Ενας τρελός, θυμωμένος σύζυγος. Καθισμένος στο πίσω κάθισμα του ταξί παραληρεί: η γυναίκα του, λέει στον άγνωστό του ταξιτζή, βρίσκεται σε εκείνο το δωμάτιο με έναν άνδρα. Ο άνδρας δείχνει προς ένα κτίριο. Ο ταξιτζής, τον οποίο υποδύεται ο Ρόμπερτ ντε Νίρο, κοιτάζει σαστισμένος τον πελάτη του στο πίσω κάθισμα. Τον υποδύεται ο Μάρτιν Σκορσέζε, ο σκηνοθέτης της ταινίας, του θρυλικού σήμερα «Ταξιτζή», γεμάτος από το νεύρο, το πάθος, την τρέλα, τη μανία, τη σκοτεινιά, τη «σπίντα» που έχουν όλες σχεδόν οι ταινίες του.
Σε αυτό το πέρασμά του, ο «Μάρτι» προαναγγέλλει τον Τζέικ λα Μότα (Ντε Νίρο) του «Οργισμένου ειδώλου» και τον Τόμι ντε Βίτο (Τζο Πέσι) από τα «Καλά παιδιά», προαναγγέλλει τις εμμονές και τις νευρώσεις που διατρέχουν όλη σχεδόν τη φιλμογραφία του. Ομως ο Σκορσέζε, ως σκηνοθέτης (και ως ψυχισμός εντέλει), πέρα από το φλογισμένο θυμικό, έχει και κάτι στοχαστικό, υπαρξιακό, εσωτερικό, ακόμα και θρησκευτικό: το είδαμε αυτό στον «Τελευταίο πειρασμό», το είδαμε στην πολύ πιο πρόσφατη «Σιωπή», το είδαμε φυσικά στον τελευταίο του, επικό «Ιρλανδό». Ενας άλλος Ντε Νίρο και ένας διαφορετικός Τζο Πέσι πέρασαν από αυτόν τον βίαιο, κυρίως όμως αναστοχαστικό απολογισμό μιας ολόκληρης ζωής, που είναι ο «Ιρλανδός».
Εγινε είδηση για μία ακόμη φορά ο Σκορσέζε και μίλησε εκ βαθέων στους New York Times (και τον δημοσιογράφο Ντέιβ Ιτζκοφ). Στην εξομολογητική αυτή συνέντευξη, ο Ιτζκοφ σχολιάζει πως ο Σκορσέζε παρουσιάζεται στα 77 του πιο ενθουσιώδης, πιο ορεξάτος, πιο ομιλητικός από ποτέ. «Και αυτό για το οποίο θέλει να μιλήσει», γράφει ο δημοσιογράφος των ΝΥΤ, «είναι ο θάνατος». Οχι όμως, διευκρινίζει, «για τους φόνους στις ταινίες του, αλλά για αυτό που περιμένει όλους μας στο τέλος της διαδρομής». Σταχυολογούμε αποσπάσματα:
• «Ο “Ιρλανδός” έχει να κάνει μόνο με τις τελευταίες ημέρες (του Φρανκ Σίραν). Είναι η τελευταία πράξη. Οπως λένε και στην ταινία μου, “είναι αυτό που είναι”. Πρέπει να το αγκαλιάσεις».
• Από μικρός, όταν λειτουργούσε ως παπαδοπαίδι σε νεκρώσιμες ακολουθίες, ήρθε σε επαφή με τον θάνατο, με τη φθορά, την απουσία. Εφηβος, όταν έχασε δυο φίλους, τον ένα μετά τον άλλο, τους είδε να τους θάβουν. «Είπα στον εαυτό μου, “Αυτό ήταν όλο;” Να στριμωχτείς σε μια χούφτα γης κάπου στο Κουίνς, με φόντο αυτό το άσχημο, καταστροφικό σκηνικό; Ηταν ένα σοκ και μια αφύπνιση – αφύπνιση δεν ξέρω σε τι ακριβώς, πάντως ήταν μια αλλαγή».
• «Ο μόνος λόγος για τον οποίο έκανα τον “Ιρλανδό” ήταν για να θίξω κάποια ζητήματα για πρώτη φορά. Θα προσθέσει κάτι; Θα μάθουμε κάτι για το αόρατο, για τη μετά θάνατον ζωή; Οχι. Αλλά μπορεί να μας πει κάτι για τη διεργασία του ζην και του υπάρχειν, μέσα από τη δουλειά που κάνουμε».
• «Θα μου άρεσε πολύ να περάσω έναν ολόκληρο χρόνο διαβάζοντας. Να ακούω μουσική όταν το έχω ανάγκη. Να είμαι με κάποιους φίλους. Διότι όλοι χανόμαστε. Οι φίλοι πεθαίνουν. Η οικογένεια χάνεται».
• «Το πρόβλημα είναι ότι ο χρόνος και η ενέργεια έχουν τόσο μικρά όρια – όπως και το μυαλό, φυσικά. Ευτυχώς όμως, η περιέργεια δεν τελειώνει ποτέ».
Και όμως, από το 1980, με τους τίτλους του αριστουργηματικού, ασπρόμαυρου «Οργισμένου ειδώλου», με τον Ντε Νίρο να προπονείται στο πυγμαχικό ρινγκ και, αντιστικτικά, να ακούγεται το ιντερμέδιο της «Καβαλερία Ρουστικάνα» (ό,τι πιο μελαγχολικό και τρυφερό έγραψε ποτέ ο Πιέτρο Μασκάνι), ο Σκορσέζε μας προετοίμαζε για αυτόν τον γλυκόπικρο απολογισμό, αυτή τη στάση ζωής που δεν αγνοεί στιγμή τις σκιές.