C», σχολιάζει η δρ Salamon.
Μήπως πρέπει να κάνετε την εξέταση; Όλοι οι ενήλικες στις ΗΠΑ θα πρέπει να εξεταστούν τουλάχιστον μία φορά ή και συχνότερα εάν περιλαμβάνονται στις ομάδες υψηλού κινδύνου. Τα καλά νέα είναι τα εξής: «Υπάρχει θεραπεία που επιτυγχάνει ίαση εάν η λοίμωξη εντοπιστεί έγκαιρα», προσθέτει η δρ Salamon.
4. HIV
Από τότε που ο HIV (ιός της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας) και το AIDS (σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας, το όψιμο στάδιο της λοίμωξης από HIV) έκαναν την εμφάνισή τους, πριν από δεκαετίες, έχουμε καταφέρει να αναπτύξουμε ισχυρά αντι-ιικά φάρμακα που εμποδίζουν τη λοίμωξη να εξελιχθεί.
Ωστόσο, όπως και η εξέταση για ηπατίτιδα C, έτσι και η εξέταση για HIV συνοδεύεται από στιγματισμό.
Ο HIV μεταδίδεται όταν κάποιος εκτίθεται σε ορισμένα σωματικά υγρά ατόμου που έχει ήδη μολυνθεί. Αυτό μπορεί να συμβεί κατά την κολπική ή πρωκτική σεξουαλική επαφή ή με την κοινή χρήση εξοπλισμού όπως οι βελόνες.
Μήπως πρέπει να κάνετε την εξέταση; Το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ συνιστά ότι όλα τα άτομα ηλικίας 13 έως 64 ετών θα πρέπει να κάνουν την εξέταση τουλάχιστον μία φορά, ενώ επισημαίνει ότι η πιθανότητα εξέτασης είναι μικρότερη στους ηλικιωμένους, επειδή οι ίδιοι ή οι γιατροί τους πιστεύουν ότι δεν διατρέχουν κίνδυνο για λοίμωξη HIV. Ωστόσο, ένα στα έξι άτομα που έλαβαν διάγνωση HIV το 2018 ήταν ηλικίας 50 ετών και άνω.
«Κάντε την εξέταση εάν δεν την έχετε κάνει ποτέ πριν ή εάν είστε σεξουαλικά δραστήριοι», συνιστά η δρ Salamon.
5. Σάκχαρο αίματος
Τα άτομα με διαβήτη ή προδιαβητική κατάσταση έχουν αυξημένο επίπεδο γλυκόζης (σακχάρου) στο αίμα. Η μέτρηση του σακχάρου αίματος μετά από νηστεία μπορεί να συμπεριληφθεί στο γενικό τσεκάπ και στις ΗΠΑ καλύπτεται από το Medicare. Ωστόσο, η δρ Salamon επισημαίνει ότι οι γιατροί της πρωτοβάθμιας περίθαλψης δεν ελέγχουν πάντοτε το επίπεδο σακχάρου σε ετήσια βάση.
Μήπως πρέπει να κάνετε την εξέταση; Εάν έχετε φυσιολογικό επίπεδο σακχάρου στο αίμα, μία εξέταση κάθε τέσσερα χρόνια είναι μια χαρά, αλλά και πάλι ίσως θα ήταν καλό να εξετάζεστε κάθε χρόνο. «Ορισμένα άτομα που έχουν “σιωπηρό” διαβήτη δεν εμφανίζουν συμπτώματα και, επομένως, δεν μπορούν να εντοπιστούν παρά μόνο εάν κάνουν την εξέταση», εξηγεί η δρ Salamon.
Τα άτομα με υψηλό κίνδυνο για διαβήτη, όπως αυτά που έχουν παραπανίσιο βάρος ή οικογενειακό ιστορικό διαβήτη, θα πρέπει να κάνουν εξετάσεις πιο συχνά. Οι φυσιολογικές τιμές σακχάρου αίματος νηστείας είναι κάτω από 100 χιλιοστόγραμμα ανά δεκατόλιτρο (mg/dL) αίματος. Τιμές 126 mg/dL και άνω μπορεί να υποδηλώνουν διαβήτη. «Ωστόσο, τα φυσιολογικά επίπεδα μεταβάλλονται με την ηλικία και μπορεί να είναι ελαφρώς υψηλότερα. Ο γιατρός σας θα πρέπει να ερμηνεύσει τα αποτελέσματα», δηλώνει η δρ Salamon.