Αν υπάρχει ένα σημείο όπου τα «γυναικεία» περιοδικά συγκλίνουν με τις «σοβαρές» εφημερίδες (που συνήθως αριθμούν περισσότερους αναγνώστες παρά αναγνώστριες), είναι η τάση τους να αναπαράγουν άκριτα τα αποτελέσματα ερευνών για τις «έμφυτες» διαφορές των δύο φύλων. Υπεύθυνοι γι’ αυτό είναι άλλοτε οι δημοσιογράφοι, οι οποίοι παρερμηνεύουν τα συμπεράσματα των ερευνητών ή παραλείπουν σημαντικές λεπτομέρειες (όπως ότι οι συμμετέχοντες στην έρευνα ήταν ποντίκια), και άλλοτε οι επιστήμονες, οι οποίοι άθελά τους αναζητούν «αλήθειες» για να επιβεβαιώσουν τις προκαταλήψεις τους.
Προκαταλήψεις, που μοιραζόμαστε λίγο-πολύ όλοι, έχοντας γαλουχηθεί με τα στερεότυπα ότι οι άντρες έχουν βελτιωμένη αίσθηση προσανατολισμού, οι γυναίκες τα καταφέρνουν στο multitasking, τα κορίτσια διαπνέονται από μητρικό ένστικτο και τα αγόρια λατρεύουν τα τροχοφόρα. Βασική συνέπεια τέτοιων διαχωρισμών είναι πως ικανές νέες γυναίκες αποφεύγουν να ακολουθήσουν επιστημονική καριέρα επειδή πιστεύουν ότι δεν έχουν τα απαραίτητα προσόντα. Ωστόσο, τα επιστημονικά δεδομένα που διαθέτουμε μέχρι τώρα δεν δείχνουν επ’ ουδενί ότι ο γυναικείος εγκέφαλος διαφέρει ουσιαστικά από τον ανδρικό, υπογραμμίζει η νευροεπιστήμων Gina Rippon στο βιβλίο της «The Gendered Brain» (εκδ. Bodlay Head).
Ως επίτιμη καθηγήτρια Νευροαπεικόνισης στο Πανεπιστήμιο Aston, στο Μπέρμιγχαμ, και μέλος πρωτοβουλιών για την προσέλκυση κοριτσιών σε ανδροκρατούμενα επιστημονικά πεδία, η συγγραφέας διαθέτει ένα εκλεπτυσμένο εσωτερικό «ραντάρ» για τον εντοπισμό παραπλανητικών πληροφοριών σχετικά με το φύλο. Συχνά εξοργίζεται όταν τα ευρήματα νευροεπιστημονικών ερευνών μεταδίδονται με παραπλανητικό τρόπο, όμως το πιο ισχυρό κίνητρο για τη συγγραφή του πρώτου της εκλαϊκευμένου βιβλίου ήταν η απογοήτευση που βίωνε όταν, στη διάρκεια επισκέψεων σε σχολεία, συναντούσε «πολύ ευφυή κορίτσια πεπεισμένα ότι δεν τα κατάφερναν με τις θετικές επιστήμες, ότι η επιστήμη ήταν “δύσκολη”, ότι δεν ήταν για εκείνες», παραδέχεται μιλώντας στην «Κ». Επιπλέον, θεωρεί εξαιρετικά ανησυχητική τη διάδοση των προϊόντων αποκλειστικά «για αγόρια» ή κορίτσια, εξασφαλίζοντας ότι ακόμη και τα νήπια έχουν πλήρη συναίσθηση της θέσης τους στην κοινωνία (στο βιβλίο της κάνει λόγο για ένα «ροζ και μπλε τσουνάμι).
Μέσα από αναφορές σε δεκάδες έρευνες και εύληπτα κείμενα για την ιστορία και τις εξελίξεις στο πεδίο της νευροεπιστήμης, και ιδιαίτερα στην απεικόνιση του εγκεφάλου, το βιβλίο καταρρίπτει έναν έναν τους μύθους σχετικά με τον «έμφυλο» εγκέφαλο. Ο αναγνώστης καταλήγει να απορεί γιατί ο διαχωρισμός μεταξύ των φύλων εξακολουθεί, αφενός, να προσελκύει το ενδιαφέρον τόσων ερευνητών και, αφετέρου, να αποτελεί θεμελιώδες συστατικό της κοινωνίας.
«Είναι δύσκολο να απαλλαγούμε από τα στερεότυπα, γιατί έχουν μακρά ιστορία και κάνουν τους ανθρώπους να αισθάνονται σίγουροι για τον εαυτό τους και τη συνοχή του κόσμου τους», εξηγεί η ερευνήτρια. «Το “κυνήγι των διαφορών” στις επιστήμες του εγκεφάλου μάς απασχολεί εδώ και δύο αιώνες, επομένως είναι δύσκολο να το εγκαταλείψουμε. Επιπλέον, υπάρχουν πράγματι εμφανή και επίμονα χάσματα μεταξύ των φύλων, π.χ. στη σωματική και ψυχική υγεία, όπως επίσης στην επιστήμη, στις επιχειρήσεις, στην πολιτική, άρα θα πρέπει να συνεχίσουμε να στοχαζόμαστε πάνω στην επίδραση του φύλου».
Ο εγκέφαλος πλάθεται
Το κεντρικό επιχείρημα της Τζίνα Ρίπον, και αυτό το οποίο θα έπρεπε να λαμβάνουν υπόψη όσοι μεγαλώνουν ή ασχολούνται με παιδιά, είναι πως ο εγκέφαλος «πλάθεται» συνεχώς. Συνεπώς, οι γνώσεις και δεξιότητες που αποκτάμε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας, επιφέρουν απτές αλλαγές: Ερευνες έχουν αποδείξει ότι οι οδηγοί ταξί έχουν πιο ανεπτυγμένο το τμήμα του εγκεφάλου που σχετίζεται με τον προσανατολισμό, αν και οι αλλαγές εξαφανίζονται μετά τη συνταξιοδότησή τους. Υπό αυτό το πρίσμα, το κλισέ ότι ένα παιδί που παίζει με Lego θα εξελιχθεί σε μηχανικό δεν είναι καθόλου αβάσιμο.
Και αν τα στερεότυπα περί φύλου υπαγορεύουν εξίσου τις επαγγελματικές επιλογές ανδρών και γυναικών (ελάχιστα αγόρια ενθαρρύνονται να γίνουν χορευτές ή νοσοκόμοι), ο λόγος που προτρέπουμε τα κορίτσια να ασχοληθούν με τις επιστήμες είναι σαφής, εξηγεί η Αγγλίδα ερευνήτρια: «Αφενός υπάρχει έλλειψη επιστημόνων (κάθε είδους) και αφετέρου οι επιστημονικές καριέρες αποτελούν εξαιρετική επιλογή, καθότι μεταξύ άλλων τείνουν να πληρώνονται καλά. Δεν ισχύει το ίδιο για τους χορευτές ή τους νοσοκόμους. Θα ήταν πάντως θετικό να βλέπαμε περισσότερα αγόρια σε οποιοδήποτε επάγγελμα φροντίδας, γιατί έχουμε επείγουσα ανάγκη από εναλλακτικά πρότυπα».
Πώς όμως μπορεί ένας γονιός να προστατεύσει τις κόρες του από το «ροζ τσουνάμι»; «Αποφύγετε να συσχετίζετε πράγματα και δραστηριότητες με το ένα ή το άλλο φύλο και προκαλέστε οποιονδήποτε (παιδαγωγό, άλλους γονείς, διαφημίσεις) διατυμπανίζει αυτό το μάντρα», είναι η απάντηση της καθηγήτριας. «Εξασφαλίστε ότι οι επιλογές σας δεν αποκλείουν άλλες επιλογές. Αν θέλει ένα κάστρο πριγκίπισσας, βάλτε την να το κατασκευάσει!».