Κωνσταντίνος Μάνος: εικόνες μιας «ξεχασμένης» Ελλάδας

Κωνσταντίνος Μάνος: εικόνες μιας «ξεχασμένης» Ελλάδας

5' 15" χρόνος ανάγνωσης

Κωνσταντίνος Μάνος: εικόνες μιας «ξεχασμένης» Ελλάδας

Ο διάσημος Ελληνοαμερικανός φωτογράφος μάς ξεναγεί στην έκθεσή του

στο Μουσείο Μπενάκη και μιλάει για τη «δική» του Ελλάδα.

Της Τασούλας Επτακοίλη

«Να σας τρατάρω κάτι;» Στο όμορφο καφέ του Μουσείου Μπενάκη, στην

οδό Κουμπάρη, εκείνος είναι ο οικοδεσπότης. «Και να σας ζητήσω

προκαταβολικά συγγνώμη, αν τυχόν και επαναλάβω τα ίδια πράγματα

στην κουβέντα μας. Ξεύρετε (μιλάει με το μικρασιατικό ιδίωμα),

έχω… short time memory loss (βραχυπρόθεσμη μνήμη)». Καθόμαστε, με

τον φωτογράφο του «Κ», και παραγγέλλουμε καφέ. Νωρίτερα μας έχει

ξεναγήσει στην αίθουσα όπου εκτίθενται οι φωτογραφίες του από το

μνημειώδες λεύκωμα «My Greek Portfolio». Το 1961 επισκέφτηκε για

πρώτη φορά την Ελλάδα· οι γονείς του μετανάστευσαν στις ΗΠΑ στις

αρχές του περασμένου αιώνα, ο ίδιος γεννήθηκε στην Κολούμπια της

Νότιας Καρολίνας το 1934. Περιηγήθηκε τη γη των προγόνων του «ως

ένας φιλικός παρατηρητής, δίχως βιασύνη και συγκεκριμένο σχέδιο»,

με μια Leica M6 και φιλμ HP3, εκείνο που χρησιμοποιούσε ο Ανρί

Καρτιέ Μπρεσόν, το ίνδαλμά του. Εμεινε τρία χρόνια καταγράφοντας

εικόνες χαράς και λύπης, μόχθου και χαλάρωσης, σε σπίτια και αυλές,

σε χωράφια και παραλίες, σε σχολεία και καφενεία. Φέτος, στα 79

του, επιστρέφει, εμπλουτίζει τη «συγκομιδή» εκείνων των εξορμήσεων

με νέες, ανέκδοτες φωτογραφίες και τις συμπεριλαμβάνει σε μια

μεγάλη έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη.

Από πού κρατούν οι ρίζες σας;

Από την Αφησιά, ένα μικρό νησί στη θάλασσα του Μαρμαρά. Και οι δύο

γονείς μου εκεί γεννήθηκαν. Ο πατέρας μου έφυγε για την Αμερική το

1914, όταν τα ελληνόπουλα υποχρεώνονταν να καταταγούν στα τάγματα

εργασίας του τουρκικού στρατού. Η μητέρα μου τον ακολούθησε το

1922, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Σας μιλούσαν για τον τόπο τους;

Κάθε μέρα! Η μητέρα μου κάθε τόσο μας περιέγραφε την τελευταία

εικόνα που θυμόταν από την Αφησιά: από το κατάστρωμα του αγγλικού

πλοίου στο οποίο είχαν επιβιβαστεί όλοι οι Ελληνες είδε τα σκυλιά

του χωριού μαζεμένα στην αμμουδιά να γαβγίζουν προς τα αφεντικά

τους που έφευγαν… (Βουρκώνει) Τόσο πολλά είχα ακούσει για το νησί

τους, που, όταν το επισκέφτηκα το 1975, ήταν σαν να το ήξερα…

Στην Αμερική πώς τα έβγαλαν πέρα;

Δύσκολα και με σκληρή δουλειά. Κάθε οικογένεια στην Αμερική έχει

παρόμοια ιστορία. Ο πατέρας μου, αν και αγράμματος και ορφανός, τα

κατάφερε σιγά-σιγά. Ανοιξε εστιατόρια και ζούσαμε καλά. Επίσης,

εκτιμούσε τη μόρφωση. Και εγώ και τα αδέλφια μου σπουδάσαμε και

μάθαμε μουσική. Μέχρι και πιάνο με ουρά είχαμε στο σπίτι, για να

παίζει ο αδελφός μου. Εγώ έπαιζα κλαρίνο και φλάουτο, η αδελφή μου

βιολί.

Σας άρεσε η μουσική;

Ναι, πολύ. Ηθελα να γίνω οργανοπαίκτης, αλλά κάθε φορά που έπρεπε

να εμφανιστώ μπροστά σε κοινό με έπιανε ναυτία και τρεμούλα. Εγινα

λοιπόν φωτογράφος, για να παρατηρώ εγώ τους ανθρώπους, μέσα από το

φακό.

Εχετε περάσει όλη τη ζωή σας στις ΗΠΑ. Αμερικανός αισθάνεστε

περισσότερο ή Ελληνας;

Φυσικά Ελληνας! Είναι πολλά αυτά που δεν μου ταιριάζουν στην

ιδιοσυγκρασία των Αμερικανών. Ιδιαίτερα ο φανατισμός τους σε θέματα

όπως η οπλοκατοχή ή οι εκτρώσεις.

Φτάσατε στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1961 άγνωστος μεταξύ

αγνώστων. Τι κάνατε;

Ηρθα αεροπορικώς, αφού προηγουμένως έστειλα ένα τεράστιο μπαούλο με

τον εξοπλισμό μου. Νοίκιασα ένα μικρό διαμέρισμα στην οδό

Αναγνωστοπούλου, στο Κολωνάκι, με γείτονα τον Γιάννη Τσαρούχη, με

τον οποίο γίναμε φίλοι. Αγόρασα κι ένα παλιό αυτοκίνητο και άρχισα

να ταξιδεύω στην Ελλάδα, από την Ηπειρο μέχρι τα Δωδεκάνησα και από

τη Μακεδονία μέχρι την Κρήτη. Με προτίμηση στα πιο απομακρυσμένα

χωριά, εκείνα που δεν είχαν καν ηλεκτρικό ρεύμα.

Πώς σας υποδέχονταν οι ντόπιοι;

Πολύ θερμά. Μου έβρισκαν δωμάτιο -δεν πλήρωσα ποτέ-, με

κατατόπιζαν, με βοηθούσαν. Γνώρισα Ελληνες αγνούς, φιλόξενους,

συμπονετικούς, εργατικούς. Φωτογράφισα λοιπόν ιδιαίτερους

ανθρώπους, σε ιδιαίτερες στιγμές. Ηθελα κάθε φωτογραφία μου να

είναι σαν ένα ποίημα.

Αυτές τις αρετές που περιγράφετε τις έχουμε ακόμα;

Τις έχετε!

Γιατί απαντήσατε σε δεύτερο πληθυντικό; Δεν είπατε ότι

αισθάνεστε πιο πολύ Ελληνας;

Κι εγώ Ελληνας είμαι, αλλά έχω την πολυτέλεια να παρατηρώ – και να

θυμάμαι πώς ήταν η χώρα πριν από κάμποσες δεκαετίες. Και σας

διαβεβαιώ ότι, αν και μένω σε ξενοδοχεία πια, βρίσκω την ίδια

φιλοξενία, συναντώ ανθρώπους το ίδιο ζεστούς, που μιλούν πολλές

ξένες γλώσσες και είναι «ανοιχτοί» στον κόσμο.

Η κρίση δεν έχει αλλάξει καθόλου την Ελλάδα;

Οχι όσο ίσως νομίζετε. Με στενοχωρεί, βέβαια, πάρα πολύ να βλέπω

νέα παιδιά, σπουδαγμένα, να μην έχουν δουλειά. Ή τόσους

οικογενειάρχες, που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα σε μια τόσο

δύσκολη οικονομική κατάσταση. Αλλά ο ελληνικός λαός δεν το βάζει

κάτω. Τις προάλλες βρέθηκα στα Χανιά. Στο διπλανό τραπέζι καθόταν

ένα ζευγάρι, που φαινόταν πολύ αγαπημένο. Πέρασαν το βράδυ με μία

μπίρα – στα δύο. Αλλά γελούσαν και περνούσαν καλά.

Πώς και δεν αποκτήσατε ένα σπίτι εδώ;

Το μετάνιωσα. Θα έπρεπε να το έχω κάνει εδώ και χρόνια.

Μένετε στη Βοστώνη;

Οχι πια. Πούλησα το σπίτι μου στην πόλη και μένω σε ένα άλλο, στην

εξοχή. Ζω μια ήσυχη ζωή. Εχω βάρκα και ψαρεύω με τους φίλους μου –

και ο παππούς μου ψαράς ήταν.

Φωτογραφίζετε ακόμα;

Οχι. Δουλεύω περισσότερο με το αρχείο μου. Πρέπει να προλάβω να

κάνω πολλά πριν… καταλαβαίνετε. Πριν φύγω από αυτήν τη ζωή.

Μαγειρεύετε καθόλου; Σας μύησε στην κουζίνα ο πατέρας σας;

Δεν θα το έλεγα. Ο ίδιος, άλλωστε, δεν μαγείρεψε ποτέ στο σπίτι,

μόνο στα εστιατόριά του. Η μητέρα μου, όμως, ήταν εξαιρετική

μαγείρισσα και έφτιαχνε καταπληκτικό μπακλαβά, τον καλύτερο που έχω

φάει. Βλέποντάς την όλα αυτά τα χρόνια, έχω απομνημονεύσει μάλιστα

τη συνταγή: πόσα καρύδια να βάλω, πώς να φτιάξω το φύλλο και το

σιρόπι, που δεν πρέπει να είναι πολύ πηχτό. Ξεύρετε κάτι; Νομίζω

πως ήρθε η ώρα να φτιάξω κι εγώ μπακλαβά!

Η γνωριμία με τον Μπρεσόν

«Το πρώτο καλοκαίρι που βρισκόμουν στην Ελλάδα ταξίδεψα στην

Πελοπόννησο. Στην Επίδαυρο βρισκόταν ο Γιάννης Τσαρούχης, για την

παράσταση της “Μήδειας” με τη Μαρία Κάλλας. Εκανα μια στάση εκεί.

Σε λίγες μέρες έμαθα πως θα ερχόταν ο Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν για να

φωτογραφίσει τον Τσαρούχη. Μπορείτε να φανταστείτε την έκπληξή μου.

Θα συναντούσα το ίνδαλμά μου στην ελληνική ύπαιθρο! Γνωριστήκαμε,

λοιπόν, και του είπα ότι ετοίμαζα ένα βιβλίο για την Ελλάδα.

Δυστυχώς, δεν είχα μαζί μου κάτι να του δείξω. Αργότερα, βέβαια,

όταν έστειλα δείγμα της δουλειάς μου στο πρακτορείο Magnum, στο

Παρίσι, έμαθα ότι του άρεσαν οι φωτογραφίες μου και ψήφισε υπέρ

μου, για να με δεχτούν ως δόκιμο μέλος».

info

Κωνσταντίνος Μάνος. «A Greek portfolio, 50 χρόνια μετά», Μουσείο

Μπενάκη, Κουμπάρη 1 και Βασ. Σοφίας, τηλ. 210-36.71.000,

www.benaki.gr, έως 25/8.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT