«Ξενιτιά, αποικιοκρατία, απαγχονισμοί, γερμανική Κατοχή, εκτελέσεις, εμφύλιος, βιασμοί, πείνα, κακουχίες. Από την Ικαρία στο Βελγικό Κονγκό, ξανά Ικαρία, έπειτα Αθήνα, από εκεί Γερμανία και τελικά επιστροφή για πάντα στο νησί. Η Σώσα Μπερνή-Πλακίδα είδε τόση φρίκη που κάποια στιγμή σταμάτησε να βλέπει. Τυφλώθηκε.
Η ιστορία της –σήμερα– 88χρονης Ικαριώτισσας είναι μία από τις εκατοντάδες που κατέγραψε το Marabu Project, ένα προσωπικό οδοιπορικό χρόνων του Κωνσταντίνου Σοφικίτη σε ένα Αιγαίο που χάνεται. Για τον Κωνσταντίνο, η Σώσα και η συγκλονιστική ζωή της ήταν αυτή που μετέτρεψε το εγχείρημα αυτό από αμιγώς φωτογραφικό σε «ανθρωπογεωγραφικό»: Ενα ταξίδι προσωπικών διηγήσεων, μαρτυριών, αναμνήσεων από κάθε κατοικημένο νησί του Αιγαίου. Μια νοσταλγική καταγραφή ανθρώπων, εθίμων, επαγγελμάτων, τεχνών, τελικά τρόπου ζωής που, παρά την ποιότητά του, ολοένα και φθίνει.
Η Σώσα με την κινηματογραφική ζωή και την αγάπη για την ικαριώτικη παράδοση
Εκτός από «φάρος για το project Marabu», όπως τη χαρακτηρίζει ο Κωνσταντίνος, η Σώσα θεωρείται θεματοφύλακας της ικαριώτικης παράδοσης. Παίζει βιολί, ήταν η πρώτη δασκάλα βιολιού στο νησί, βάζει στην αμπελοκουτσούρα (ικαριώτικο τραγούδι του γλεντιού με πολλές παραλλαγές σε στίχους) λόγια από τον Αριστοφάνη, για να τον μαθαίνουν ευκολότερα τα παιδιά, γράφει ποίηση και άρθρα, συμμετέχει στην οργάνωση πανηγυριών «στον Στάβλο στις 06 Αυγούστου για λόγους κοινωφελείς», όπως έχει πει η ίδια.
Στη ζωή της είχε δει τόσο αίμα, ώστε ανέπτυξε έναν μηχανισμό άμυνας μέσω του οποίου σταμάτησε να αντικρίζει τον κόσμο. Μετά από χρόνια ανάλυσης, βρήκε ξανά την όρασή της. Οταν μου το διηγήθηκε όλο αυτό, συγκλονίστηκα
«Σε ηλικία έξι χρόνων, το 1942, έφυγε με την οικογένειά της για το Βελγικό Κονγκό. Εκεί είδε θηριωδίες, ομαδικούς βιασμούς, το πρωί έπαιζε με παιδιά, το βράδυ τα έβλεπε απαγχονισμένα. Εφτασε σε ένα σημείο στην ενήλικη ζωή της όπου σχεδόν τυφλώθηκε. Εδώ τη θεωρούσαν ψυχικά άρρωστη και της έδιναν φάρμακα. Οταν βρέθηκε ως οικονομική μετανάστρια στο Μόναχο, την ανέλαβε μια ψυχαναλύτρια που αντιλήφθηκε πως το πρόβλημά της δεν ήταν παθολογικό, αλλά ψυχοσωματικό. Καθώς είχε έφεση στο γράψιμο, έγραφε πεντασύλλαβα με ικαριώτικο σκοπό, η ψυχαναλύτρια την ώθησε προς τα εκεί, καθώς εκεί άνθιζε η ψυχή της. Οπως αποδείχτηκε, στη ζωή της είχε δει τόσο αίμα, ώστε ανέπτυξε έναν μηχανισμό άμυνας μέσω του οποίου σταμάτησε να αντικρίζει τον κόσμο. Μετά από χρόνια ανάλυσης, βρήκε ξανά την όρασή της. Οταν μου το διηγήθηκε όλο αυτό, συγκλονίστηκα», λέει ο Κωνσταντίνος για την ιστορία που τον έκανε να αλλάξει ρώτα στο ταξίδι του, αποκαλύπτοντας άλλη μία συνταρακτική πτυχή της ζωής της.
«Κατά τον Εμφύλιο, όταν η Σώσα ήταν 12-13 ετών, ένας αντάρτης κρυβόταν πίσω από το σπίτι τους και η Σώσα, του πήγαινε κρυφά γάλα. Της είχε πει να μην πει τίποτα σε κανέναν και της είχε υποσχεθεί να παντρευτούν, όταν όλα θα είχαν τελειώσει πια. Ηταν ένας νεανικός έρωτας. Μερικές ημέρες μετά, στο λιμάνι του Ευδήλου, είδε να περιφέρουν το κεφάλι του.
Η Σώσα, μέχρι τα 70 της, κουβαλούσε την ενοχή πως εκείνη ευθυνόταν για τον αποκεφαλισμό του, ίσως επειδή κάποιος τους είχε ακούσει. Αρχές 2000, έμελλε να γνωρίσει τυχαία στη Νάξο τον άνθρωπο που είχε σκοτώσει τον παιδικό της έρωτα.
Ηταν ένας 85χρονος που σε ένα τραπέζι, μαζί με τη σύζυγο και τις κόρες του, άρχισε να υπερηφανεύεται πως στα νιάτα του είχε πάει στην Ικαρία και είχε βρει και αποκεφαλίσει έναν προδότη. Ηταν τότε που η Σώσα συνειδητοποίησε πως επί μισόν αιώνα κατηγορούσε άδικα τον εαυτό της. Οταν την ρώτησα πώς αντέδρασε, μου είπε κάτι που δείχνει την παιδεία της: Μου είπε πως είδε τόση βία και οργή στα μάτια αυτού του ανθρώπου που, παρότι της είχε κάνει τέτοιο δώρο, λυτρώνοντάς την από ένα τραύμα ζωής, εκείνη το πρώτο που ένιωσε ήταν πως έπρεπε να προστατεύσει τη σύζυγο και τις κόρες του από το μίσος του και άρχισε να προσπαθεί να τον δικαιολογήσει, πως ήταν δύσκολοι οι καιροί εκείνοι, διχασμένοι οι άνθρωποι κ.λπ.».
Ο Κωνσταντίνος εξακολουθεί από καιρού εις καιρόν να μιλάει με τη Σώσα και, όποτε πηγαίνει στην Ικαρία, την επισκέπτεται. Αυτόν τον καιρό αδημονεί να επιστρέψει στο νησί, γιατί, όπως λέει, τους τελευταίους μήνες η Σώσα δεν είναι καλά, «θέλω να πάω να τη δω, να πιούμε έναν καφέ».
Ο φωτογράφος και η αφετηρία
Η περίπτωση του Κωνσταντίνου Σοφικίτη είναι ο ορισμός αυτού που λέει ο ποιητής «εμείς γι’ αλλού κινήσαμε γι’ αλλού κι αλλού η ζωή μας πάει». Τα μαθηματικά δεν έμελλε να κάνουν απόσβεση των σπουδών του. Αντ’ αυτών, ένα ταξίδι στη Λατινική Αμερική με εισιτήριο χωρίς επιστροφή μετουσίωσε το «γονίδιο» για τη φωτογραφία σε πράξη.
Οι «αριθμοί» του Μαραμπού
«Ωχ, φωτογραφία κι εσύ; Πάει, θα πεινάσουμε όλοι», του είπε ο πατέρας του όταν ξεκαθάρισε για τα καλά το επαγγελματικό τοπίο. O πατέρας Σοφικίτης, κάνοντας κάτι αντίστοιχο τη δεκαετία του 1980, έπαιρνε τους μικρούς γιους του, Κωνσταντίνο και Πέτρο, συνοδοιπόρους σε ένα τζιπ και γύριζαν τον τόπο. Από την Κερκίνη έως τη μεταπολεμική Γιουγκοσλαβία. Μέρες, χιλιόμετρα, αμέτρητα τοπία. «Οπότε, όλα αυτά που μας πρόσφερε ο πατέρας μου, κάποια στιγμή μού βγήκαν. Από την άλλη, ο ρόλος της μητέρας μου στη δημιουργική πορεία των τριών μας ήταν τεράστιος», παραδέχεται ο ίδιος, αστειευόμενος πως, παρότι ουσιαστικά η μάνα ήταν αυτή που στήριξε σύζυγο και γιους στις καλλιτεχνικές επιλογές τους, είναι η «αδικημένη» στην αναγνώριση που της αναλογεί. Κινητήρια δύναμη για το ταξίδι αυτό νησιωτικής ιχνηλασίας υπήρξε όχι μόνο ο πατέρας του, λέει ο Κωνσταντίνος, αλλά και η γνωριμία του με τον συγγραφέα Ιωάννη Τσάτσαρη που «με έκανε να αναπτύξω περιέργεια για τον τόπο και τους ανθρώπους και να αγαπήσω πραγματικά την Ελλάδα»
Γιατί Μαραμπού;
Αλλά γιατί Μαραμπού; «Συμβολικά και σημειολογικά η ονομασία προέκυψε από τις συλλογές ποιημάτων “Μαραμπού” και “Πούσι” του Καββαδία, ο οποίος ήταν κι ο ίδιος φορέας ιστοριών που αφορούσαν ιστορίες και ζωές άλλων ναυτικών», λέει ο Κωνσταντίνος, αποδίδοντας την ιδέα στον φίλο και συνεργάτη του, Τρύφωνα Κλη.
Για να προσεγγίσει τους ανθρώπους και να ακούσει μια ιστορία από την πολυκύμαντη ζωή τους, ο Κωνσταντίνος πέρασε μαζί τους χρόνο, ασχολήθηκε με τις ασχολίες τους, τους παρατήρησε αχάραγα στον πρώτο καφέ της ημέρας στο καφενείο του χωριού, μπήκε στο σπίτι τους.
«Επειδή οι άνθρωποι δεν είναι μουσειακό είδος ούτε τουριστικό αξιοθέατο για να βγάλεις μία φωτογραφία μαζί τους και να φύγεις – κάτι που δυστυχώς έχουν ζήσει σε μεγάλες δόσεις οι άνθρωποι αυτοί, διεκδικείς με μια διακριτικότητα και μια λεπτότητα μια ιστορία από τη ζωή τους. Στο 80% των περιπτώσεων, ταξίδευα χειμώνα στα νησιά, για να μπω στον ρυθμό τους. Αρχικά, τους προσέγγιζα χωρίς κάμερα, για να οικειοποιηθούν εκείνοι την παρουσία μου κι εγώ το μέρος, οπότε από αυτήν τη διαδικασία χτιζόταν σταδιακά μια σχέση εμπιστοσύνης. Ενιωθα πως εισέπρατταν την αυθεντική μου περιέργεια και συνδέονταν. Ομως, με τους ανθρώπους δεν πατάς ένα κουμπί και σου λένε μια ιστορία. Υπήρχαν περιπτώσεις που για ώρες δεν μιλούσαμε. Στη Σέριφο, επί τρεις ημέρες βοηθούσα έναν παπά να μαζέψει τα αμπελοφάσουλά του. Οχι για αγαθοεργία, αλλά για να περάσω χρόνο μαζί του. Προφανώς, δεν έκανα κάτι τέτοιο και με τους 400 ανθρώπους που συνάντησα. Και προφανώς υπήρξαν φορές που δεν με εμπιστεύτηκαν ή που δεν ήθελαν να φωτογραφηθούν», εξηγεί.
Πώς ζει η νησιωτική Ελλάδα;
Οι νησιώτες παραπονιούνται; Δυσκολεύονται; Νοσταλγούν; Απολαμβάνουν; Πώς ζουν τη ζωή τους; Με τι ασχολούνται; «Εξαρτάται από τον τόπο και τους ανθρώπους. Είναι αρκετά ετερόκλητες οι απαντήσεις. Μια γενικότερη αίσθηση που μου έχει δημιουργηθεί είναι πως, καθώς δεν είναι εκτεθειμένοι σε όλη αυτή την τρομακτική ταχύτητα πληροφορίας (καλή και κακή), σε όλη αυτή την ανασφάλεια, την τοξικότητα και τον φόβο, έχουν κάποιους αισθητήρες πολύ διαφορετικούς από τους ανθρώπους των πόλεων. Ανταποκρίνονται πιο λογικά, πιο πρακτικά και πιο ήρεμα στις δυσκολίες, αλλά και την καθημερινότητα. Η πλειονότητα σαφώς νιώθει εγκατάλειψη, όπως και οι νέοι», λέει ο ίδιος.
«Χωράφι, μελέτη και μπιρίμπα»
Κατά τ’ άλλα, οι άνθρωποι «συνεχίζουν να ασχολούνται με ό,τι έμαθαν να ασχολούνται, και δεν έχουν σταματήσει τις παρέες τους. Παρέα, καλαμπούρι, εργασία», λέει ο Κωνσταντίνος – ή, όπως το συνοψίζει ο κ. Δημήτρης από τη Νίσυρο, «χωράφι, μελέτη και μπιρίμπα».
«Αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς τους είναι η σύνδεσή τους με τη φύση», λέει ο φωτογράφος. «Είναι συγκλονιστικό το ότι οι άνθρωποι στα 90 τους και πιο πάνω είναι αεικίνητοι, πάνε στα αμπέλια τους, μαζεύουν χόρτα, έχουν μια σχέση εξάρτησης με τη φύση, που είναι όχι μόνο ο βιοπορισμός τους, αλλά και η ασχολία τους, το μεράκι τους».
Κάνουν κάτι σαν ψυχοθεραπεία, οι γυναίκες με τις βεγγέρες τους σε αυλές, κουζίνες και πλακόστρωτα, οι άνδρες στα καφενεία. Εκεί δεν αναλύουν π.χ. το βαθύ τραύμα τους, αλλά λένε τον πόνο τους και την καθημερινότητά τους, συζητούν και εκτονώνονται, μια διαδικασία ψυχανάλυσης που λείπει από εμάς
«Τον υπόλοιπο χρόνο κάνουν κάτι σαν ψυχοθεραπεία, οι γυναίκες με τις βεγγέρες τους σε αυλές, κουζίνες και πλακόστρωτα, οι άνδρες στα καφενεία. Εκεί δεν αναλύουν π.χ. το βαθύ τραύμα τους, αλλά λένε τον πόνο τους και την καθημερινότητά τους, συζητούν και εκτονώνονται, μια διαδικασία ψυχανάλυσης που λείπει από εμάς. Εμείς ακόμη κι αν δούμε κάποιον μετά από καιρό, παραμένουμε κολλημένοι στην οθόνη μας. Και αναρωτιέσαι τι στο καλό λένε όλη μέρα, κάθε μέρα ίδιοι είναι, αλλά πάντα βρίσκουν να πουν», λέει ο Κωνσταντίνος, προσθέτοντας ως παράμετρο της καθημερινότητας το περπάτημα, την καθημερινή βόλτα.
Σταμάτης Βατούγιος: Ζωή στα βράχια και στις κουμαριές
Μπάρκαρε, έζησε πολλά χρόνια στην Αθήνα, τη Νέα Υόρκη και την Ιταλία, όμως ποτέ δεν έμαθε να ζει στην πόλη. «Εξωπραγματική κατάσταση, φώτα ψεύτικα, σίδερο, τσιμέντο, πλαστικά όλα, καμένα πράγματα, ό,τι αγγίζεις στα σπίτια τα σύγχρονα», λέει στον φακό ο Σταμάτης Βατούγιος (Ταμής).
Μέχρι το θάνατό του, πέρυσι, ζούσε στο πετρόκτιστο σπίτι του προπάππου σε ένα χωριό της Ικαρίας, σε ένα άγριο, πετρώδες ύψωμα, μέσα στις κουμαριές, τις βελανιδιές και στα φρύγανα.
«Το αρχικό σημαίνει νερό και χώμα. Αυτή είναι η ζωή του ανθρώπου».
Τι γίνεται με την παράδοση;
«Μάθε παραδοσιακά, αλλά κάποια στιγμή δεν θα βρίσκεις ανθρώπους να τα παίζεις», εξομολογείται πως του είχε πει κάποτε ένας δάσκαλός του, ο Γιώργης Γιαννακός, μουσικός από τη Λέρο. Τι γίνεται με τη μουσική, τη γλώσσα, τη γαστρονομία, τους χορούς, την τοπική παράδοση, τους χειρώνακτες και τις τέχνες τους;
Υπάρχουν σχολές χορών, εργαστήρια παραδοσιακών οργάνων σε πολύ λίγα νησιά. Γενικώς, η αδιαφορία από αρμόδιους φορείς που έχω συναντήσει σε πολλά πεδία είναι αποκαρδιωτική
«Πονεμένη ιστορία», λέει ο Κωνσταντίνος. «Σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι φοβερά συνδεδεμένοι με τον τόπο τους, και σε αυτούς οφείλεται ό,τι έχει μείνει όρθιο. Υπάρχουν σχολές χορών, εργαστήρια παραδοσιακών οργάνων σε πολύ λίγα νησιά. Γενικώς, η αδιαφορία από αρμόδιους φορείς που έχω συναντήσει σε πολλά πεδία είναι αποκαρδιωτική», παραδέχεται, επικαλούμενος την περίπτωση της Κατερίνας Παπαδοπούλου, υπεύθυνης του ιδρύματος Δόμνα Σαμίου, που επιχείρησε με σχεδόν δικά της έξοδα να κάνει κάποια τριήμερα – τετραήμερα εργαστήρια χορού και μουσικής στα νησιά, αλλά βρήκε πόρτες κλειστές. «Με πολύ απλά πράγματα, θα μπορούσαν να έχουν γίνει πολλά και σπουδαία».
«Οταν “δεν υπάρχουν λεφτά” ποτέ, αλλά πληρώνονται influencers για να κάνουν stories, εκεί αντιλαμβάνεσαι μια προσωπική αισθητική και μια προτεραιότητα. Και δεν μιλάω τόσο για εμένα, αλλά για πολύ σπουδαίες πρωτοβουλίες ατόμων ή οργανισμών για τα νησιά που δεν χαίρουν καμίας εκτίμησης. Είναι τόσο μεγάλη η ευκολία στο εύκολο κέρδος, ώστε τα αντανακλαστικά της κοινωνίας προσανατολίζονται εκεί. Ενας τεράστιος πλούτος που έχει να κάνει με τον πολιτισμό, τη γαστρονομία, τα έθιμα, τη γλώσσα, τη μουσική, την ψυχή του τόπου δηλαδή, αλλοτριώνεται πανεύκολα».
Για τη Χρύσα Καζάλα η μοναξιά είναι επιλογή
«Το επώνυμο της Χρύσας Καζάλα κρατάει από τον 16 αιώνα, οι πειρατές έδεσαν τον προπάτορά της στο κατάρτι για να τον εκτελέσουν, γιατί μοίραζε κρυφά φαγητό στο πλήρωμα, όμως είχε σουρουπώσει και οι μουσουλμάνοι δεν σκότωναν μετά τη δύση. Την επόμενη ημέρα, με τη βοήθεια του πληρώματος, είχε λυθεί και βούτηξε στη θάλασσα να γλιτώσει, και εκεί τον βρήκανε ναυαγό Ικαριώτες πειρατές που έμεναν στο Σταύλο, τον μαζέψανε και του δώσανε την αδελφή τους. Αν δεν είχε συμβεί αυτή η μυθοστορηματική ιστορία, δεν θα είχε γεννηθεί η Χρύσα το ’45», γράφει στην ιστοσελίδα του το Marabu Project.
«Μ’ αρέσει να γράφω. Αν έχω πολλά πράγματα μέσα μου, πρέπει να τα βγάλω, να τα ακουμπήσω στην κόλλα», λέει η ίδια.
Παντρεμένη και διαζευγμένη δις, απολαμβάνει τη μοναξιά της και τα ταξίδια της.
«Δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα το να είσαι μόνος σου, να κάνεις ό,τι θέλεις, να μη δίνεις λογαριασμό σε κανένανε. Και σχέση να έχεις, είναι καλά να μένεις στο απέναντι σπίτι, να πίνετε καφέ το πρωί και μετά ο καθένας σπίτι του. Είναι ωραίο να είσαι μόνος σου, αλλά πρέπει να τα έχεις βρει με τον εαυτό σου. Αν δεν τα έχεις βρει, είναι μοναξιά, αλλιώς μοναχικότητα. Οταν είσαι μόνος σου, κάνεις σχέδια για το αύριο. Αλλιώς δεν μπορείς γιατί θα ’ρθει ο άλλος και θα σ’ τα χαλάσει, δεν μπορεί» λέει, προκαλώντας το γέλιο του συνομιλητή της.
Το ταξίδι της ζωής της το έκανε με το εφάπαξ της στην Ανταρκτική, το 2006.
«Στο ταξίδι γενικώς, πετάς. Φεύγει το σώμα σου, το μυαλό σου, πας σε άλλες διαστάσεις. Σε αναζωογονεί, σε κάνει καινούργιο άνθρωπο. Ξαναγεννιέσαι. Το χειρότερο πράγμα που κάνει ο άνθρωπος είναι να πέφτει σε τέλμα», λέει για το πάθος της.
Η 79χρονη Χρύσα είναι μία από τους ανθρώπους με τους οποίους ο Κωνσταντίνος έχει κρατήσει προσωπικές σχέσεις. «Είναι μια γυναίκα στην Ικαρία, 80χρονη, αλλά μου φαίνεται 30. Μιλάω μαζί της πιο πολύ απ’ ό,τι με φίλους μου. Και πολλές φορές πηγαίνω στην Ικαρία μέσα στον χειμώνα μόνο για να τη δω. Και εκείνη και μερικούς ακόμα ανθρώπους. Εχω πολύ ωραίες σχέσεις με κάποιους. Το πιστεύεις πως πολύ εύκολα συνεννοούμαι μαζί τους; Δεν ξέρω, μάλλον ακούγεται περίεργο αυτό».
Ο ίδιος φέρνει ως παράδειγμα την Ικαρία, όπου πηγαίνει τακτικά τα τελευταία οκτώ χρόνια. «Η φήμη της έχει να κάνει με τα πανηγύρια, τη μακροζωία και το αν οι κάτοικοί της είναι τεμπέληδες. Αυτά τα τρία επικρατούν στην κοινή γνώμη για έναν τόπο εξαιρετικά ευλογημένο. Η Ικαρία έχει τεράστιο πολιτιστικό πλούτο, αλλά αναπαράγονται τα κλισέ. Το ξέρεις πως μετά τον Covid, οι κάτοικοι από 7.000 έγιναν 10.000; Πως έχει απεριόριστα εργαστήρια μουσικά και χορευτικά, πεζοπορικές ομάδες, το ιδιαίτερο κρασί τους, το φωκιανό, τρομερή αγροτική ανάπτυξη, μεγάλη ιστορία με καρβουνιάρηδες; Στην Ικαρία, π.χ., όταν κάποιος έχει μεγάλο πρόβλημα είτε υγείας, είτε βιοποριστικό, είτε δεν έχει να ταΐσει τα ζώα του, υπάρχουν φοβερά αντανακλαστικά, με τους κατοίκους να συγκεντρώνουν –μέσω χοροεσπερίδων ή ανταλλαγή προϊόντων ή πανηγύρια– χρήματα ώστε να βοηθήσουν. Κι αυτό οδηγεί σε μία αυτοπεποίθηση μια μικρή κοινωνία πως κανείς δεν είναι μόνος του».
Μιλώντας για τις ντοπιολαλιές, η διάθεση του Κωνσταντίνου αλλάζει και, αν και μέσω τηλεφώνου, διαισθάνεσαι ένα χαμόγελο. «Πολλές στιγμές δεν καταλάβαινα τι μου έλεγαν. Οταν έχει καλοκαιρία, τη θάλασσα τη λένε –και με στόμφο, μάλιστα– καλοσύνη. Στην αρχή δεν καταλάβαινα, αλλά δεν τους διέκοπτα να τους ρωτήσω, ήθελα να τους παρατηρώ, το απολάμβανα. Στο Αιγαίο έχουν πολύ τραγουδιστή προφορά και είναι τόσο ωραίες οι λέξεις, που ήταν σαν να μαθαίνω από την αρχή τα ελληνικά».
Πρόσφυγες προς πρόσφυγες
Εχοντας ζήσει και οι ίδιοι την προσφυγιά, πώς αντιμετωπίζουν, ιδίως οι κάτοικοι του Ανατολικού Αιγαίου, τους ανθρώπους που φτάνουν από τα τουρκικά παράλια;
«Και πάλι, εξαρτάται. Είναι κάτι που με μπερδεύει κι εμένα. Οι απόψεις διίστανται, αλλά είναι και λεπτό ζήτημα. Προσωπικά θέλω να τους ακούω τους ανθρώπους, όχι να τους κρίνω. Κάποιοι έχουν έντονους προβληματισμούς με πράγματα που σχετίζονται με την πολιτική διάσταση και τον τρόπο διαχείρισης του πράγματος. Η πλειονότητα, όμως, έχει μεγάλη ευαισθησία απέναντι στους πρόσφυγες, εν μέρει λόγω του δικού τους βιώματος στην ξενιτιά σε μικρότερη ηλικία».
Η Ικαρία έχει τον δικό της τρόπο, ακόμα και με τους κατατρεγμένους, όπως περιγράφει ο Κωνσταντίνος για μια ομάδα ανθρώπων που έμελλε να καταλήξει σε μία άσχετη παραλία του νησιού: «Βγήκαν στο νότιο κομμάτι, σε μια παραλία όπου να ’ναι, και προσπαθώντας να βρουν κάποιον να συνεννοηθούν, κατέληξαν χωρίς να το ξέρουν σε ένα πανηγύρι. Και ο κόσμος τούς έβγαλε τραπέζια, φαγητά, κρέατα (που κάποιοι λόγω θρησκείας δεν μπορούσαν να φάνε), κρασιά. Ηταν σαν ταινία, εντελώς κινηματογραφικό, με ανθρώπους τόσο ταλαιπωρημένους, μεταξύ ζωής και θανάτου».
Τι κάνει μια φωτογραφία καλή;
Ως προς το πώς επιλέγει τα πρόσωπά του, ο βραβευμένος φωτογράφος παραδέχεται πως «παρότι κάθε άλλο παρά φυσιογνωμιστής μπορώ να αυτοπροσδιοριστώ, τα βλέμματα είναι ένα κλειδί μέσω του οποίου μπορείς να ξεκλειδώσεις πολλά. Μπορούν να σε μαγνητίσουν, να σε αποτρέψουν, να σε κάνουν να αντιληφθείς. Σίγουρα, φυσιογνωμικά θα μου τραβήξει την προσοχή ένας άνθρωπος φωτογενής. Ωστόσο, η φωτογραφία δεν είναι μόνο η ιστορία της ή μόνο τα τεχνικά χαρακτηριστικά της, είναι μια διαδικασία δημιουργίας και διάδρασης».
«Στις φωτογραφίες αυτές υπάρχει μια ομοιογένεια και πάντα μια τεχνητή πηγή φωτός (φλας). Ο λόγος που φωτογραφίζω έτσι είναι επειδή, όταν μοιράζονταν αυτές οι ιστορίες μαζί μου, δεν ήξερα πώς να τις αποτυπώσω φωτογραφικά. Επέλεξα να κάνω ένα περιβαλλοντικό πορτρέτο, πολύ πιο δύσκολο τεχνικά και φωτογραφικά, σε γεμάτους χώρους. Ηθελα να αποτυπώνω τους ανθρώπους στα μέρη που έχουν περάσει πολύ χρόνο της ζωής του, να φωτίζω μια πλευρά του προσώπου τους –που σημειολογικά ήταν η πλευρά που και αυτοί θέλουν να φωτίσουν– χωρίς πρόθεση να ωραιοποιήσω τα πάντα, και όλο το υπόλοιπο δεν είναι απαραίτητα σκοτάδι, αλλά είναι blurred, λίγο θολό, ως αντανάκλαση αυτού που δεν ξέρω. Αρα κάθε φωτογραφία έχει σαφήνεια και ασάφεια, όπως η ζωή όλων μας».
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του ανθρώπου είναι να καταφέρει να παραμείνει άνθρωπος. Και την έχω δει σε τόσο πολλές εκφράσεις αυτή τη ανθρωπιά… Στον κ. Μάρκο από την Αμοργό, στην κ. Σοφία από τη Νάξο, τον κ. Χρήστο από τη Λήμνο. Κράτησαν κάποιους αισθητήρες ανθρωπιάς, παρότι έχουν περάσει πολέμους, καταδίκες από τους Γερμανούς, προσφυγιά, πείνα. Ιστορίες που προσωπικά με έχουν επηρεάσει και μπορούν να γειώσουν τον αποδέκτη τους
Ειρήσθω εν παρόδω, ήταν η σειρά του μπαμπά Σοφικίτη να ακολουθήσει τους γιους του στην αιγαιοπελαγίτικη ιχνηλασία τους, και τα πρώτα τέσσερα – πέντε χρόνια ήταν σταθερός συνοδοιπόρος, ζώντας, όπως λέει ο Κωνσταντίνος, μια δεύτερη νιότη.
Το Marabu Project σε ντοκιμαντέρ και λεύκωμα
Από τα δεκάδες αυτά ταξίδια «γεννήθηκε» ένα ντοκιμαντέρ, σε σκηνοθεσία του Πέτρου Σοφικίτη και του Θανάση Σπυρόπουλου, που αναμένεται εντός των επόμενων μηνών. Παράλληλα, θα κυκλοφορήσει και ένα φωτογραφικό λεύκωμα 450 σελίδων που θα εκδοθεί σε ελληνικά και αγγλικά.
«Θα περιλαμβάνει 280 ιστορίες με τα αντίστοιχα πορτρέτα τους, με κείμενα της Χριστίνας Κυπαρισσά και του Τρύφωνα Κλη, καθώς και τεκμηριωμένα κείμενα ιστορίας, μυθολογίας και αρχαιολογίας για το κάθε νησί ξεχωριστά, από τη διδάκτορα Λατινικής Φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ, Αγγελική Ηλιοπούλου» εξηγεί ο Κωνσταντίνος, κάνοντας μνεία στους ανθρώπους που συνεργάστηκαν στο πολυεπίπεδο αυτό εγχείρημα.
Ο Κωνσταντίνος καταλήγει επικαλούμενος τον «νονό» του πρότζεκτ του, τον Καββαδία. «Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του ανθρώπου είναι να καταφέρει να παραμείνει άνθρωπος. Και την έχω δει σε τόσες πολλές εκφράσεις αυτή τη ανθρωπιά… Στον κ. Μάρκο από την Αμοργό, στην κ. Σοφία από τη Νάξο, τον κ. Χρήστο από τη Λήμνο. Κράτησαν κάποιους αισθητήρες ανθρωπιάς, παρότι έχουν περάσει πολέμους, καταδίκες από τους Γερμανούς, προσφυγιά, πείνα. Ιστορίες που προσωπικά με έχουν επηρεάσει και μπορούν να γειώσουν τον αποδέκτη τους».