Η είδηση του θανάτου του σκηνοθέτη Νόρμαν Τζούισον, σε ηλικία 97 ετών, το Σάββατο, πέρασε μάλλον, στα ψιλά των καλλιτεχνικών νέων. Ο Τζούισον, ίσως άδικα, υπήρξε ένας από τους λιγότερο «φανταχτερούς» και δημοφιλείς δημιουργούς που αναδύθηκαν μέσα από το λεγόμενο «New Hollywood» των ’60s. Μιλάμε, βεβαίως, για μια κινηματογραφική «φουρνιά» που έφερε στο προσκήνιο θρύλους του παγκόσμιου σινεμά όπως τον Φράνσις Φορντ Κόπολα, τον Μάρτιν Σκορσέζε, τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, τον Ρόμπερτ Αλτμαν, τον Μάικ Νίκολς και τον Σίντνεϊ Λουμέ.
Ο ίδιος ο Τζούισον αναγνώριζε για τον εαυτό του τον χαρακτηρισμό του «αουτσάιντερ». Για αυτό, όπως είχε κάποτε πει, επέλεγε και οι ταινίες του να εστιάζουν στους αδικημένους και στους απόκληρους.
Το σινεμά του, παρ’ όλα αυτά, δεν έπαψε ποτέ να είναι επιδραστικό και αταξινόμητο και να μελετά, πολύπλευρα και ποικιλόμορφα, ευρεία γκάμα θεματικών: από το σκληρά πολιτικοποιημένο και πρωτοποριακά αντιρατσιστικό «In The Heat of The Night» (1967), έως το ρομαντικό παιχνίδισμα στην ίσως πιο δημοφιλή του ταινία «Moonstruck» (1987) όπου ενορχήστρωσε την εμβληματική συνύπαρξη της Σερ με τον Νίκολας Κέιτζ. Και από το μιούζικαλ εποχής «Ο βιολιστής στη Στέγη», στην πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του «ιερόσυλου» «Jesus Christ Superstar».
Γεννημένος στον Καναδά το 1926 από οικογένεια μεθοδιστών, ο Τζούισον βίωσε από την παιδική του ηλικία πειράγματα και οχλήσεις από τους συμμαθητές του για το όνομά του το οποίο εσφαλμένα δημιουργούσε την παρανόηση ότι είναι Εβραίος. Μερικά χρόνια αργότερα, περιπλανώμενος στο σκληρό τοπίο του αμερικανικού Νότου, αντιλήφθηκε από πρώτο χέρι τι σημαίνει φυλετικός διαχωρισμός, όταν ένας οδηγός λεωφορείου του έκανε παρατήρηση επειδή καθόταν στις απομονωμένες θέσεις των μαύρων επιβατών.
Ισως, ορμώμενος από τα βιώματά του στην καθοριστική για τον ίδιο περιπλάνηση στην καρδιά της Αμερικής, το 1967 έμελλε να γυρίσει μια από τις εμβληματικές και πρωτοποριακές για την εποχή της αντιρατσιστική ταινία του παγκόσμιου σινεμά. Το «In The Heat of the Night», στο οποίο ο Τζούισον έφερε μαζί στη μεγάλη οθόνη τους θρυλικούς Σίντνεϊ Πουατιέ και Ροντ Στάιγκερ, μοιάζει ακόμη και σήμερα με μια ηλεκτρισμένη και «μεθυσμένη» από τους τζαζ ρυθμούς κινηματογραφική εισβολή στα έγκατα της αμερικανικής ενδοχώρας. Εκεί όπου η πραγματικότητα διαμορφώνεται υπόγεια, με σιωπές και συνωμοσίες, μέχρι τη στιγμή που ο Πουατιέ αναφωνεί το διαχρονικό «They call me Mister Tibbs» ως μια κραυγή –έστω πρόσκαιρης– υπέρβασης του ρατσιστικού μίσους.
Τομή στην τότε εκρηκτική επικαιρότητα, η ταινία έκανε πρεμιέρα λίγες εβδομάδες μετά την εξέγερση στο Ντιτρόιτ, απέσπασε 5 Οσκαρ, αλλά ο Τζούισον έχασε τη «μονομαχία» για το αγαλματίδιο Καλύτερης Σκηνοθεσίας από τον Μάικ Νίκολς ο οποίος την ίδια χρονιά είχε παραδώσει τον «Πρωτάρη» με τον Ντάστιν Χόφμαν.
Αν το «In the Heat of the Night» αποτελεί την κορύφωση της φιλμογραφίας του Τζούισον στα ’60s, οι ταινίες που προηγήθηκαν αποδεικνύουν το εντυπωσιακό εύρος του, αλλά και τη δεξιοτεχνία με την οποία μπορούσε διαχρονικά να προσαρμόζεται σε διαφορετικά κινηματογραφικά είδη. Το 1964 γυρίζει το «Send Me No Flowers», ένα «πειραγμένο» σπαρταριστό rom-com το οποίο αναδεικνύει την πιο ευάλωτη πλευρά των σταρ της εποχής, Ντόρις Ντέι και Ροκ Χάντσον.
Ενα χρόνο μετά, αντικαθιστά τον Σαμ Πέκινπα στη σκηνοθεσία του «The Cincinnati Kid» και καθοδηγεί τον Στιβ ΜακΚουίν στον ρόλο ενός τζογαδόρου στα χρόνια της Μεγάλης Υφεσης, ενώ το 1966 παρουσιάζει το σατιρικό «The Russians Are Coming, the Russians Are Coming» που καυτηριάζει την παράνοια του Ψυχρού Πολέμου.
Μετά τον «Βιολιστή Στη Στέγη», το 1973, ο Τζούισον συνεχίζει με διάθεση μιούζικαλ, αλλά σε εντελώς διαφορετικό τέμπο και ύφος, μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη το «Jesus Christ Superstar» του Αντριου Λόιντ Βέμπερ. Οι ψυχεδελικοί ροκ ρυθμοί του Βέμπερ δίνουν την αφορμή στον Τζούισον να δημιουργήσει από το μηδέν έναν ολότελα καινούργιο κόσμο που μοιάζει μεταφυσικός, εξωγήινος, κυριευμένος από τις αξέχαστες μελωδίες που συνέθεσε ο Βέμπερ ως δική του εκδοχή του Θείου Πάθους.
Χωρίς ποτέ να ξεχνά τις πολιτικές-κοινωνικές του ανησυχίες (βλ. «And Justice for All», «F.I.S.T.»), στα 80s ο Τζούισον παραδίδει την πιο εμπορική –κατά πολλούς και την πιο πετυχημένη καλλιτεχνικά– ταινία του με το «Moonstruck» το 1987. Από το άκουσμα του «That’s Amore» με τη φωνή του Ντιν Μάρτιν έως τη μεθοδική και προσεγμένη σε κάθε λεπτομέρεια κινηματογράφηση, το «Κάτω από τη Λάμψη του Φεγγαριού» (η λιγότερο γνωστή ελληνική απόδοση) είναι από τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις rom-com που ξεπερνούν τα όρια του φιλμικού τους είδους και στέκονται αυτόνομα στον κινηματογραφικό χάρτη ως σπουδαίες ταινίες. Η γοητευτική εκδοχή του Νίκολας Κέιτζ, η λάμψη της Σερ και η ζωντάνια της Ολυμπίας Δουκάκη εξηγούν εν πολλοίς και τη μεγάλη ζεστασιά με την οποία περιέβαλε ο Τζούισον τους πρωταγωνιστές του για να πάρει το καλύτερο αποτέλεσμα.
Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα κινηματογραφικά «παρασκήνια» της καριέρας του αφορά την επιθυμία του να γυρίσει μια ταινία για τον Malcolm X, κάτι, όμως, που δεν συνέβη ποτέ καθώς το εν λόγω κινηματογραφικό πρότζεκτ ανέλαβε ο τότε ανερχόμενος Σπάικ Λι το 1992.
Στην ύστερη φιλμογραφία του δεν μπορεί κανείς να μην κάνει αναφορά στο «The Hurricane» (1999) όπου ο Ντένζελ Γουάσιγκτον υποδύεται έναν πυγμάχο που έχει καταδικαστεί για έναν φόνο που δεν διέπραξε ποτέ, αλλά και στο «The Statement» όπου ο Μάικλ Κέιν έρχεται αντιμέτωπος με τα φαντάσματα του παρελθόντος του ήρωα του, ο οποίος στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής στη Γαλλία είχε δολοφονήσει επτά Εβραίους.
Ο Τζούισον υπήρξε ανέκαθεν δραστήριος στην κινηματογραφική βιομηχανία ως παραγωγός, ενώ το 1988 ίδρυσε το Καναδικό Κέντρο Κινηματογράφου στο Τορόντο.
«Για μένα το σινεμά είναι ιδέες», είχε πει κάποτε στους Times. «Κάθε σκηνοθέτης οφείλει να θέτει στον εαυτό του το εξής ερώτημα: “Γιατί κάνω αυτή την ταινία;”. Αν δεν έχει απάντηση, τότε, μάλλον, δεν θα έπρεπε να την κάνει». Ο Νόρμαν Τζούισον είχε πολλούς λόγους να κάνει σινεμά και το απέδειξε με τη συνέπεια της κινηματογραφικής του διαδρομής ως μια από τις πιο αυτόφωτες περιπτώσεις δημιουργών. Συνέβαλε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στη στροφή του αμερικανικού σινεμά σε ατραπούς μεγαλύτερης πολιτικοποίησης, σκέψης και προβληματισμού.