Μέσα στην απέραντη ομορφιά που έχει περάσει τον τελευταίο αιώνα από τη μεγάλη οθόνη, είναι μετρημένα τα πρόσωπα εκείνα που έχουν καταφέρει να γίνουν συνώνυμά της, να φτάσουν στα στόματα όλων ως το «μέτρο» της και η απόλυτη έκφρασή της. Στους άντρες, κάποτε ήταν ο Μάρλον Μπράντο. Σήμερα και παρά τα 60+ χρόνια του, τα σκήπτρα κρατά ακόμη ο Μπραντ Πιτ. Μα κανείς δεν παρέμεινε στην κοινή συνείδηση αιώνια όμορφος όπως ο Αλέν Ντελόν.
Ο χαμός του Γάλλου ηθοποιού στα 88 του χρόνια σκόρπισε αυτό το κάλλος ξανά παντού: στους ασπρόμαυρους φωτογραφικούς επικήδειους των χρυσών του χρόνων, σε προσωπικές αναμνήσεις που μπλέχτηκαν με τις επαναληπτικές θεάσεις των ταινιών του, χώρεσε ακόμα και πίσω από τα κουρασμένα του μάτια στην τελευταία μεγάλη υπόκλιση που έκανε από την Κρουαζέτ το 2019, όπου το Φεστιβάλ των Καννών τον τίμησε για κάθε καρέ που προηγήθηκε τις έξι προηγούμενες δεκαετίες.
Στο τερέν των σπουδαίων Ευρωπαίων
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του μικρού Αλέν, που γεννήθηκε το 1935 στις πλούσιες παρυφές του Παρισιού, θα μπορούσαν να είναι το φόντο κάποιου από τους ήρωες που υποδύθηκε: οι γονείς του χωρισμένοι, εκείνος μεγάλωσε σε ανάδοχη οικογένεια η οποία τον «παρέδωσε» ξανά στη βιολογική του, έλαβε καθολική εκπαίδευση, επόμενη «πίστα» το Ναυτικό και ο πόλεμος της Ινδοκίνας. Και έπειτα, σαν όλα αυτά να μην είχαν και τόση σημασία πια, σαν άλλος Ντον Ντρέιπερ έγινε αυτός που ήθελε. Θα μπορούσε να είναι το παρελθόν του «ταλαντούχου κύριου Ρίπλεϊ», «του δολοφόνου με το αγγελικό πρόσωπο» ή του εραστή της «Εκλειψης», μα είναι τελικά του ίδιου του Αλέν Ντελόν.
Σε μια βόλτα του το 1956 στο Φεστιβάλ των Καννών, το πρόσωπό του δεν θα περνούσε απαρατήρητο από τους «αυλικούς» του Αμερικανού παραγωγού Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ, που θα του υπόσχονταν μια καριέρα στο Χόλιγουντ με «αντίτιμο» να μάθει αγγλικά. Η επιλογή του να μείνει και να κινηθεί σε ευρωπαϊκά κινηματογραφικά μονοπάτια, αν και παράτολμη, δικαίωσε και με το παραπάνω τον Αλέν Ντελόν.
Ηταν –φυσικά– η ομορφιά αυτή που μαγνήτισε πάνω του την κινηματογραφική βιομηχανία, μα ήταν ο μοναδικός του τρόπος που μπορούσε να τη χειριστεί αυτός που έκανε τον Γάλλο γόη εκλεκτό μερικών εκ των σπουδαιότερων σκηνοθετών του καιρού του: ο Λουκίνο Βισκόντι του εμπιστεύτηκε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Ο Ρόκο και τα αδέλφια του» (1960) και τον έκανε μέλος του ανσάμπλ του «Γατόπαρδου» (1963), δίπλα στον Μπαρτ Λάνκαστερ και την Κλαούντια Καρντινάλε. Ο Μικελάντζελο Αντονιόνι τον ζευγάρωσε με τη μελαγχολική Μόνικα Βίτι στην «Εκλειψη» (1962). Ο Ζαν Πιερ Μελβίλ τον «έμπασε» στο έγκλημα του άψογου «Le Samouraï» (1967), του «Κόκκινου Κύκλου» (1970), του «Un Flic» (1972). Και φυσικά ο Ζακ Ντερέ τερμάτισε την αθωότητα μιας δροσερής πισίνας όταν σε αυτήν μπήκαν ο Ντελόν και η Ρόμι Σνάιντερ, στην ομώνυμη ταινία του 1969.
Δεν ήταν απλώς ένα ωραίο αγόρι που καθόταν μπροστά από την κάμερα. Ηταν κάποιος που ήξερε να εξαργυρώνει τις αρετές του, ακόμα και κυριολεκτικά – το 1963 εισήγαγε τη λεγόμενη «μέθοδο Ντελόν», με την οποία ζήτησε να πληρωθεί όχι με πατροπαράδοτη αμοιβή, αλλά εξασφαλίζοντας τα δικαιώματα διανομής σε ορισμένες χώρες – άλλη μια δικαίωση.
Το βλέμμα που «σκοτώνει»
Σε μια σκηνή του «Le Samouraï», ο Ντελόν, ως μια φρέσκια, πιο σικ και ευγενής εκδοχή του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, μπαίνει σε ένα αμάξι με μια αρμαθιά κλειδιά μέχρι να βρει αυτό που βάζει μπρος τη μηχανή του. Και ως ηθοποιός, ο «απόλυτος» Γάλλος των 60s και των 70s ξεκλείδωνε πάντα τους ρόλους του με ένα βλέμμα σχεδόν ελλειπτικό. Τα μάτια του θα μπορούσαν να εκπέμπουν ερωτισμό, μελαγχολία, εκδίκηση και ένα μυστήριο που πάντα κρατούσε ένα μικρό κομμάτι για τον εαυτό του, προκειμένου να μη χάσουν τη γοητεία τους.
Ο πάλαι ποτέ ζεν πρεμιέ ήταν και αυτός μέρος εκείνης της άτυπης κάστας ηθοποιών, μαζί με τον Στιβ ΜακΚουίν, τον Πολ Νιούμαν, τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ και λίγους ακόμη που ξεδίπλωσαν στο κινηματογραφικό πανί μια υγιή αρρενωπότητα που δεν αυτολογοκρινόταν, γιατί απέφευγε εξίσου τη ματσίλα και την πολιτική ορθότητα. Μα απέναντι στους Αμερικανούς «ομολόγους» του, ο Ντελόν στεκόταν με έναν ακόμα πιο φινετσάτο αέρα και μια φυσικότητα που γέμιζε χωρίς πολύ κόπο την οθόνη.
Αυτή η αρρενωπότητα στην πραγματική ζωή του Ντελόν δεν ήταν βέβαια και τόσο υγιής. Δεν είχε κρύψει πως σήκωνε ενίοτε το χέρι του σε συντρόφους του, ενώ ο γιος που απέκτησε με τη Nico δεν αναγνωρίστηκε ποτέ από τον ίδιο. Είναι ένα από τα πράγματα που πολλοί ανέσυραν στην είδηση του θανάτου του, μαζί με τη στήριξη που είχε δείξει τα τελευταία χρόνια στη Μαρίν Λεπέν.
Μα το εκτόπισμά του θα παραμένει αναμφισβήτητα τεράστιο. Ολοι ξέρουν τι εστί Αλέν Ντελόν, ακόμα και αν δεν είδαν ποτέ ούτε μία ταινία του. Ηταν αυτός που εξίσου άνετα μπορούσε να εμπνεύσει ένα τραγούδι του Θέμη Ανδρεάδη («Είμαι πολύ ωραίος») αλλά και το εξώφυλλο ενός δίσκου των Smiths («The Queen is dead»). Και αυτός που έκανε τον Μικ Τζάγκερ να μοιάζει «λίγος», στην κλασική, σχεδόν αστεία φωτογραφία με τον τραγουδιστή των Rolling Stones, τον Γάλλο ηθοποιό και τη Μάριαν Φέιθφουλ στη μέση, με όλη της την προσοχή στραμμένη στον δεύτερο. Και που δεν το είχε σε τίποτα, μετά από τόσα χρόνια κινηματογραφικών φαντασιώσεων, να επιστρέψει τον 21ο αιώνα στη μεγάλη οθόνη για να παίξει τον Ιούλιο Καίσαρα στο «Ο Αστερίξ στους Ολυμπιακούς Αγώνες» (2008) σε κόντρα ρόλο.
Είχε το βλέμμα που τα χωρούσε όλα. Από αυτά που, όταν τα ερωτεύεσαι, έχεις ερωτευτεί μια για πάντα το ίδιο το σινεμά.
Ο Αλέν Ντελόν με δικά του λόγια
Αξιομνημόνευτες ατάκες του εμβληματικού ηθοποιού που είπε ανά καιρούς σε συνεντεύξεις του:
«Το να γυρίζω ερωτικές σκηνές μου είναι βαρετό. Προτιμώ να παλεύω». (Στο βρετανικό περιοδικό Film and Filming, το 1965)
«Θέλω να με αγαπούν με τον τρόπο που αγαπώ τον εαυτό μου». (Στο Femme το 1966)
«Η τρέλα ξεκινάει όταν το όνομα “Ντελόν” γίνεται ταμπέλα. Και πρέπει να συνεχίσεις να είσαι αυτό, να το παίζεις, να ζεις μέσα σε αυτό. Γιατί αυτό θέλει το κοινό, το θες και εσύ λίγο και είναι ο κανόνας». (Σε τηλεοπτική συνέντευξη του 1991)
«Τα πηγαίνω πολύ καλά με τρία πράγματα: τη δουλειά μου, τη χαζομάρα και τα παιδιά». (Σε συνέντευξή του στη L’Express το 1995)
«Τα χρήματα, η διαφήμιση και η τηλεόραση έχουν καταστρέψει τη μηχανή των ονείρων. Το σινεμά μου και εγώ έχουμε πεθάνει». (Σε κείμενό του για την κινηματογραφική βιομηχανία στον Le Nouvel Observateur, το 2003)
«Για χρόνια, γιος και κόρη Λεπέν αγωνίζονται αλλά σε μία μοναχική μάχη. Τώρα για πρώτη φορά δεν είναι μόνοι τους. Εχουν τον γαλλικό λαό». (Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Le Matin το 2013)
«Ημουν πολύ τυχερός. Υπήρξα ευτυχισμένος όλη τη ζωή μου. Γύρισα ταινίες με τους καλύτερους. Εκανα αυτό που ήθελα, με αυτούς που ήθελα, όταν ήθελα. Ναι, συγκεντρώνομαι περισσότερο στο παρελθόν από ό,τι σκέφτομαι το μέλλον γιατί το παρελθόν μου ήταν υπέροχο. Δεν συγκρίνεται με το σήμερα. Η ζωή που είχα δεν έρχεται δεύτερη φορά. Γι’ αυτό δεν μετανιώνω που έχω αποσυρθεί». (Σε συνέντευξή του στο GQ το 2018)
«Ο,τι έκανα στις ταινίες, το έζησα αληθινά». (Σε συνέντευξή του στη Le Monde το 2018)
«Το μόνο που ξέρω είναι πως αν για κάτι είμαι περήφανος, αυτό είναι η καριέρα μου». (Σε γκαλά προς τιμήν του στο Φεστιβάλ των Καννών το 2019)