νίκαια-μία-γειτονιά-παλαιάς-κοπής-563029912

Νίκαια: Μία γειτονιά παλαιάς κοπής

Ο «Ιωνικός στην ψυχή» Παναγιώτης Γιαννάκης, η 89χρονη Μορφούλα Αγάπογλου, ο ιδιοκτήτης της πιο ξακουστής ψαροταβέρνας της γειτονιάς Βαγγέλης Βασιλικός και ο μελετητής της ιστορίας της Βασίλης Βασιλειάδης, μιλούν στην «Κ» για τη δική τους Νίκαια

Φωτογραφίες: Νίκος Κοκκαλιάς

«Δεν έχουν πάρκα, ψηλά σκαλιά,
μόνο αργαστήρια και αργαλειά.
Μα βασιλεύει η ομορφιά
στους Ποδαράδες, στην Κοκκινιά».

Δεν έχουν αλλάξει πραγματικά πολλά στη Νίκαια από τότε που ο Απόστολος Καλδάρας έγραφε αυτούς τους στίχους για τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Είναι μία από τις ελάχιστες γειτονιές που όλη η ιστορία της παραμένει ανάγλυφη και ψηλαφήσιμη στους δρόμους της. 

Από τη μία, μετρά μόλις έναν αιώνα ζωής. Ηταν το 1922 όταν οι πρώτοι Μικρασιάτες πρόσφυγες άρχισαν να φτάνουν τέσσερα χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Πειραιά στον συνοικισμό που άρχισε τότε να γεννιέται ως Κοκκινιά ή Νέα Κοκκινιά. Οι ερμηνείες για την προέλευση του πρώτου αυτού ονόματος της περιοχής είναι πολλές, με επικρατέστερη αυτήν που θέλει την Κοκκινιά να παίρνει το όνομά της από το χρώμα που είχε το χώμα στην περιοχή. 

Νίκαια: Μία γειτονιά παλαιάς κοπής-1
Αλλα ακατοίκητα, αλλά κατοικημένα από μετανάστες, τα προσφυγικά δεν εγκαταλείπουν τη Νίκαια. 

Νίκαια: Μία γειτονιά παλαιάς κοπής-2
Χαρακτηριστικές οι σκάλες που συναντιούνται στα παλιά σπίτια. 

Από την άλλη, η ιστορία της μετέπειτα Νίκαιας μοιάζει σχεδόν να την «εκδικείται». Σήμερα οι πιο πολλές γωνιές της μοιάζουν απαράλλαχτες, με τα προσφυγικά διώροφα σπίτια που είναι ακόμα εκεί, ακόμα και με κατεστραμμένες σκεπές, ακόμα και αν είναι άδεια ή κατοικούνται από φτωχούς μετανάστες, κάνοντας τρόπον τινά την ιστορία να επαναλαμβάνεται. Είναι και πρακτικοί οι λόγοι που ο χρόνος πάγωσε σε αυτά: τα περισσότερα οικόπεδα διαιρούνται σε τόσα μικρά σπίτια και πλέον σε τόσους μετέπειτα κληρονόμους που περιπλέκεται τρομερά το ενδιαφέρον για την όποια ανάπτυξή τους. 

Υπάρχουν βέβαια και οι νέες πινελιές εδώ και εκεί. Οπως τα σχολεία, όλα τους πολύχρωμα και γεμάτα γκράφιτι. Το μεγάλο πάντως στοίχημα του μετρό, που έχει φτάσει στη Νίκαια από το 2020, για την ώρα δεν έχει κερδηθεί. Ακόμα και αν στην κεντρική πλατεία του Αγίου Νικολάου μπαινοβγαίνουν επιβάτες, τα γύρω μαγαζιά ψάχνουν ακόμη ενοικιαστές και οι δύο ταχύτητες στο κέντρο της περιοχής συνυπάρχουν. 

Νίκαια: Μία γειτονιά παλαιάς κοπής-3
Η κεντρική πλατεία του Αγίου Νικολάου μετά την έλευση του μετρό. 

Νίκαια: Μία γειτονιά παλαιάς κοπής-4
Ολα τα σχολεία στη Νίκαια έχουν χρώμα. 

Είναι όμως αυτή η επιμονή της Νίκαιας στο να παραμένει γειτονιά παλαιάς κοπής που την κάνει τελικά να ξεχωρίζει. Αυτό που κάνει όπως φαίνεται και τους ανθρώπους της, που έζησαν εδώ σχεδόν όλη τη ζωή τους, να την αγαπούν ακόμη και να αφηγούνται τη δική τους Νίκαια με αγάπη και ενθουσιασμό. 

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης κάποτε έφτιαχνε μπασκέτα από τσέρκι πάνω στον αργαλειό της μητέρας του

Νίκαια: Μία γειτονιά παλαιάς κοπής-5
Παναγιώτης Γιαννάκης, μια ζωή Ιωνικός στην ψυχή.

Μπαίνει στο γήπεδο του Ιωνικού με τον αέρα που δικαιωματικά του αρμόζει. «Ιωνικάρα», αναφωνεί και σπάει τον πάγο, επικυρώνοντας πως άνεση δεν σημαίνει και κομπασμός. 

Πάνε πολλά χρόνια από τότε που η μητέρα του τον έψαχνε ανήσυχη στα ανοιχτά γηπεδάκια παραδίπλα φωνάζοντας «Νότη, Νότη!». Εκείνος ήταν δεν ήταν 10 χρόνων – για του λόγου το αληθές, συνέντευξη της μητέρας του Καλλιόπης Γιαννάκη στην Ελευθεροτυπία λίγο μετά το Ευρωμπάσκετ του ’87 είχε τίτλο «Από 9 χρονώ τον κυνηγούσα στο γήπεδο». Μετά τον εντοπισμό ερχόταν και το τίμημα της «τιμωρίας», αλλά η περιέργεια έκανε τον μικρό να διασχίζει ξανά και ξανά όλους τους χωματόδρομους από την άλλη άκρη της Νίκαιας για να δει τι γίνεται όταν νυχτώνει και ανάβουν τα φώτα στο κλειστό αυτό γήπεδο. 

Φαίνεται πως το γνώριμο σκηνικό τού ξυπνά αβίαστα τις αναμνήσεις. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης έχει κυριολεκτικά μεγαλώσει σε αυτό το γήπεδο. Στα 13 του βρέθηκε στο ρόστερ της ομάδας μπάσκετ του Ιωνικού, η οποία γρήγορα τον έκανε να αναμετριέται με παίκτες πολύ μεγαλύτερους και πιο έμπειρους από εκείνον. Τίποτα όμως δεν τον εμπόδισε να τους ξεπεράσει ήδη από τότε σε φήμη και, πρώτα από όλα, σε πείσμα. 

Πριν αρχίσει να γίνεται ο «Δράκος» του ελληνικού μπάσκετ, ο Παναγιώτης Γιαννάκης ήταν ένα παιδί της Νίκαιας σαν όλα τα άλλα. Η οικογένεια του πατέρα του, μικρασιατικής καταγωγής, βρέθηκε μέσω της Κρήτης στη Νίκαια. Ο ίδιος μαζί με τα τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια του και τους γονείς του είχαν δύο δωμάτια για να χωρέσουν τη ζωή τους. Σε αυτά μοιράζονταν για να κοιμηθούν και, αν είχαν οικογενειακό τραπέζι, μάζευαν τα κρεβάτια τους για να ανοίξουν την τραπεζαρία. Μια μικρή κουζινίτσα δίπλα έβαζε μπρος όταν άνοιγε το φαναράκι που κρεμόταν από το ταβάνι της, το ψυγείο δούλευε με πάγο, ενώ για το νερό τους η μητέρα της οικογένειας έπρεπε κάθε μέρα να διανύει μια απόσταση 300 μέτρων για να το φέρνει. 

«Ηταν ένα σπίτι που η μαμά φρόντιζε για τα πάντα, ο μπαμπάς δούλευε και η γιαγιά χαρτζιλίκωνε», λέει ο Γιαννάκης, που θυμάται κάθε φορά που πήγαινε με τα πόδια στη γιαγιά του να βγάζει από το στήθος της ένα μαντίλι με ψιλά και να του δίνει μερικά. Οταν χρειαζόταν να έρθει να προσέξει τους πέντε αδελφούς, οι προσπάθειες να τους κοιμίσει ήταν άκαρπες γιατί αργά ή γρήγορα, «το ’σκαγαν». 

Νίκαια: Μία γειτονιά παλαιάς κοπής-6
«Ηταν ένα σπίτι που η μαμά φρόντιζε για τα πάντα, ο μπαμπάς δούλευε και η γιαγιά χαρτζιλίκωνε».

Το ποδόσφαιρο ήταν ο λόγος για να δώσουν ραντεβού τα παιδιά της γειτονιάς. Ενας μόνο είχε συνήθως μπάλα και, αν αυτή έφευγε φάλτσα προς τις κυρίες που κάθονταν στα σκαμνιά έξω από τα σπίτια ή σε καμία αυλή, μπορεί και να κρατούνταν «όμηρο» ή, ακόμα χειρότερα, να τους την έσκαγαν οι οργισμένοι παραλήπτες. 

Επειδή το παιχνίδι τούς άρεσε και ήθελαν να βρουν και άλλα παιδιά από τη Νίκαια να παίζουν, ο δρόμος τους γρήγορα κατέληξε κοντά στο κλειστό γήπεδο. Εκεί που σήμερα βρίσκεται το κολυμβητήριο της Νίκαιας, τότε ήταν μια μεγάλη αλάνα και δίπλα δύο ανοιχτά γηπεδάκια μπάσκετ. Ηταν ένα παιχνίδι του ΧΑΝ Νίκαιας στο οποίο θα τρύπωνε για να το δει, να ξεχαστεί και να αφήσει το άθλημα που τον καθόρισε έκτοτε να του συστηθεί επίσημα. 

Αρχισε τότε λοιπόν να παίζει και λίγο μπάσκετ. Για να το έχει εύκαιρο παντού, μαζί με τον φίλο του από τη γειτονι, έφτιαξαν μια αυτοσχέδια μπασκέτα στην αυλή του σπιτιού του, από ένα οικοδομικό τσέρκι που τοποθέτησε στον αργαλειό της μητέρας του – ύφαινε πού και πού κουρελούδες για το σπίτι ή για να τις πουλάει. 

Ξεκίνησε δειλά δειλά να παίζει και «με τους μεγάλους» στο γήπεδο του Ιωνικού, ώσπου μια μέρα τα πράγματα έγιναν εντελώς επίσημα: στο επιστατήριο τον περίμενε ο πρώτος του προπονητής Βύρωνας Κρίθαρης, που μαζί με τον παράγοντα της ομάδας Δάμωνα Δαμιανίδη τού έδωσαν ένα εικοσάρικο για να πάει να βγάλει φωτογραφίες και να έρθει την επόμενη μέρα για προπόνηση. 

Νίκαια: Μία γειτονιά παλαιάς κοπής-7
Βενιαμίν στο σπίτι, βενιαμίν και στον Ιωνικό κάποτε. 

Ο Γιαννάκης μπορεί να ήταν κάπως ατίθασος, αλλά ήταν και ντροπαλός. Δεν είπε τίποτα στους γονείς του, που έγνοιά τους είχαν ο μικρός γιος τους να τελειώσει το σχολείο – και αυτός με τη σειρά του φρόντιζε να μην κάνει ποτέ απουσίες. «Σε αυτές τις γειτονιές δύσκολα τα παιδιά ακολουθούσαν το σχολείο. Εψαχναν τρόπο να βοηθήσουν την οικογένεια, και οι μεγαλύτεροι αισθανόντουσαν ευθύνη», εξηγεί ο κορυφαίος πλέι μέικερ. 

Αυτός βέβαια ήταν ο βενιαμίν. Και στο γήπεδο και στο σπίτι. Οχι μόνο δεν τον αποθάρρυνε αυτό, αλλά τον πείσμωνε κιόλας. Οση συστολή είχε εκτός γηπέδου, τόσο δυναμισμό είχε εντός. Θυμάται χαρακτηριστικά σε ένα παιχνίδι του Ιωνικού που είχε μπει όταν ήταν ακόμη 11 ετών: «Μου λένε: “Μικρέ, θες να παίξεις;”. Μπαίνω στο παιχνίδι, φεύγει μια μπάλα, τρέχω και την πιάνω πρώτος. Ερχεται ένας μεγάλος να την πιάσει και δεν την άφηνα και τελικά με σήκωσε μαζί με την μπάλα». 

Ολα έγιναν πολύ νωρίς και γρήγορα για τον Παναγιώτη Γιαννάκη. Η πρώτη φορά που ένιωσε μια κάποια επιτυχία ήταν το 1974, όντας μέλος της ανδρικής ομάδας του Ιωνικού που προσπαθούσε τότε να σκαρφαλώσει στην Α΄ Εθνική. Πήγε να μπει αλλαγή και εκείνο το ρυθμικό «Ερ-χε-ται» που τον συνόδευσε από τις εξέδρες τού έδωσε το μήνυμα. 

Οι γονείς του, που ήταν πάντα διακριτικοί, άρχισαν δειλά δειλά να έρχονται στα παιχνίδια του – εκείνος δεν ήθελε, φοβόταν ότι θα ανησυχήσουν γιατί το μπάσκετ είναι παιχνίδι άγριο. Καθόντουσαν πάντα στην πλαϊνή πόρτα, γιατί πέρα από τη δική τους διακριτικότητα, ούτως ή άλλως το γήπεδο ήταν πλέον σε κάθε παιχνίδι ασφυκτικά γεμάτο.

Νίκαια: Μία γειτονιά παλαιάς κοπής-8
«Οταν παίζαμε με τους μεγάλους συλλόγους, μπαίναμε για να κερδίσουμε, δεν μπαίναμε για να χάσουμε λίγο».

Το μπάσκετ ήταν και αυτό που «ανέβασε» πρώτο την ομάδα του Ιωνικού. Ακόμα και αν η ομάδα τότε είχε ξεπεράσει τα σύνορα της περιοχής της, παρέμενε στον πυρήνα μια ομάδα της Νίκαιας. «Κάναμε περήφανους τους Νικαιώτες, περνάγαμε μέσα από τον κόσμο για να μπούμε στο γήπεδο. Το όραμα πάντα ήταν να είναι μια ομάδα με παιδιά από εδώ», λέει ο Γιαννάκης. Αλλά και εμείς, όταν παίζαμε με τους μεγάλους συλλόγους, μπαίναμε για να κερδίσουμε, δεν μπαίναμε για να χάσουμε λίγο», λέει για το μαχητικό τους πνεύμα. 

Είχε μια μητέρα που «ήταν θηρίο, τράβαγε κουπί». Θα ήταν ο ίδιος χωρίς αυτήν; «Οχι, δεν θα ήμουν. Αλλά σίγουρα κάτι είχα και μέσα μου. Ημουν σκληρός με τον πόνο. Ηξερα ότι το να το σκάω συνεπαγόταν μετά ξύλο στο σπίτι», λέει ο άνθρωπος που έκανε μια κορυφαία καριέρα στο μπάσκετ χωρίς χιαστούς στο αριστερό του γόνατο. 

Με δική του μπάλα ή χωρίς, με παπούτσια δανεικά και με μπαλώματα, σε εκείνα τα εφηβικά χρόνια το μπάσκετ για τον Παναγιώτη Γιαννάκη ήταν ένα και μόνο πράγμα: «Χαρά ένιωθα. Περνούσα καλά με αυτά που είχα. Δεν σκεφτόμουν αν το σπίτι μου έχει καλοριφέρ ή αν ο φίλος μου έχει δύο μπάλες. Μου άρεσε να παροτρύνω τους φίλους μου να παίξουμε, και ας μην ήταν τόσο καλοί».  

Η Μορφούλα Αγάπογλου έχει ζήσει τα «πέτρινα χρόνια» της Νίκαιας 

Νίκαια: Μία γειτονιά παλαιάς κοπής-9
Η εδώ και εννέα δεκαετίες Νικαιώτισσα με τον νεαρότερο εαυτό της. 

Ακόμα και αν οι δυσκολίες που έζησε στη ζωή της ήταν μεγάλες, η Μορφούλα Αγάπογλου πάντα περικυκλωνόταν από αγάπη. Φαίνεται ήδη από το όνομά της: Αγάπογλου, κυριολεκτικά «ο γιος της αγάπης». Αλλά και τη γιαγιά της, από την οποία πήρε το όνομά της, ο παππούς της τη φώναζε Εμόρ – είχε πάει κάποτε, βλέπετε, να πουλήσει ροδέλαιο στο Παρίσι και του έμεινε η λέξη «amour». 

Η γελαστή Μορφούλα Αγάπογλου γεννήθηκε στη Νίκαια το 1935 σε ένα από τα προσφυγικά της οδού Ηλιουπόλεως. Κάθε ιστορία από τη ζωή της μοιάζει βγαλμένη από μια εντελώς άλλη εποχή, που τελικά δεν είναι τόσο μακριά μας. Οι γονείς της ήρθαν και οι δύο από τη Σπάρτη Πισιδίας το 1921, όμως το προξενιό τους έγινε στη Νίκαια. 

Μιλάμε για την εποχή που οι πρώτοι πρόσφυγες άρχισαν να φτάνουν στην περιοχή που ακόμη δεν είχε τίποτα. Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στην κεντρική πλατεία της Νίκαιας όπου σήμερα είναι το μετρό, τότε ήταν απλά ένα αντίσκηνο. Ηταν ο ξενιτεμένος Αγιος, εξ ου και πολιούχος της πόλης. Σε αντίσκηνο είχε στηθεί και το πρώτο σχολείο, η κυρία Αγάπογλου θυμάται να την πηγαίνουν με τα πόδια σε αυτό. 

Πίσω στην πατρίδα, όπως αποκλειστικά χαρακτηρίζει η Μικρασιάτισσα τον τόπο καταγωγή της, η οικογένειά της, όπως πολλές άλλες, ήταν ευκατάστατη, ο παππούς της ήταν έμπορος χαλιών. Ηταν μία από αυτές τις οικογένειες που καθάρισαν και τακτοποίησαν από γωνιά σε γωνιά το σπίτι τους πριν το εγκαταλείψουν, παίρνοντας το κλειδί στην τσέπη. Ακόμα και αν ξαναεπισκέφθηκαν τη Σμύρνη, στη Σπάρτη Πισιδίας δεν ξαναπήγαν ποτέ – «Οταν έπρεπε να γυρίσουμε, δεν γυρίσαμε, τώρα δεν θα πάμε», έλεγαν.

Νίκαια: Μία γειτονιά παλαιάς κοπής-10
Η κυρία Αγάπογλου μας πρόσφερε κέρασμα στο νυφικό σερβίτσιο της. 

Στον νέο τους τόπο, τα πράγματα στην αρχή δεν ήταν ρόδινα. Η παλιά κάτοικος θυμάται να τους λένε «γιαουρτοβαπτισμένους» και «τουρκόσπορους». Οταν ο άντρας της πήγαινε σχολείο, όλοι οι -ογλου κάθονταν σε ξεχωριστή σειρά στην τάξη. Και αν οποιοσδήποτε μαθητής δεν ήξερε το μάθημα, ο δάσκαλος χαστούκιζε κάποιον -ογλου όπως και να ’χει. 

Και η φτώχεια ήταν μεγάλη. Η κυρία Μορφούλα ανακαλεί στη μνήμη της το μπαλκόνι του σπιτιού όπου μεγάλωσε, εκεί υπήρχε μια ντουλάπα που μέσα κρατούσαν μια κότα. «Ετρωγα ένα αυγό εγώ, ένα ο αδερφός μου εναλλάξ. Οι γονείς μας δεν έτρωγαν για να φάμε εμείς. Αν, δε, είχαμε και πατάτες, γινόταν γλέντι», λέει.

Το μάλλον πιο σκληρό πράγμα που έζησε ήταν το Μπλόκο της Κοκκινιάς. Στις 17 Αυγούστου του 1944, οι κατοχικές δυνάμεις με τους ταγματασφαλίτες προχώρησαν σε μαζικές εκτελέσεις αγωνιστών της Αντίστασης, ενώ χιλιάδες όμηροι έφτασαν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου και κάποιοι από αυτούς στα στρατόπεδα της Γερμανίας, από τα οποία δεν γύρισαν ποτέ. Λέγεται πως προκειμένου να αντέξει, ο δήμιος που τους εκτέλεσε στη μάντρα πίσω από την πλατεία Οσίας Ξένης έπινε ούζο για να είναι μεθυσμένος και να αντέξει.

Οι γυναίκες, με τη σειρά τους, δεν απέφευγαν τον θρήνο. Αντίθετα, τον αποδέχονταν απόλυτα, περνώντας ολόκληρο το βράδυ κλαίγοντας. Μάλιστα, έφτιαχναν έναν χυλό με αλεύρι και νερό, ώστε πίνοντάς τον να ανοίγει ο λαιμός τους και να μπορούν να συνεχίσουν να θρηνούν. 

Νίκαια: Μία γειτονιά παλαιάς κοπής-11
Η μάντρα στην οποία έγιναν οι εκτελέσεις της 17ης Αυγούστου του 1944, δηλαδή, του Μπλόκου της Κοκκινιάς.

Νίκαια: Μία γειτονιά παλαιάς κοπής-12
Το μουσείο στο οποίο εκτίθενται τα πορτρέτα όσων εκτελέστηκαν στο Μπλόκο. Αλλοι από αυτούς δεν έχουν φωτογραφία, άλλοι όνομα («Γιώργος ή Θοδωρής», κάτι που μπορεί να δείτε σε πολλά κάδρα») και άλλοι ηλικία.

Η Μορφούλα Αγάπογλου ήταν μόλις εννέα ετών εκείνη τη ζεστή καλοκαιρινή ημέρα, αλλά θυμάται ακόμη να ακούγονται το ξημέρωμα οι ταγματασφαλίτες να καλούν από χωνί τους άντρες τις Κοκκινιάς στην πλατεία της Οσίας Ξένης. Σήμερα, πίσω από την πλατεία υπάρχει ακόμη η μάντρα, μαζί με μουσειακό χώρο αφιερωμένο στους εκτελεσμένους. 

Παρά τα σκληρά βιώματα, οι άνθρωποι της Νίκαιας αναζητούσαν πάντα την αγάπη και ο ένας τον άλλο. Κοντά στο πρώτο σπίτι της κυρίας Μορφούλας υπήρχε καταφύγιο. Ο πατέρας της, όπως λέει, ήταν πιο λιπόψυχος, έβαζε μια κατσαρόλα στο κεφάλι και κατέβαινε, ενώ η μητέρα της, ατάραχη, μαγείρευε για να κατεβάσει φαΐ στο καταφύγιο. Εκεί θυμάται να βλέπει τους ανθρώπους να αγκαλιάζονται σφιχτά, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν απέναντι στον φόβο.

Το φαγητό –όπως και το τραγούδι– είναι κομβικό για τη μνήμη των Μικρασιατών. Διόλου τυχαία, η κυρία Αγάπογλου μας υποδέχεται με κουλουράκια συνταγής από τον τόπο της, χειροποίητο λικέρ και γλυκό του κουταλιού περγαμόντο με κανέλα η κανέλα είναι «η απόδειξη του Θεού», όπως της έλεγε και η μητέρα της. Στη Νίκαια, όταν ήταν μικρή, περνούσαν τα γαϊδουράκια με καλάθια με περγαμόντο και φώναζαν τη μάνα της για να κατέβει να πάρει. 

Νίκαια: Μία γειτονιά παλαιάς κοπής-13
Η κυρία Μορφούλα, ερωτευμένη με τον σύζυγό της. Το υφαντό που διακρίνεται από πίσω ήταν κεντήματα που δίνονταν στον γάμο για να γίνουν παντοφλάκια. 

Υπήρχε μια περίεργη αισιοδοξία παρά τη φτώχεια. Ηθελαν τόσο να γλεντήσουν, που είχαν δίσκους 75 στροφών μόνο με γέλια, μαζεύονταν, τα άκουγαν και ευθυμούσαν και αυτοί. Η κυρία Μορφούλα θυμάται χαρακτηριστικά μια συγγενή που μοίραζε ασπιρίνες «για να μην πάθουν τίποτα από τα γέλια». 

Οταν ήταν νεαρή κοπέλα, η Οδός 8, δηλαδή η σημερινή Πλαστήρα, ήταν ο δρόμος του «νυφοπάζαρου» έβαζαν οι κοπέλες τα καλά τους και έκοβαν βόλτες για να γνωρίσουν αγόρια. Η κυρία Αγάπογλου, βέβαια, γνώρισε τον σύζυγό της σε μια σπιτική γιορτή, «αλλά δεν χορέψαμε κατευθείαν, δεν έπρεπε». Χόρεψαν, πάντως, τον χορό του Ησαΐα και ας μην είχε προίκα, παρά μόνο κεντήματα που ήξερε να κάνει. 

Νίκαια: Μία γειτονιά παλαιάς κοπής-14
Νεαρή, σε κοριτσίστικες εξορμήσεις.

Η ίδια τελείωσε το σχολείο, αλλά δεν δούλεψε ποτέ, ούτε και οδήγησε αυτοκίνητο. «Ημουν πολύ ωραία και δεν ήθελε να οδηγώ», λέει γελώντας σήμερα για τον άντρα της. Εχει ακόμη φωτογραφία από τον γάμο της απέναντι από το καθιστικό της, μαζί με εικόνες από τα παιδιά και τα εγγόνια της. 

Ο,τι και αν έχει δει στη ζωή της, είναι κατηγορηματική: «Είμαι πολύ ευτυχισμένη. Γιατί και έζησα και ερωτεύτηκα». Και θυμάται τότε το κομμάτι που της έλεγε ο άντρας της και αρχίζει να το σιγοτραγουδάει μαζί με την κόρη της: «Αναπνοή μου, όταν σε χάνω, όλα μου φταίνε και να ζήσω δεν μπορώ».

Ο Βαγγέλης Βασιλικός ταΐζει τη Νίκαια με τη «number one» σαρδέλα του

Νίκαια: Μία γειτονιά παλαιάς κοπής-15
Ο κύριος Βαγγέλης, όπως τον ξέρουν όλοι οι ντόπιοι, βρίσκεται στο τιμόνι του δεύτερου γνωστότερου Ιωνικού της Νίκαιας. 

Μια αεικίνητη φιγούρα που έχει κάτι από Θανάση Βέγγο μπαινοβγαίνει στη σάλα του δεύτερου γνωστότερου Ιωνικού της Νίκαιας. Τον Βαγγέλη Βασιλικό όλοι οι συντοπίτες του τον ξέρουν με το μικρό του, μια και βρίσκεται πίσω από την πιο ξακουστή ψαροταβέρνα της γειτονιάς. 

Το ότι ο Ιωνικός είναι όλη του η ζωή το υποστηρίζει από κάθε άποψη. Εδώ είναι η δουλειά του τα τελευταία 44 χρόνια, από πάνω το σπίτι του και ακριβώς δίπλα από τον σημερινό Ιωνικό βρισκόταν η ταβέρνα του πατέρα του, πριν το DNA, όπως λέει ο ίδιος ο Βαγγέλης Βασιλικός, τον οδηγήσει να ακολουθήσει τα βήματά του. 

Η ιστορία του πιο φιλόξενου εστιάτορα εκεί έξω μη σκεφτείτε να αρνηθείτε κέρασμα, θα τον στενοχωρήσετε πολύ έχει την ίδια αφετηρία με αυτήν όλων των παλιών κατοίκων της Νίκαιας. Ο πατέρας του ήταν πρόσφυγας και ήξερε τι θα πει ανακουφιστικό φαγητό, καθώς ήταν ένας από τους πρώτους μάγειρες στα οχυρά της Πάρνηθας το 1940. 

Νίκαια: Μία γειτονιά παλαιάς κοπής-16
Η οικογένεια του κυρίου Βασιλικού στην ταβέρνα τους είναι το παιδάκι στα δεξιά με το μπαλόνι. 

Και έπειτα, φρόντισε να επιδιώξει την ανακούφιση μέσα από το γλέντι. Αφού εγκαταστάθηκε στη Νίκαια, άνοιξε την ταβέρνα του στην οδό Προύσσης, για τη σύντομη γεύση της οποίας μπορείτε να ανατρέξετε στα κάδρα που κρέμονται στους τοίχους του Ιωνικού: από κουλουριασμένους άντρες που έχουν μπει μέσα σε βαρέλια για να τα ξύσουν, μέχρι θαμώνες που αναλαμβάνουν τη «μουσική» χτυπώντας καπάκια από κατσαρόλες, όλοι θα σας δείξουν πώς κυλούσε η ζωή στη Νίκαια τότε. 

Ο Βαγγέλης Βασιλικός, που έζησε ως παιδί όλα αυτά τα γλέντια και μια γειτονιά που «οι άνθρωποι δεν είχαν το σημερινό άγχος και φόβο», είχε «τάσεις τέχνης», όπως λέει. Περιμένεις να σου πει πώς ζωγράφιζε, μόνο για να μάθεις πώς πήγε να γίνει μηχανουργός. Οταν όμως το 1976 η ταβέρνα του μπαμπά έκλεισε, αποφάσισε να γυρίσει εκεί από όπου ξεκίνησαν όλα και με τη γυναίκα του να κάνουν το 1980 τον Ιωνικό, που τότε ήταν καφενείο, την πιο νόστιμη σχάρα και τηγάνι της περιοχής. 

Νίκαια: Μία γειτονιά παλαιάς κοπής-17
Ετσι γλεντούσε κάποτε η Νίκαια. 

Νίκαια: Μία γειτονιά παλαιάς κοπής-18
Καιρός να καθαριστούν τα βαρέλια. 

«Μας αγαπάει η γειτονιά, κάτι να γίνει, αμέσως επεμβαίνει», λέει ο πάντα γελαστός κύριος Βασιλικός, που έχει πελάτη μέχρι και από τα Κιούρκα. Λίγο πιο δίπλα μας κάθεται μια οικογένεια που από τη χαλαρότητα που διέπει την έξοδό τους εύκολα υποθέτει κανείς ότι είναι από εδώ και άλλη μια κοστουμαρισμένη παρέα που η πείνα μοιάζει να οδήγησε το μίτινγκ τους εδώ. 

Τι φεύγει πιο πολύ; «Η σαρδέλα είναι το “number one”», λέει αυτός που ξέρει καλύτερα και οι πελάτες που στην προκειμένη έχουν όντως δίκιο. Αλλά να δοκιμάσετε και τον γαύρο και την «πατέντα» του κύριου Βαγγέλη Βασιλικού στο καλαμάρι, που, για να μην αρπάξουν τα πλοκάμια, τα γυρνάει και τα βάζει μέσα στο σώμα του καλαμαριού πριν το ψήσει. 

Πράγματι, όλα θέλουν τέχνη. Αν και στο τέλος ο κύριος Βασιλικός «μας τα γυρνάει», όταν ρωτάω πόσο εύκολα ένας μηχανουργός έμαθε αυτή της μαγειρικής: «Τέχνη δεν έχει τίποτα. Εχεις θέληση και αγάπη; Το έμαθες». 

Ο Βασίλης Βασιλειάδης πατάει κλικ σε κάθε μνήμη του τόπου του

Νίκαια: Μία γειτονιά παλαιάς κοπής-19
«Το σημαντικότερο που έχει ο άνθρωπος, η μνήμη. Γι’ αυτήν πασχίζουμε, γι’ αυτή βγάζουμε φωτογραφίες, γι’ αυτή λέμε ιστορίες».

Υπάρχουν οι ντόπιοι και υπάρχουν και εκείνοι που αγαπούν τον τόπο τους τόσο που τον έχουν μελετήσει σπιθαμή προς σπιθαμή, που περπατώντας τον μπορούν να γυρίσουν την μπίλια του χρόνου σε κάθε στιγμή, κάθε τοπόσημου και να σου πουν την Ιστορία του. 

Στη δεύτερη κατηγορία ανήκει ο Βασίλης Βασιλειάδης, γέννημα θρέμμα της Νίκαιας και ενεργός για ζητήματα που αφορούν την Ιστορία των προσφύγων αλλά και τη φωτογραφία. Ο πατέρας του ήρθε από το Αραβανί της Καππαδοκίας και ο ίδιος γεννήθηκε και μεγάλωσε στις μεγάλες πολυκατοικίες απέναντι από το Κρατικό Νοσοκομείο, που πλέον δεν υπάρχουν.

Ακόμα και η αρχιτεκτονική αυτών των πολυκατοικιών έπαιξε τον ρόλο της στο πώς ζούσαν οι άνθρωποι σε αυτές. Ο Βασιλειάδης θυμάται πόσο φαρδιά ήταν τα κλιμακοστάσια, δίνοντας έτσι αέρα και φως. Αλλά και τα μεγάλα τζάμια που βρίσκονταν στα πλατύσκαλα κάθε ορόφου, που τον χειμώνα ήταν ο χώρος συνάντησης των παιδιών, τα οποία έστηναν εκεί αυτοσχέδιες παραστάσεις Καραγκιόζη. Ο Βασίλης Βασιλειάδης έστηνε το πανί και τις φιγούρες και καλούσε τα υπόλοιπα παιδιά να δουν το έργο για ένα πενηνταράκι. 

Τα ίδια τα σπίτια βέβαια ήταν μικρά: μια και δυο οικογένειες έπρεπε να χωρέσουν σε 36 τετραγωνικά. Πρόλαβε πάντως ο Βασιλειάδης «μια γειτονιά όπως ήταν παλιά», ακόμα και αν δεν έμενε στα κλασικά, χαμηλά σπιτάκια της Κοκκινιάς. Την εποχή που μεγάλωνε, η Νίκαια δεν ήταν πλέον μια αποκλειστικά προσφυγική γειτονιά, ο κόσμος της είχε εμπλουτιστεί, ακόμα και αν οι Μικρασιάτες ήταν ακόμη η πλειονότητα. 

Αυτό που κάνει τη Νίκαια να διαφέρει από άλλες περιοχές είναι πως εδώ ήρθε κόσμος από όλη τη Μικρά Ασία και όχι από ένα μόνο μέρος της, δημιουργώντας έτσι μια ποικιλία στην ανθρωπογεωγραφία παρά τον συγκεκριμένης προέλευσης χαρακτήρα της. Είναι αυτό που και ο Βασίλης Βασιλειάδης ξεχωρίζει, ότι από μικρό παιδί συναναστρεφόταν με τόσους διαφορετικούς ανθρώπους εδώ. 

Ολα αυτά που έχει ζήσει και μελετήσει τα θεωρεί την «προίκα» του, όπως λέει. Μάλλον για αυτό αγαπά τόσο και τη φωτογραφία, που δεν είναι παρά μια καταγραφή της μνήμης: «Αυτό είναι το σημαντικότερο που έχει ο άνθρωπος, η μνήμη. Γι’ αυτήν πασχίζουμε, γι’ αυτή βγάζουμε φωτογραφίες, γι’ αυτή λέμε ιστορίες», εξηγεί. 

Νίκαια: Μία γειτονιά παλαιάς κοπής-20
Τα απλωμένα ρούχα πρωταγωνιστούν στους δρόμους της Νίκαιας σε σχοινιά, αλλά ακόμα και σε κλαδιά. 

Θέλει με τη σειρά του να ξεδιπλώσει διαφορετικές μνήμες στη βόλτα μας. Να μας δείξει το πάλαι ποτέ χαμάμ, που σήμερα είναι μέρος ενός σχολικού συγκροτήματος. Λίγο πιο κάτω, μας πάει σε ένα ήσυχο στενό που μέχρι πριν από κάποια χρόνια φυσούσε μυρωδιές από τον παστουρμά που φτιαχνόταν εκεί. Απαριθμεί σχεδόν όλα τα σινεμά της περιοχής που δεν υπάρχουν πια σε ένα από αυτά πήγε οκτώ χρόνων σκαστός να πουλάει γκαζόζες, μέχρι που τον κατάλαβε η μητέρα του και τον μάζεψε και πάλι σπίτι. Ανακαλεί τα καλοκαίρια που όλα τα παιδιά έπαιρναν κουρελούδες, τις έβρεχαν και τις άπλωναν στην ταράτσα για να κοιμηθούν εκεί. 

Κλείνει τη βόλτα μας στα λεγόμενα Γερμανικά, τα προσφυγικά σπίτια-παράγκες της Νίκαιας που χτίστηκαν ως αποζημίωση των Γερμανών στην Ελλάδα μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι το σημείο της Κοκκινιάς που ο χρόνος μοιάζει να κυλά με τις πιο αργές αναδιπλώσεις. Στα χαμόσπιτα μπαινοβγαίνουν πλέον τσιγγάνοι και μετανάστες που κουβαλούν τα ψώνια της λαϊκής πάνω σε βρεφικά καρότσια για κάθε χρήση. Και κάποιοι λίγοι παλιοί κάτοικοι που βγαίνουν να δουν ποιοι είμαστε εμείς. Και έπειτα ποζάρουν με νάζι στον φακό πριν καν τους απαντήσουμε. 

Νίκαια: Μία γειτονιά παλαιάς κοπής-21
Ο Βασίλης Βασιλειάδης με μία τωρινή κάτοικο των Γερμανικών. 
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT