Σύλβια Πλαθ: Ενα κορίτσι δυσφορεί στο καλοκαίρι των προαστίων

Σύλβια Πλαθ: Ενα κορίτσι δυσφορεί στο καλοκαίρι των προαστίων

Η Σύλβια Πλαθ γράφει για ένα αλλιώτικο καλοκαίρι, καθόλου φωτεινό.

3' 25" χρόνος ανάγνωσης

«Βγήκα από το κλιματιζόμενο βαγόνι στην εξέδρα του σταθμού και η μητρική ανάσα των προαστίων με τύλιξε μέσα της. Μύριζε ποτιστικά του γκαζόν, οικογενειακά αυτοκίνητα, ρακέτες του τένις, σκυλιά και μωρά. Μια καλοκαιρινή γαλήνη άπλωνε το καθησυχαστικό της χέρι πάνω στα πράγματα, σαν θάνατος».

H υπότροφος, αριστούχος και μελλοντική συντάκτρια σε διανοουμενίστικο περιοδικό καταρρέει μετά από ένα διάστημα μαθητείας στη Νέα Υόρκη. Η κατάρρευση έρχεται από τη μια στιγμή στην άλλη. Η αφηγήτρια πρώτα δυσφορεί και μετά πνίγεται. Οι προσεκτικά σκηνοθετημένες κινήσεις των κοριτσιών της τάξης της που ετοιμάζονται για ένα μέλλον δακτυλογράφου/συζύγου τής φέρνει ασφυξία. Τα προάστια την πνίγουν. Το γράψιμό της έχει μπλοκάρει. Τίποτα δεν μπορεί να σκεφτεί μέσα σ’ αυτόν τον καυτό εφιάλτη με τα βλέμματα της κουτσομπόλας γειτόνισσας στραμμένα πάνω της και με τη μητέρα της μονίμως απογοητευμένη γι’ απροσδιόριστους λόγους. Μετά από κάμποσες συνεδρίες οι γιατροί της λένε να μη βλέπει τη μαμά, όμως η αφηγήτρια το ξέρει, την έχει απογοητεύσει, κόρη στο άσυλο; Αδιανόητο.

Η Σύλβια Πλαθ (1932-1963) γράφει για ένα αλλιώτικο καλοκαίρι, καθόλου φωτεινό. Τίποτα δεν αφήνει απ’ έξω, ούτε τα ηλεκτροσόκ, ούτε τα αγγίγματα των γιατρών, ούτε την ταξική διάσταση της ψυχιατρικής περίθαλψης. Την ξέρει καλά τη μοναχική κόλαση της κατάθλιψης, την επίθεση του μυαλού στο μυαλό και το σώμα. Είναι ένα απ’ τα πιο αστεία και έξυπνα κορίτσια που έγραψαν στον 20ο αιώνα.

Ο Γυάλινος Κώδων (εκδόσεις Μελάνι, μετάφραση Ελένη Ηλιοπούλου, αρχικός τίτλος the Bell Jar) ξεκινάει ως τυπικό καλό αμερικανικό μυθιστόρημα. Καλοκαίρι. Νέα Υόρκη. Νέα κορίτσια που πάνε σε πάρτι και παίρνουν ταξί τα ξημερώματα. Η αφηγήτρια είναι μοναχική και διαφορετική, χρειάζεται να σκαρφίζεται δικαιολογίες για τη συμπεριφορά της. 

Γυρίζει στο μητρικό σπίτι. Την τρελαίνει η μυρωδιά των προαστίων. Η πηχτή ζέστη. Η ζωή της μέχρι εκείνη τη στιγμή που είναι μια αλληλουχία από άριστα και μετρημένη κατανάλωση φαγητού, μια μακρά θητεία στην ικανοποίηση των προσδοκιών των άλλων. Ξαφνικά, συνειδητοποιεί πως δεν έχει ιδέα πώς να ζήσει ή να γράψει. Δεν τρώει. Δεν κοιμάται. Ο ψυχίατρος δεν δείχνει να συγκινείται. Συνταγογραφεί θεραπείες με ηλεκτροσόκ, ινσουλίνη και εγκλεισμό.

Αυτό το βούλιαγμα του εαυτού μέσα στον εαυτό, η καταστροφή μετά από μια σειρά λάθος χειρισμών συγγενών και της άγουρης ψυχιατρικής επιστήμης (λοβοτομές, ηλεκτροσόκ-μόνον οι εξορκισμοί λείπουν), δίνονται με ειρωνεία και πικρό χιούμορ.  

Μέσα σε λίγες σελίδες το βιβλίο ξεδιπλώνει το χάλασμα του μυαλού, το γύρισμα της βίδας κι όλ’ αυτά κάτω από έναν λαμπερό ουρανό, πλάι σε ποτιστικά και γκαζόν, σε μια Αμερική που καλπάζει. Τη φαντάζομαι μίζερη και αυτοκτονική μέσα στους πίνακες με τις πισίνες του Hockney. 

Είναι τόσο πειστική η γραφή που αφηγήτρια θα μπορούσε να είναι η καθεμία, η οποιαδήποτε, άλλη μία νέα κοπέλα που δεν τρώει και δεν κοιμάται για μέρες. Είναι όπως όταν διαβάζεις Φίλιπ Ροθ και κάποιος αρρωσταίνει και ο μάστορας δεν σού αφήνει περιθώρια να διαφοροποιηθείς, είσαι ο καθένας και θα καταλήξεις να είσαι ένας κανένας. Η Σύλβια αποζητά το κρύο, την οριοθέτηση συναισθημάτων που φέρνει ο πάγος. Η ζέστη έρχεται και απαιτεί, το κορίτσι λαχταρά χειμώνες (“How she longed for winter then!-Scrupulously austere in its order”, Σύλβια Πλαθ, Spinster). 

Ίσως αυτό να μην είναι και το πιο εύκολο θερινό ανάγνωσμα που θα βρεις στους πάγκους των βιβλιοπωλείων. Ξέρει τι λέει, όμως, και είναι αληθινό, μία αποτοξίνωση από τις τόσες πιέσεις να νιώσεις κάπως ή να κάνεις κάτι με το ζόρι, επειδή είναι καλοκαίρι.   

Το πρόσφατο γύρισμά μου στα γραπτά της Πλαθ, αποσπασματικές βόλτες της αδαούς, ειδικά σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη ποιήτρια, μού θύμισαν κάποια από τα ωραιότερα καλοκαίρια της ζωής μου. Σε μία λευκή πλαστική καρέκλα, λίγο γκαζόν λίγο τσιμέντο, με αντικουνουπικό και κεριά, να καταστρέφω την όρασή μου διαβάζοντας και λιώνοντας από τη ζέστη, προτού ανοίξει το σχολείο, για να με εξαναγκάσει σ’ αυτό το αναγνωστικό αυτογκόλ με τους ποιητές του Αιγαίου και τα σοβαροφανή μελό. Η Πλαθ έχει την νταρκίλα και την ειρωνεία που εύκολα θα την πετούσαν εκτός ύλης σε οποιοδήποτε σχολικό πρόγραμμα. Τέτοιου είδους άνθρωποι, τόσο αγέρωχα κουλ και καταραμένοι (με αμερικανικό, όμως, τρόπο, όχι γαλλική κλάψα στα ερείπια) κάνουν τα εφηβάκια να ερωτεύονται το διάβασμα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Bonus για δεκαπεντάχρονα: μπορείς να το παίξεις πολύ σημαντικός αν πεις πώς αυτοκτόνησε. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT