Έντμουντ Κίλι: «Σαν ερωτική περιπέτεια είναι η σχέση μου με την Ελλάδα»

Έντμουντ Κίλι: «Σαν ερωτική περιπέτεια είναι η σχέση μου με την Ελλάδα»

3' 45" χρόνος ανάγνωσης

Έντμουντ Κίλι: «Σαν ερωτική περιπέτεια είναι η σχέση μου με την

Ελλάδα»

Γοητευτικός συνομιλητής, ξέρει πότε να βάζει μια προσωπική πινελιά

σε μια ιστορία, να κρατά τον ειρμό και να κάνει τις σωστές παύσεις.

Της Μαργαρίτας Πουρνάρα

«Αν καταφέρεις να περάσεις τα 85 σου χρόνια, τότε μπορείς να τρως

ό,τι θες. Αυτό τουλάχιστον λέω στον εαυτό μου». Ο Εντμουντ Κίλι,

χαμογελά και παραγγέλνει χωρίς τύψεις γουρουνόπουλο στον φούρνο.

Καθισμένοι σε ένα από τα φιλόξενα τραπέζια του «Καφενείου», τον

παρατηρώ προσεκτικά: στους τρόπους έχει την απλότητα του Αμερικανού

και στο βλέμμα τη ζεστασιά του Ελληνα. Αλλωστε, η μοίρα το έφερε

έτσι ώστε να κινείται από την παιδική του ηλικία ανάμεσα σε δύο

πατρίδες. Γεννημένος από Αμερικανούς γονείς στη Δαμασκό της Συρίας

όπου ο πατέρας του υπηρέτησε ως διπλωμάτης, βρέθηκε ανάμεσα στα 8

και τα 11 του χρόνια στη Θεσσαλονίκη και έμαθε ελληνικά.

Μακεδονίτικα για την ακρίβεια, όπως ξεκαθαρίζει. Αργότερα τα

ξαναφρέσκαρε όταν ήρθε πάλι στην Ελλάδα σε νεαρή ηλικία. Ερωτεύτηκε

τη γλώσσα μας. Και έκανε το διδακτορικό του πάνω στον Καβάφη και

τον Σεφέρη, για να γίνει επιστήθιος φίλος και μεταφραστής του

Ελληνα νομπελίστα και του Αλεξανδρινού. Εκτοτε εκείνος και η

Ελληνίδα γυναίκα του, η οποία έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, μοίραζαν

τον χρόνο τους στις δυο μεριές του Ατλαντικού.

Μέσα στο μικρό εστιατόριο, το κλίμα είναι ήσυχο. Εξω, ολόκληρο το

αθηναϊκό κέντρο είναι αποκλεισμένο εξαιτίας της επίσκεψης Σόιμπλε.

«Δεν μας μένουν και πολλές λύσεις για φαγητό εκτός από το να

περάσετε να με πάρετε και να πάμε να φάμε δίπλα στο σπίτι μου»,

είπε στο τηλέφωνο. Οπερ και εγένετο. Με υποδέχθηκε στο διαμέρισμα

της οδού Λουκιανού και μέσα στο ζεστό απομεσήμερο περπατήσαμε ώς το

κοντινό του στέκι. Παραγγείλαμε παγωμένες ντραφτ και ξεκινήσαμε την

κουβέντα μέσα σε μια περίεργη ησυχία. Ούτε πολλοί πελάτες υπήρχαν,

ούτε βεβαίως αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν.

Πιάνουμε το νήμα από την αρχή. «Από τη Συρία απ’ όπου φύγαμε όταν

ήμουν τριών ετών, θυμάμαι μόνον την εικόνα μιας μαϊμούς. Υστερα

μετακομίσαμε στο Μοντρεάλ, όπου βρήκα ότι ο χειμώνας ήταν τρομερά

διασκεδαστικός με τα σκι, τα παγοπέδιλα και τα έλκηθρα. Σε ηλικία 8

ετών, το 1936 φτάσαμε πια στη Θεσσαλονίκη, όπου ο πατέρας, που

έγινε πρόξενος, είχε ενοικιάσει ένα σπίτι στην Αμερικανική Γεωργική

Σχολή. Παραδόξως οι γονείς μου με έγραψαν στη Γερμανική Σχολή της

πόλης, ίσως διότι εκεί φοιτούσαν οι περισσότεροι Αμερικανοί. Το

σχολείο ήταν πολύ σκληρό, δεν μου άρεσε καθόλου. Αυτό που με

απωθούσε ακόμα περισσότερο ήταν το γεγονός ότι η ναζιστική νεολαία

του σχολείου μαζί με τη νεολαία του Μεταξά είχαν αρχίσει ήδη να

κάνουν παρελάσεις, στις οποίες δεν δέχονταν ξένους. Από την πόλη,

θυμάμαι μόνο ένα τμήμα μεταξύ της Γεωργικής Σχολής και του Ντεπό

που είχε πολλούς Τσιγγάνους και θεωρείτο επικίνδυνο. Μα αυτό που

μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση, ήταν οι Ελληνες. Ηταν ανθρώπινοι, με

χιούμορ και συναίσθημα, πολύ διαφορετικοί από τους Αμερικανούς και

τους Καναδούς που είχα ζήσει μέχρι τότε. Εμαθα τα ελληνικά από τους

συνομήλικους μου. Ακόμα και τις βρισιές στο γήπεδο. Τότε μπήκαν τα

θεμέλια της γλώσσας μέσα μου. Οταν γυρίσαμε πίσω στην Αμερική, τα

ξέχασα εντελώς αλλά ευτυχώς υπήρχαν κάπου θαμμένα στο μυαλό

μου».

Μιλάει χωρίς καθόλου προφορά, ίσως λίγο παραπάνω τονισμένο το ρο. Ο

Εντμουντ Κίλι ξαναγύρισε στην Ελλάδα το 1947, 19 ετών, μέσα στον

Εμφύλιο, για μερικούς μήνες. «Υπήρχαν περιορισμοί στην κυκλοφορία.

Με τον μετέπειτα διευθυντή της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής,

Μπρους Λάνσντεηλ, πηγαίναμε παντού με ένα τζιπ, κάνοντας τους

Αμερικανούς. Οχι, ότι δεν ήμασταν. Ενώ ξέραμε ελληνικά, μιλούσαμε

μόνον αγγλικά για να περνάμε τους ελέγχους. Μου άρεσε τόσο η Ελλάδα

που έκανα αίτηση για την υποτροφία Fulbright και ήρθα δεύτερη φορά,

το 1949. Δεν πίστευα στην τύχη μου. Δίδαξα αγγλική γλώσσα και

μπάσκετ μπολ στην Γεωργική Σχολή. Ανακάλυψα πόσο μου άρεσε το

επάγγελμα αυτό. Η αλήθεια είναι ότι είχα ερωτευτεί και μια κοπέλα,

αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία», λέει.

Γοητευτικός συνομιλητής, ξέρει πότε να βάζει μια προσωπική πινελιά

σε μια ιστορία, να κρατά τον ειρμό και να κάνει τις σωστές παύσεις.

Κάθε τόσο τα πρόθυμα γκαρσόνια, κάνουν μια στάση να μας ρωτήσουν αν

είμαστε ευχαριστημένοι. Οι σερβιτόροι εργάζονται πολλά χρόνια στο

ίδιο πόστο και τα πρόσωπά τους είναι οικεία. Παραγγέλνουμε ένα

ακόμα ποτήρι ντραφτ και τσιμπολογάμε μια ωραία σαλάτα με ωμό

κολοκυθάκι. Πίνει μια γουλιά δροσιστικής μπίρας και συνεχίζει.

«Νομίζω ότι αυτό που με προσέλκυσε περισσότερο στην Ελλάδα ήταν ο

τρόπος ζωής, το τοπίο και το κέφι των ανθρώπων. Βάλτα όλα αυτά μαζί

και θα δεις ότι ο συνδυασμός είναι ακαταμάχητος». Πιάνει με τα

δάχτυλά του το χοιρινό παϊδάκι και το απολαμβάνει, όπως θα έκανε

κάποιος που ξέρει καλά την ελληνική επαρχία.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT