Ο μποξέρ, ο μπον βιβέρ, ο Μουζάκης

6' 7" χρόνος ανάγνωσης

Κουστουμαρισμένος όπως επιβάλλει η δεκαετία του ’50, ο Γιώργος Μουζάκης υψώνει την τρομπέτα, φουσκώνει τα μάγουλα και δίνει το σύνθημα στην ορχήστρα. Η ζουμερή Σπεράντζα τινάζει με υπόσχεση το κορμί της. «Θα γίνω Βραζιλιάνα / με το σομπρέρος μου / θα ’σαι ο καμπαλέρος μου…» και το Τρίο Κιθάρα σιγοντάρει: «Αυτό το μάμπο το μπραζιλέιρο / μου δίνει κέφι, μου δίνει στυλ…».

Ποιος δεν θυμάται τη σκηνή από την ταινία «Η ωραία των Αθηνών» του Νίκου Τσιφόρου (1954). Στο σινεμά και στο θέατρο, ως «βασιλιάς της επιθεώρησης», με τις μεγάλες πάντα ορχήστρες του, ο Γ. Μουζάκης ταξίδεψε γενιές σε τόπους εξωτικούς, με σάμπα και με ρούμπα, ρομάντζες και έρωτες, μάμπο και φοξ τροτ, καντάδες και απτάλικα, με μπριόζες να τραγουδούν «είναι η ζωή μια χίμαιρα, κι όλα στον κόσμο εφήμερα / ας το γλεντήσουμε σήμερα». Κάπως έτσι έσπαγε η λύπη του καιρού.

Στις 5 Μαρτίου στο Μέγαρο Μουσικής, στη σειρά «Γέφυρες», η εποχή αναβιώνει μέσα από το αφιέρωμα στον «Διαχρονικό Μουζάκη» με τους Ελένη Τσαλιγοπούλου, Φοίβο Δεληβοριά, Μαρίζα Ρίζου, Δώρο Δημοσθένους, Σταύρο Σαλαμπασόπουλο, Κώστα Χατζηχριστοδούλου να μας θυμίζουν το ’50, το ’60 και το ’70, και γκεστ σταρ τον Γιώργο Κατσαρό.

Ο μποξέρ, ο μπον βιβέρ, ο Μουζάκης-1 

Με τους ποδοσφαιριστές του ΠΑΟ Μίμη Δομάζο και Ανδρέα Παπαεμμανουήλ.

«Το ελαφρό τραγούδι παίρνει το αίμα του πίσω;» ρωτώ τον γιο του συνθέτη, Ζάχο Μουζάκη, που έχει αναλάβει τη μουσική επιμέλεια της παράστασης, τις ενορχηστρώσεις και την προσαρμογή του μουσικού υλικού. «Πέρασε η εποχή του, κάηκε και επανέκαμψε όπως συνέβη και με το ρεμπέτικο», λέει στην «Κ». Για τη συνάντησή μας ήρθε από την Κινέτα όπου ζει μόνιμα. Λάτρης της φύσης, σχεδιάζει για το μέλλον μια φάρμα με άλογα και ένα σπίτι στο βουνό. Αλογο έχει και τώρα και μου το δείχνει περήφανος στο κινητό του. Ο Αθως τριγυρνά ελεύθερος, ανταποδίδοντας την αγάπη στον ιδιοκτήτη του. Ομως τώρα, ο λόγος είναι για τον πατέρα του: «Τα πρώτα χρόνια ζούσαμε στου Γκύζη, έπειτα στου Παπάγου και στο τέλος Κινέτα. Εφυγα πρώτος από την Αθήνα και ακολούθησαν δύο χρόνια μετά οι γονείς. Η μητέρα ήταν ο δεύτερος γάμος του πατέρα μου. Από τον πρώτο του, έχω δύο αδέλφια».

Ο Γιώργος Μουζάκης γεννήθηκε Δεκαπενταύγουστο του 1922 στο Μεταξουργείο. «Ελεγε ότι φόρεσε στα οκτώ του παπούτσια πρώτη φορά και ότι έφαγε αυγό στα 12. Ο παππούς μου ήταν από τη Ζάκυνθο και η γιαγιά από το Αίγιο. Μετά το σμίξιμό τους, άνοιξαν ένα καφενεδάκι στην πλατεία Καρόλου, κάτω από την Ομόνοια. Επειδή δεν μπορούσε να συντηρηθεί η οικογένεια, έστειλαν τον πατέρα στο Εμπειρίκειο Ιδρυμα. Είχε ακόμη δύο αδελφές κι έναν αδελφό που τον σκότωσαν οι Γερμανοί στην Κατοχή.

Στη Σύρο, στο Ιδρυμα, έμαθε τις πρώτες του νότες. Δεν ήταν μορφωμένος, τη Β΄ Δημοτικού τελείωσε, αλλά είχε τέτοιο θράσος που, αν τον ρώταγες ποιος είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Ζουαζιλάνδης, θα απαντούσε. Ηταν τρελή προσωπικότητα. Ο ορισμός του large και του αυτοδίδακτου. Ακουγε έναν άσχετο ήχο και έλεγε σολ μινόρε. Εγώ, παρότι μορφώθηκα μουσικά, δεν το έχω αυτό το χάρισμα».

Του έλεγε ότι μικρός ήταν τσιλιβήθρας. «Σκελετός, τον δέρνανε, κι έτσι έγινε μποξέρ για να αμύνεται. Ηταν 17 ετών, λίγο πριν από τον πόλεμο του 1940. Ηταν σε μια σκληρή γειτονιά και έπρεπε να επιβιώσει». Αν είχε σπουδάσει, θα ήταν σε άλλο μουσικό επίπεδο. Σουίνγκ, λάτιν ρούμπες, σάμπες, αρχοντορεμπέτικα, τα έβγαζε αβίαστα στη στιγμή. «Τον Μουζάκη ή τον λάτρευες, ή τον μισούσες. Μπον βιβέρ, όσο δεν πάει. Αθεράπευτα ανοιχτοχέρης. Κόστιζε ο καφές 50 δραχμές, εκείνος άφηνε πεντακοσάρικο. Αν δεν ήταν η μάνα μου, θα ήμασταν άφραγκοι».

Το ξεκίνημα

Η πρώτη δουλειά του Μουζάκη, όπως αναφέρεται στη βιογραφία του με τίτλο «Βίρα τις άγκυρες» (Ιάσων Τριανταφυλλίδης, εκδ. Αγκυρα) ήταν στον Καραγκιόζη του Μόλλα. Σιγά σιγά καθιερώθηκε ως τρομπετίστας με δική του ορχήστρα και το 1948 υπογράφει το πρώτο του τραγούδι, το «Σου αξίζει». «Είχε ήδη πουλήσει τραγούδια του τα οποία σήμερα είναι πασίγνωστα και δεν φέρουν το όνομά του. Δεν σου λέω ποια, σέβομαι τους νεκρούς» λέει ο γιος του. Είναι η εποχή της επιθεώρησης «Βίρα τις άγκυρες» για την οποία ο Μουζάκης γράφει μουσική. «Εκτοτε είχε 2-3 παραστάσεις τον χρόνο στο θέατρο, το βράδυ τα νυχτερινά μαγαζιά και το πρωί πρόβες. Κοιμόταν ελάχιστα».

Ο μποξέρ, ο μπον βιβέρ, ο Μουζάκης-2

Με την ηθοποιό και χορεύτρια Ελένη Προκοπίου.

Στίχους δεν έγραψε πολλούς, λίγοι ήταν όπως το «Κάποιο δειλινό» ή το «Αλα Κάλα Κούμπα» που τραγουδούσε η Ρένα Βλαχοπούλου. «Αυτά που βλέπω στο Διαδίκτυο ότι έγραψε 2.500 μελωδίες είναι μυθεύματα. Σίγουρα είναι 108 θεατρικά, οκτώ ταινίες, πάρα πολλά τραγούδια».

Είναι όμως αλήθεια ότι ήταν αμετανόητος Παναθηναϊκός. Με τον Γιώργο Οικονομίδη, μετά έναν νικηφόρο αγώνα στο γήπεδο της Λ. Αλεξάνδρας το 1958 έγραψαν τον ύμνο «Σύλλογος μεγάλος…». Οι τοίχοι στο σπίτι της οδού Λομβάρδου στου Γκύζη ήταν βαμμένοι πράσινοι, θυμάται ο Ζάχος. «Και σήμερα τα δύο δωμάτια της μητέρας μου είναι βαμμένα στο ίδιο χρώμα. Ο Αντώνης Αντωνιάδης ερχόταν στο σπίτι και έλεγε στον πατέρα: “Πόσα γκολ θέλεις να βάλω για σένα σήμερα;”». Θυμάται και τον Δομάζο: «Στην κηδεία του Μουζάκη ο Μίμης ήρθε βουρκωμένος και μου είπε πως, όταν ήταν μικρός, ο πατέρας του έδωσε ένα 500άρικο λέγοντάς του “με αυτό θα γίνεις μεγάλος”. Μου είπε ότι το είχε κορνιζάρει».

«Εγραψε το “Βίρα τις άγκυρες” το 1948, όταν οι Ελληνες ακόμη σκοτώνονταν μεταξύ τους»

Ο Τζίμης Μακούλης, η Σαπούντζω, όπως αποκαλεί την αειθαλή Ζωζώ, οι Σώτος Παναγόπουλος, Καίτη Μπελίντα, Γιάννης Βογιατζής, Τζένη Βάνου, Τέρης Χρυσός, Κλειώ Δενάρδου, Γιάννης Πετρόπουλος, Αντζελα Ζήλεια, που ήταν κουμπάροι, ήταν αυτοί που μπαινόβγαιναν στο σπίτι. «Ο πατέρας κάπνιζε πέντε πακέτα την ημέρα και όταν το έκοψε για να βρει την υγειά του, άρχισε το πούρο. Εκτοτε μισώ το τσιγάρο και το ποτό».

Ισως και τη ζωή του καλλιτέχνη. Ο Ζάχος δοκίμασε μια δουλειά με θερμοκήπια – λατρεύει τη φύση, αλλά δεν πήγε καλά. «Είπαμε να γλιτώσουμε τη νύχτα και τις ψωνάρες τους τραγουδιστές (όχι όλους) και ακολούθησα την ιδέα της μάνας μου. Από τεσσάρων ετών ήμουν στις κουίντες και στα στούντιο ηχογραφήσεων. Ο πατέρας δεν με ρώτησε αν θέλω να γίνω μουσικός, προέκυψε».

Ο μποξέρ, ο μπον βιβέρ, ο Μουζάκης-3

Με τη Ζωζώ Σαπουντζάκη, τη «Σαπούντζω» όπως την αποκαλούσε.

Γράφει όταν του κάνει κέφι. Πέρυσι έγραψε και παρουσίασε στην Κύπρο ένα σπονδυλωτό έργο για βιολί και τσέλο. Αλλά και μία σουίτα με συνθέσεις του Μουζάκη. «Δεν απομυθοποίησα τον χώρο, γιατί ποτέ δεν τον μυθοποίησα». Δεν δηλώνει μουσικός. «Τουλάχιστον όχι αυτό τον καιρό. Ενορχηστρωτής ναι, παραγωγός. Μπορώ να στήσω σε ένα κομπιούτερ μια συμφωνική ορχήστρα».

«Ο Γιώργος Μουζάκης δεν ήταν ο παραδοσιακός πατέρας, αλλά ένιωθα σαν να ήμουν ο πρίγκιπάς του. Θα μπορούσα να έχω γίνει κωλόπαιδο, αλλά είχε σύστημα». Παιδαρέλι ακόμη, 16 ετών, τον έβαζε να κάνει πρόβες με ορχήστρες. «Ετσι μου έδωσε αυτοπεποίθηση, μου έμαθε να πατάω στα πόδια μου και να παραδέχομαι τα λάθη μου».

Τα τραγούδια

«Αννα, φέρε μου ένα πακέτο», έλεγε συχνά στη σύζυγό του, ζητώντας τα δικά της τσιγάρα που ήταν κασετίνα. Τραβούσε στο πίσω μέρος πέντε γραμμές και έγραφε μια μελωδία. «Αγαπημένο του ήταν το “Μαρία”, που έγραψε για τη μητέρα του. Στα μάτια του, τα περισσότερα τραγούδια ήταν καμένα. Τα έπαιζε κάθε μέρα. Ωστόσο, ο λυρισμός ήταν τρόπος έκφρασης τότε. Λουλούδια, γιασεμιά, η ντάμα με λευκό φουστάνι και γόβα ποτισμένη με Chanel Νο 5… Πώς συνδυαζόταν αυτό με μια Αθήνα με λασπόνερα και πείνα, δεν μπόρεσα ποτέ να το καταλάβω. Εγραψε το “Βίρα τις άγκυρες” το 1948, όταν οι Ελληνες ακόμη σκοτώνονταν μεταξύ τους».

Κάποιοι κατέκριναν εκείνο το ρεπερτόριο της αμεριμνησίας. «Είχαν ανάγκη από εξωτική διάθεση, χορό, χαρά, ανεμελιά και μια ελληνική προσαρμογή του Χόλιγουντ. Είναι σαν να κατηγορείς τον Φρεντ Αστέρ».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT