Δύο πρόσωπα, σαν να είναι ένα

13' 15" χρόνος ανάγνωσης

Δύο πρόσωπα, σαν να είναι ένα

Μπαρίσνικοφ και Νταφόε περιγράφουν αποκλειστικά στην «Κ» τη

συνεργασία τους με τον Μπομπ Γουίλσον στo «Old woman», που έρχεται

στην Αθήνα.

Της απεσταλμένης μας στο Μαντσεστερ Μαριας Κατσουνακη

Το Μάντσεστερ είχε ασυνήθιστη λιακάδα. Ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ,

ανήσυχος για τη φωνή του, έπινε τσάι με λίγες σταγόνες γάλα. Ο

Γουίλεμ Νταφόε διέσχιζε με ταχύτητα τους διαδρόμους του ξενοδοχείου

Doubletree, στο κέντρο της πόλης, ανάμεσα σε ραντεβού και

συνεντεύξεις. Ο πρώτος αποχώρησε φορώντας τραγιάσκα και γυαλιά

ηλίου, με μια κρεμαστή τσάντα στον ώμο. Τον παρακολουθούσα πίσω από

την τζαμαρία του ξενοδοχείου καθώς απομακρυνόταν. Δύσκολα

αναγνώριζα στην ελαφρώς κυρτή, κουρασμένη και δύσθυμη σιλουέτα που

απομακρυνόταν τον Μπαρίσνικοφ της προηγούμενης βραδιάς στο Palace

Theatre, στην παράσταση «The old woman».

Το αφήγημα «Η γριά», του Ρώσου συγγραφέα Δανιήλ Χαρμς (1905-1942),

που έχει πλέον αναγνωριστεί ως ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους

της ρωσικής πρωτοπορίας, μια σκοτεινή εκδοχή θεάτρου του παραλόγου,

με απόηχους του Μπέκετ και του Ιονέσκο, στα χέρια του σκηνοθέτη

Μπομπ Γουίλσον μεταμορφώνεται σε εντυπωσιακό θέαμα. Το κείμενο αυτό

καθαυτό έχει μικρή σημασία σε αυτήν την παράσταση. Οι λέξεις έχουν

γίνει ήχοι, φωτισμοί, χρώματα. Δύο κλόουν επί σκηνής με μαύρα

κουστούμια και πολύ έντονο μακιγιάζ που παραπέμπει στον Τζόκερ

(«Μπάτμαν»). Εμφανίζονται πάνω σε μια μεγάλη αιώρα να

επαναλαμβάνουν φράσεις από ποίημα του Χαρμς (σ.σ. υπάρχουν

παραπομπές στο σύνολο του έργου του): «…ύστερα αρχίζει η

αδυναμία, ύστερα έρχεται η πλήξη, μετά η απώλεια της δύναμης,

ύστερα έρχεται ο τρόμος…». Προσωπική αναφορά. Ο Ρώσος συγγραφέας

περιγράφει την κατάσταση της υγείας του. Πέθανε από ασιτία στην

ψυχιατρική πτέρυγα των φυλακών Κρεστί του Λένινγκραντ, εκτοπισμένος

από το καθεστώς το οποίο τον κατηγορούσε για αντισοβιετική

προπαγάνδα.

«Η γριά» αναφέρεται σε μια γηραιά κυρία που στέκεται στην αυλή

κρατώντας ένα ρολόι χωρίς δείκτες. Ο Α ρωτάει την ώρα. Η γυναίκα

τού απαντάει: τρεις παρά τέταρτο. Σε λίγη ώρα η γηραιά κυρία

κτυπάει την πόρτα του σπιτιού του Α και σωριάζεται νεκρή στην

πολυθρόνα του. Εκτοτε ο Α ζει με τον εφιάλτη ενός πτώματος που

πρέπει να ξεφορτωθεί. Συναντάει τον φίλο του, Β, τρώνε μαζί,

πίνουν, κουβεντιάζουν… Η ιστορία, ούτως ή άλλως, είναι σχεδόν το

πρόσχημα. Προσφέρει στον Μπομπ Γουίλσον και στους δύο

πρωταγωνιστές, τον Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ και τον Γουίλεμ Νταφόε, οι

οποίοι εναλλάσσονται στους ρόλους του Α και του Β, τη δυνατότητα να

δημιουργήσουν μια θαυμάσια χορογραφία μοναξιάς και θανάτου, με

παιγνιώδη διάθεση, σαρκασμό και αυτοσαρκασμό.

Και, παράλληλα, μια χορογραφία συμφιλίωσης με τον χρόνο, με την

ηλικία. Ο Μπαρίσνικοφ είναι 65 χρόνων, ο Νταφόε 58. Επί μιάμιση ώρα

βρίσκονται συνεχώς στη σκηνή, χορεύουν, τραγουδούν, περνούν από τον

βωβό κινηματογράφο στο βωντβίλ, στο καμπαρέ, και από εκεί στο

θέατρο Νο, στον γερμανικό εξπρεσιονισμό, υπηρετώντας τις

φορμαλιστικές αναζητήσεις του Μπομπ Γουίλσον, με χάρη, άνεση και

απόλυτο συγχρονισμό. Οι ρυθμοί φρενήρεις, το σκηνικό στατικό.

Κάποια ελάχιστα έπιπλα σχεδιασμένα από τον ίδιο τον Γουίλσον. Μια

ιπτάμενη καρέκλα, ένα απροσδιορίστου σχήματος κρεβάτι. Δέσμες από

λευκό φως, μπλε και κόκκινο, είναι το περιβάλλον μέσα στο οποίο

κινούνται οι δύο πρωταγωνιστές. Ο τρόπος που χειρίζονται όλους τους

θεατρικούς κώδικες και τα θεατρικά είδη είναι απολαυστικός.

Απελευθερωμένος από κάθε προσπάθεια να αποδείξουν ή να πείσουν γι’

αυτό που είναι. Μια διαρκής πρόκληση να αναμετρηθούν με τα όρια της

τέχνης, με την τέχνη τους.

Η παράσταση που έδωσε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Palace

Theatre, στη διάρκεια του Διεθνούς Φεστιβάλ του Μάντσεστερ, την

περασμένη Πέμπτη, 4 Ιουλίου, κατέληξε στην αποθέωση των δύο

ηθοποιών. Το Φεστιβάλ Αθηνών συμπεριέλαβε «Τη γριά» στο πρόγραμμά

του. Θα παρουσιαστεί στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών από την

ερχόμενη Πέμπτη έως και την Κυριακή (18 – 21 Ιουλίου).

Συνάντησα τους δύο πρωταγωνιστές το περασμένο Σάββατο το πρωί στο

ξενοδοχείο Doubletree. Χωριστά. Πρώτα τον Μπαρίσνικοφ, μετά τον

Νταφόε. Η ρωσική προφορά του Μπαρίσνικοφ είναι έντονη παρά το

γεγονός ότι ζει στη Ν. Υόρκη περίπου τέσσερις δεκαετίες. Στην

παράσταση μιλάει πολύ συχνά ρωσικά. Του το ζήτησε ο Μπομπ Γουίλσον.

Στη διάρκεια της συνέντευξής μας, μεσολαβούσαν συχνά παύσεις

ανάμεσα στις ερωτήσεις και τις απαντήσεις. Σκεφτόταν, άφηνε μια

λέξη μετέωρη για να τη συμπληρώσει με μια γκριμάτσα ή μια κίνηση

του χεριού. Φοράει πράσινο, χακί, παντελόνι, γαλάζιο πουκάμισο.

Είναι μικροκαμωμένος, δηλώνει -και φαίνεται- εξουθενωμένος. «Είναι

η πιο εξοντωτική παράσταση που έχω κάνει», ομολογεί. «Μόνο για το

μακιγιάζ χρειαζόμαστε μία ώρα».

Με τον Νταφόε συναντήθηκαν για πρώτη φορά επί σκηνής. Δεν είχαν

συνεργαστεί ποτέ προηγουμένως. Ο Νταφόε γνώριζε πολύ καλά τον

Μπαρίσνικοφ ως καλλιτέχνη. Μιλώντας γι’ αυτόν επιμένει στην

πειθαρχία του: «Είναι καλλιτέχνης σκληρά εργαζόμενος, γνωρίζει πολύ

καλά τι σημαίνει προετοιμασία μιας παράστασης. Τι σημαίνει πρόβα».

Ποια είναι η διαφορά ανάμεσά σας; Ρωτάμε τον Νταφόε. Οι δύο ρόλοι

γίνονται συχνά δυσδιάκριτοι. Επιπλέον, χορεύουν και παίζουν εξίσου

καλά και οι δύο. «Οι διαφορές μας είναι ότι είμαι λίγο ψηλότερος

και λίγο νεότερος. Ισως λίγο πιο μεγαλόσωμος», λέει ο Νταφόε

χαμογελώντας.

Γιατί επέλεξα τον Μίσα και τον Γουίλεμ

Ο Μπομπ Γουίλσον σημειώνει στο πρόγραμμα της παράστασης: «Ξεκίνησα

την άνοιξη τις πρόβες στο Σπολέτο για τη “Γριά” χωρίς να έχω ιδέα

τι θα κάνω. Δεν ήξερα ποιος θα πει τι από το κείμενο. Αρχισα να

δίνω σχήμα στο έργο από τους φωτισμούς και την κίνηση και σιγά σιγά

πρόσθεσα τον λόγο. Τελευταία άφησα τα ηχητικά στοιχεία.

»Επέλεξα τον Μίσα και τον Γουίλεμ γιατί πιστεύω ότι λειτουργούν

συμπληρωματικά ο ένας στον άλλον με τους διαφορετικούς χαρακτήρες

τους. Είδα και τους δύο σαν ένα πρόσωπο: τον συγγραφέα. Στη

διάρκεια του έργου, αλλάζουν ρόλους: ο Α γίνεται Β και το αντίθετο.

Σαν να πρόκειται για ένα πρόσωπο και όχι δύο».

Ο Μπαρίσνικοφ θεωρεί τον εαυτό του πολύ τυχερό που ήρθε σε επαφή με

αυτό το κείμενο: «Εξαιρετική λογοτεχνία του παραλόγου», λέει για να

αποδώσει αμέσως μετά τα εύσημα στον σκηνοθέτη του. «Ημουν πάντα

συνεπαρμένος από τη δουλειά του Μπομπ. Θα με στενοχωρούσε πολύ αν

στον τελικό απολογισμό της ζωής μου δεν είχα ασχοληθεί με τον

Γουίλσον σε αυτήν την παράσταση. Ανεξαρτήτως αποτελέσματος.

»Ισως κάποιοι την απορρίψουν εντελώς. Η σκηνοθεσία είναι εστιασμένη

στο πρόσωπο, στην πρόθεση να ενοχλεί. Σε πολλούς, ο τρόπος αυτός

ίσως φανεί εξεζητημένος. Είναι μια καλλιτεχνική εμπειρία που δεν

απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους. Ισως δεν τους ταιριάζει».

«Δεν ξέρω τι είναι νέο στην τέχνη»

Ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ δημιούργησε το 2005 το Baryshnikov Arts Center

στο Μανχάταν για να στηρίξει νέους καλλιτέχνες, χορευτές και

χορογράφους. Ο Γουίλεμ Νταφόε συνεργάστηκε για περισσότερο από δύο

δεκαετίες με το Wooster Group (ιδρύθηκε το 1975, με επικεφαλής τη

σκηνοθέτιδα Ελίζαμπεθ Λεκόντ, δουλειά τους έχουμε δει στο Φεστιβάλ

Αθηνών), που αντιπροσώπευε ό,τι πιο νέο και πρωτοποριακό υπήρχε

στην αναζήτηση της θεατρικής φόρμας, της τεχνικής και των

πολυμέσων.

Το ερώτημα «Τι θεωρείτε καινοτόμο στην τέχνη σήμερα» απευθύναμε και

στους δύο:

«Α, δεν ξέρω!», ήταν η αυθόρμητη αντίδραση του Μπαρίσνικοφ. «Δεν

είμαι χορογράφος ή σκηνοθέτης. Κάποιες φορές είμαι απλώς θεατής ή

μέρος μιας παράστασης, όπως τώρα. Δεν κάνω κάποια “διακήρυξη” για

τη συνθήκη του θεάτρου, του χορού, των οπτικών τεχνών, σήμερα. Δεν

είμαι επιμελητής εκθέσεων ούτε δάσκαλος. Απλώς συμμετέχω».

«Ναι, αλλά έχετε δημιουργήσει το Baryshnikov Arts Center»,

επιμένουμε. «Ναι. Για να βοηθήσω την τέχνη να εξελίσσεται και τους

νέους ανθρώπους να είναι ενεργοί. Μου αρέσει να παρακολουθώ τα

πράγματα εν τη γενέσει τους. Τη διαδικασία, τη δουλειά». «Αρα,

αντιλαμβάνεστε προς τα πού πάνε τα πράγματα στην τέχνη γύρω σας»,

επανερχόμαστε. Ο Μπαρίσνικοφ δεν δείχνει να δυσφορεί: «Ολοι στην

τέχνη αναζητούν μια νέα γλώσσα. Είτε πρόκειται για σκηνοθέτες είτε

για χορευτές είτε για γλύπτες. Αυτό είναι διαρκές, δεν τελειώνει

ποτέ. Είναι κάτι σαν ιστορική ανάγκη για τους καλλιτέχνες. Από τις

απαρχές του πολιτισμού».

Ο Γουίλεμ Νταφόε έχει παρόμοιες αμφιβολίες: «Δεν ξέρω τι είναι νέο

στην τέχνη σήμερα. Επί 26 χρόνια (σ.σ. αναφέρεται στο Wooster

Group) παρακολουθούσα ανθρώπους να συζητούν για τη χρήση της

τεχνολογίας, να προσπαθούν να ενσωματώσουν την τεχνολογία όχι ως

μέρος του θεάματος, αλλά ως έναν διαφορετικό τρόπο να βλέπεις μια

παράσταση. Το θέατρο του Μπομπ Γουίλσον είναι παραδοσιακό και την

ίδια στιγμή ριζοσπαστικό. Η γλώσσα του, η κίνηση και η

αρχιτεκτονική των παραστάσεών του δεν διαφέρουν, αλλά η επιλογή των

συνεργατών και των υλικών που χρησιμοποιεί χρωματίζουν κάθε φορά

ένα διαφορετικό αποτέλεσμα».

Φορμαλισμός και ελευθερία

Ρωτάω, ξεχωριστά, και τους δύο, πόσο ανακουφιστικό, πόσο

απελευθερωτικό είναι γι’ αυτούς το γεγονός ότι «χάνουν τον εαυτό

τους» μέσα σε αυτήν την παράσταση:

Μπαρίσνικοφ: Είναι φορμαλιστικό θέατρο. Μια συναισθηματική

εμπειρία. Η άσπρη μάσκα στο πρόσωπο στέλνει σήματα στο κοινό. Σε

αναγκάζει να χρησιμοποιήσεις τη γλώσσα του σώματος. Είναι μια

διαρκής συνομιλία ανάμεσα στη φωνή, στο πρόσωπο, στο σώμα. Κάνουμε

και οι δύο διαφορετικούς χαρακτήρες, άντρες, γυναίκες. Φωνάζουμε,

γελάμε, ψιθυρίζουμε. Ολα αυτά είναι μέρος του έργου.

Νταφόε: Είναι μία παράσταση μεγάλης ακριβείας. Ενα στυλιστικό

θέατρο σε εξέλιξη. Οι κινήσεις δείχνουν να είναι φυσικές, αλλά

κρύβουν πολύ φόβο και αγωνία για το αποτέλεσμα. Η ευχαρίστησή μου

ως ηθοποιός είναι να δώσω ζωή σε αυτήν τη συγκεκριμένη δομή. Να

υπηρετήσω τον σκοπό της παράστασης, τη σύλληψη του Μπομπ Γουίλσον.

Και είναι μέσα σε αυτήν τη δομή και την επίπονη εργασία που

αισθάνεσαι ελεύθερος, μέσα σε αυτό το πολύ αυστηρό πλαίσιο, γιατί

δεν σου επιτρέπει να σκέφτεσαι, λειτουργείς σχεδόν ενστικτωδώς,

ασυνείδητα.

Γουίλεμ Νταφόε: Η Αμερική έχει αλλάξει σε βάθος με τον Ομπάμα

Νευρώδης, με τζιν παντελόνι, μαύρο μακό και μαύρο σακάκι, ο Γουίλεμ

Νταφόε σηκώνεται από τη θέση του για να μιμηθεί τον Θόδωρο

Αγγελόπουλο. Τον θυμάται με μεγάλη τρυφερότητα. Συνεργάστηκαν στη

«Σκόνη του χρόνου», το 2007 – 2008. Τότε, τον συναντήσαμε και για

πρώτη φορά στην Αθήνα. «Επικοινωνούσαμε με τον Θόδωρο ως εξής: εγώ

χωρίς να μιλάω ελληνικά ή γαλλικά. Εκείνος με πολύ λίγα ιταλικά και

αγγλικά! Μου έδειχνε αυτό που ήθελε να κάνω κι εγώ τον αντέγραφα.

Το μόνο που πρόφερε στην εντέλεια ήταν: “And then, you cry”!

Θυμάμαι αυτό το κρυφό, πονηρό χαμόγελο που είχε. Ελεγε κάτι πολύ

σοβαρό και ξαφνικά εμφανιζόταν στο πρόσωπό του αυτό το αινιγματικό

χαμόγελο. Ηταν πολύ σκληρός και απαιτητικός. Μου άρεσε αυτό».

– Τώρα, θα έρθετε σε μια διαφορετική Ελλάδα από αυτήν που γνωρίσατε

πριν από έξι χρόνια. Μοιράζετε τον χρόνο σας ανάμεσα στη Ρώμη, όπου

μένετε κυρίως, και τη Ν. Υόρκη. Σας ανησυχεί η κατάσταση στην

Ευρώπη;

– Είμαι πολύ ανήσυχος για την Ευρώπη. Στην Ελλάδα δεν είναι εύκολη

η κατάσταση. Υπάρχει πολύς θυμός και βία. Δεν είμαι, όμως,

πολιτικός. Η δική μου πολιτική σκέψη περιορίζεται στο πώς

διαχειρίζομαι τη ζωή μου, τη δουλειά μου, πώς παίζω, τι επιλογές

κάνω. Δεν θέλω να είμαι ένας Αμερικανός που εκφέρει τη γνώμη του

για την Ευρώπη. Δεν αισθάνομαι άνετα να μιλάω για την πολιτική

γιατί είναι κυρίως συναισθήματα αυτά που εκφράζω. Μόνο αν

αναφέρεσαι πολύ συγκεκριμένα, σε καταστάσεις, έχει νόημα. Τα

συναισθήματα δεν αρθρώνουν ευκρινείς απόψεις. Αντιθέτως, βοηθούν τα

άκρα να αποκτούν δύναμη.

– Το κοινό έχει αλλάξει με την κρίση;

– Οι κρίσεις κάνουν τους ανθρώπους πιο συντηρητικούς στις

καλλιτεχνικές τους προτιμήσεις. Και αυτό ανοίγει τον δρόμο στη

νοσταλγία για το οικείο, καθώς επιστρέφει ενδυναμωμένη η τάση φυγής

από την πραγματικότητα. Στην Αμερική αυτήν την περίοδο υπάρχει

μεγάλη αγάπη για την τηλεόραση. Για μένα η σχέση αυτή είναι απλώς

διαφυγή. Η τηλεόραση δίνει στους ανθρώπους αυτό που θέλουν να

ακούσουν.

– Εχετε δηλώσει την εκτίμησή σας στον Ομπάμα και στις αλλαγές που

έχει φέρει η εκλογή του στην Αμερική.

– Πιστεύω ότι η Αμερική έχει αλλάξει σε βάθος με τον Ομπάμα. Δεν

ξέρω πώς έχει αλλάξει πολιτικά ή γεωπολιτικά. Το πιο σημαντικό

πράγμα για μένα είναι η εκλογή ενός μαύρου ηγέτη, που σημαίνει ότι

παρά τα όποια οικονομικά προβλήματα ή τους πολέμους, υπάρχει ένας

άνθρωπος που προέρχεται από μια μειονότητα. Αυτό δίνει αισιοδοξία

σε μια αυτοκρατορία σε πτώση. Είναι αυτού του είδους η αισιοδοξία

αφελής; Ισως, αλλά δείχνει ότι η πιθανότητα για αλλαγή είναι

ανοιχτή. Πώς και πότε, δεν ξέρω. Αλλά η Αμερική δεν είναι η ίδια.

Μεγάλωσα στο Απλετον του Ουισκόνσιν, όπου το 99% των κατοίκων ήταν

Αγγλοσάξονες. Τώρα, ο πληθυσμός είναι ανάμεικτος.

– Το να μεγαλώνει, να γερνάει κανείς στη Ν. Υόρκη, σε μια χώρα που

έχει εμμονή με τη νεότητα, πρέπει να είναι αρκετά δύσκολο.

– Νομίζω ότι τα πράγματα είναι χειρότερα παρά ποτέ, όμως από την

άλλη, είναι και λογικό. Είναι πολύ φυσικό να έχει κάποιος εμμονή με

τη νιότη, αλλά το Χόλιγουντ έχει εμμονή με την καλή ζωή και την

ευχαρίστηση και αυτό οδηγεί στην άρνηση μιας άλλης πλευράς της

ζωής, πολύ καθοριστικής. Ολα περιστρέφονται γύρω από το «εγώ» και

τον «έλεγχο». Απομακρύνουν και απομακρύνονται από οτιδήποτε δεν

μπορούν να ελέγξουν. Το να γερνάει κανείς δεν ελέγχεται και αυτό

προκαλεί κατάθλιψη. Ολοι φοβόμαστε τον θάνατο, αλλά η πτώση είναι

αναπόφευκτη, φυσικά ή σεξουαλικά, και είναι τρέλα να προσπαθείς να

την αρνηθείς. Τώρα, έχω διαφορετική αίσθηση του χρόνου. Οταν

μεγαλώνεις, ο χρόνος τρέχει γρηγορότερα, αλλά δεν βιάζεσαι όπως

όταν είσαι νέος. Μαθαίνεις να περιμένεις…

Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ: Ημουν χορευτής και τώρα είμαι ερμηνευτής

Ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ είναι πολύ προσεκτικός όταν μιλάει για την

Ελλάδα και την κρίση. Είχε επισκεφθεί τη χώρα μας το 2008, και πάλι

για το Φεστιβάλ Αθηνών, για να χορέψει με την Αννα Λαγκούνα. Είναι

φίλοι με τον Γιώργο Λούκο από τη δεκαετία του ’70. «Καταλαβαίνω ότι

ο κόσμος υποφέρει πολύ στην Ελλάδα. Αλλά δεν μπορώ να εμπιστευτώ

τις εφημερίδες και να αρχίσω να μιλάω για κάτι που δεν γνωρίζω. Δεν

το θεωρώ σωστό».

– Ο Δανιήλ Χαρμς έζησε κάτω από ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που του

στοίχισε τη ζωή…

– …Και σε μερικά εκατομμύρια άλλους ανθρώπους, επίσης.

– Η Ρωσία από τότε μέχρι σήμερα έχει κάνει σημαντικά βήματα προς

την ελευθερία;

– Δεν μπορώ να πω, γιατί λείπω περισσότερα από 40 χρόνια. Δεν

νομίζω όμως. Τα βήματα που έχουν γίνει είναι αμφισβητούμενα. Τόσο

στην οικονομία όσο και στην ελευθερία του λόγου. Αγαπώ τον ρωσικό

πολιτισμό και τη ρωσική κουλτούρα. Τους αξίζει καλύτερη κυβέρνηση

και ένα καλύτερο σύστημα.

– Η Αμερική του Ομπάμα είναι διαφορετική από εκείνην του Μπους και

με ποιο τρόπο;

– Αναμφισβήτητα. Πρώτα απ’ όλα, ο Ομπάμα είναι πραγματικός

ειρηνιστής. Eδωσε στην Αμερική το στίγμα μιας χώρας υπερήφανης και

την ίδια στιγμή ευγενικής και έξυπνης. Ασφαλώς πρέπει να γίνουν

πολλά πράγματα, γιατί έχουν προηγηθεί και τα οκτώ χρόνια μιας

συντηρητικής κυβέρνησης. Μου αρέσει ο τρόπος που μιλάει αλλά και η

γλώσσα του σώματός του. Τον εμπιστεύομαι.

– Θεωρείτε τον Ομπάμα χαρισματικό ηγέτη;

– Ναι. Αλλά να μην ξεχνάμε ότι η Αμερική είναι χώρα αντιθέσεων.

Υπάρχει ρατσισμός. Πολλοί τον μισούν γιατί είναι μαύρος. Φανερά.

Είναι αποκρουστικό.

Σώμα χωρίς όρια

– Το σώμα, η κίνηση έχουν όρια;

– Δεν νομίζω. Είναι χωρίς όρια οι δυνατότητες του σώματος. Θα έκανα

έναν παραλληλισμό με τα κείμενα, την ποίηση, η οποία είναι μια

μαρτυρία για το τι συμβαίνει με την ανθρώπινη ύπαρξη. Το ίδιο και ο

χορός. Στην κίνηση όμως ο θεατής μπορεί να παρατηρήσει ότι δεν

προσπάθησε όσο έπρεπε ο χορευτής. Νομίζω δηλαδή ότι με τον χορό

είναι κανείς πιο εκτεθειμένος…

– Τι σημαίνει για έναν χορευτή να νιώθει νέος ενώ το σώμα του

μεγαλώνει; Το σώμα ακολουθεί τη διάθεση;

– Δεν έχω απάντηση γι’ αυτό. Είμαι άνθρωπος της πράξης. Χρησιμοποιώ

το σώμα μου ενστικτωδώς. Μπορεί να συνεχίσω να χορεύω με

διαφορετικό τρόπο, αλλά η αλήθεια είναι ότι ήμουν χορευτής και τώρα

είμαι ερμηνευτής. Παίζω. Αλλά το σώμα λειτουργεί με τη μνήμη, με

τις κινήσεις που έχει αποθηκεύσει. Με τη γλώσσα που κατέχει. Δεν

σκέφτομαι νέος ή ώριμος στην ψυχή. Νομίζω ότι όλοι μας με έναν

τρόπο είμαστε νέοι στην ψυχή. Η σκηνή σε σπρώχνει διαρκώς να

προσπαθείς και να ανακαλύπτεις.

– Σας ρωτάω έχοντας στο μυαλό μου και τον χορό, ο οποίος τα

τελευταία χρόνια συνδέεται περισσότερο με τον λόγο και λιγότερο με

την κίνηση. Οφείλεται, πιστεύετε, σε έλλειψη έμπνευσης των

χορογράφων;

– Και ναι και όχι. Προσπαθούν να αναμείξουν βίντεο και χορό και

κείμενα, αλλά πολύ σπάνια αυτό λειτουργεί. Θεωρητικά αυτό μοιάζει

εφικτό, πιθανό. Μερικές φορές οι σύγχρονοι χορογράφοι υπερφορτώνουν

την κίνηση με κείμενα, αδέξια και περιττά. Είναι σαν να λένε:

«Κοιτάτε πόσο μοντέρνος είμαι». Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Νιώθω

ενοχλημένος.

Η συζήτηση κλείνει με το ρολόι, που επανέρχεται συχνά ως εικόνα στα

έργα του Χαρμς: «Το ρολόι, οι δείκτες, συνδέονται με τη θνητότητα.

Είναι και η ηλικία μου βλέπετε… Νομίζω ότι η αγωνία της θνητότητας

είναι πιο έντονη στους άνδρες. Οι άνδρες ζουν λιγότερο, είναι πιο

εγωιστές, πιο απαιτητικοί και γι’ αυτό εκφράζονται πιο ακραία… Οι

γυναίκες είναι πιο γενναιόδωρες».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT