«Δεν έχω απωθημένα σκηνοθεσίας»

5' 45" χρόνος ανάγνωσης

Κάθε φορά που βλέπω τον Χρήστο Στέργιογλου στη σκηνή ή στην οθόνη, έχω την αίσθηση ότι βιώνει τις περιπέτειες κάθε χαρακτήρα που υποδύεται. Κυρίως ότι του παραδίδεται, όπως παραδίδεται και ο ήρωας σ’ εκείνον. Ηθοποιός των μεταμορφώσεων και της αμεσότητας, της άσκησης και της καθαρότητας, παντρεύει το τραγικό με το ιλαρό. Κωμικός και δραματικός μαζί, βαθιά ανθρώπινος.

Οταν ακούει να του επισημαίνουν τα χαρίσματά του, φαίνεται πως νιώθει άβολα. Ομως, εξακολουθεί και ξαφνιάζει το κοινό. Ως πατέρας στον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου, «Παρτάλι» στο Φεστιβάλ Αθηνών, αστυνομικός υπό σύνταξη όπως τον ήθελε ο Φίλιππος Τσίτος, διάσημος τηλεπαρουσιαστής, ο Αντώνης Παρασκευάς στην ταινία της Ελίνας Ψύκου και τώρα ως θείος Μίμης από τα παλιά: ο κομπέρ από τη Μάντρα του Αττίκ που έγινε στιχουργός, συγγραφέας και σύντροφος της Σοφίας Βέμπο.

Ο Μίμης Τραϊφόρος, τον οποίο ο Στέργιογλου υποδύεται στο μιούζικαλ «Η Μαρινέλλα συναντά τη Βέμπο», που φέρνει δεκάδες πούλμαν απ’ όλα τα προάστια στο τεράστιο Badminton, δεν είναι εύκολος χαρακτήρας. Ούτε η πολυτάραχη ζωή του με τη σπουδαία τραγουδίστρια και θεατρίνα – τσαούσα και αηδόνα, την αποκαλούσε ο ίδιος. Ξεκίνησαν τον έρωτά τους από μια κόντρα που έγινε πόλεμος, ύστερα αγάπη –με τη μορφή 17χρονου αρραβώνα!– κι έπειτα γάμος. Εκείνος, όλοι το έλεγαν, είχε ρέντα στο ωραίο φύλο, ενώ εκείνη ήταν περήφανη, φλόγα και κεραυνός μαζί.

Αυτόν τον αθεόφοβο Πειραιώτη, που έγραφε τα οκτάστιχα σε λίγα λεπτά και έδωσε στη Σοφία Βέμπο τις μεγαλύτερες επιτυχίες στο θέατρο και στο τραγούδι, υποδύεται ο συνομιλητής μου. «Δεν μπορείς να αναπαράγεις ανθρώπους που υπήρξαν, ούτε να τους μιμηθείς. Αυτό που προσπαθώ, όπως σε κάθε ρόλο, είναι να βάλω τον εαυτό μου στη θέση τους. Από κει και πέρα αφήνω να με οδηγήσουν οι περιστάσεις».

Τεράστιες προσωπικότητες

Η επιτυχία της παράστασης είναι, πιστεύει, «ότι παντρεύτηκαν δύο τεράστιες προσωπικότητες: Η Μαρινέλλα και η Βέμπο». Γι’ αυτό δεν στέκεται στην εποχή, ούτε αντιμετωπίζει τους ήρωες υπό το πρίσμα του θαυμασμού. «Αναζητώ τα δίκια του και τα υποστηρίζω σαν να ήμουν εγώ και όχι ο ήρωας. Δεν μπορώ να κρίνω κανένα ήρωα που προσπαθώ να αποδώσω, αλλά να ταπεινωθώ, να παραδοθώ, να ακολουθήσω και όχι να οδηγήσω».

Αυτά, το βράδυ. Γιατί τα πρωινά προετοιμάζεται για το καλοκαίρι. Μαζί με εννέα μαθήτριές του κάνουν πρόβα τις «Ικέτιδες» του Αισχύλου, που θα παρουσιαστούν τον Ιούνιο στο Φεστιβάλ Αθηνών, στην Πειραιώς. Αποφεύγει τον τίτλο τού σκηνοθέτη, παρότι είχαμε δει τον τρόπο που δουλεύει στην παράσταση «Ενα καρφί στον τοίχο» του Λευτέρη Καταχανά με τη Νικόλ Δημητρακοπούλου στο θέατρο του Νέου Κόσμου. «Αυτό που με ενδιαφέρει είναι ο σωστός διάλογος πάνω στη σκηνή. Δεν έχω απωθημένα σκηνοθεσίας ούτε τέτοιες βλέψεις».

Οσοι τον παρακολουθούν εδώ και τέσσερις δεκαετίες, λένε ότι γίνεται όλο και πιο λιτός στα εκφραστικά του μέσα. «Δεν μπορώ να κρίνω τον εαυτό μου. Το να αφαιρέσεις, να πετάξεις πράγματα, θέλει δύναμη. Ποτέ δεν θα καταλάβουμε τι ακριβώς είμαστε. Οταν πεις πως βρήκες τον τρόπο, τελείωσες. Δυστυχώς στη ζωή, καλά ή κακά, δεν τα ζούμε ολοκληρωμένα. Εμείς που αναπαριστούμε  τη  ζωή  στη  σκηνή, καμιά  φορά  καταλαβαίνουμε  πολύ περισσότερα για την πραγματικότητα».

«Είναι δύναμη να είσαι συνοδοιπόρος και να μην πορεύεσαι μόνος στο θέατρο»

Αυτές τις κουβέντες λέει και στους μαθητές του τα οκτώ χρόνια που διδάσκει. Παλιά στο Ωδείο Αθηνών, και στη σχολή του «Εμπρός», πέρυσι στη δραματική του ΚΘΒΕ. Φέτος θέλει να ξεκουραστεί. «Είναι δύσκολο να κάνεις τους μαθητές σου να υπάρχουν κάθε δευτερόλεπτο που είναι στη σκηνή. Πρέπει να καταλάβεις την ψυχολογία τους, να σεβαστείς αυτό που είναι. Τους λέω να ακούν και να αντιδρούν». Οσο για το τι θα αντιμετωπίζουν βγαίνοντας στην αγορά περίπου 700 παιδιά κάθε χρόνο από τις σχολές, λέει πως δεν πρέπει να τους κρύβεις τις δυσκολίες. Κι αν δεν κάνουν για τη σκηνή, πώς το αντιμετωπίζει; Σ’ αυτό ο Χρήστος Στέργιογλου είναι κατηγορηματικός: «Αυτό δεν έχεις δικαίωμα να το πεις. Κανείς δεν πρέπει. Ούτε καν ο γονιός. Πώς θα πεις στον άλλον “δεν κάνεις”, είναι βιασμός στην ύπαρξή του. Σέβεσαι τις τυχόν αδυναμίες, προσπαθείς να βοηθήσεις, αλλά ώς εκεί. Αλλωστε, η θέληση μάς κάνει να προχωρήσουμε. Αν επιμείνεις, μπορεί και να πετύχεις».

Τις δυσκολίες δεν τις χωρίζει σε εποχές: «Η νιότη έχει πάντα τα ίδια προτερήματα και ελαττώματα. Εχω ελπίδα και κατανόηση για τα νέα παιδιά γι’ αυτό συνεννοούμαι μαζί τους. Οι νέοι δημιουργοί αρχίζουν πια να μιλάνε. Εχουν ψυχή, μυαλό, περισσότερο θάρρος έκφρασης, δεν φοβούνται και γι’ αυτό ελπίζω σε αυτούς. Δεν είναι τυχαίο ότι έχουμε τόσες καινούργιες καλές δυνάμεις στο σινεμά και άλλες τόσες στο θέατρο. Εχουν καταλάβει τι σημαίνει είμαι παρών».

Σαράντα χρόνια στο θέατρο, απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, αλλά και με σπουδές στο ΗΒ Studio της Νέας Υόρκης, πίστευε πάντα ότι «το θέατρο δεν είναι ατομική υπόθεση. «Είναι δύναμη να είσαι συνοδοιπόρος και να μην πορεύεσαι μόνος» εξηγεί. Πάλεψε, άλλωστε, ως ιδρυτικό μέλος στο Θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης, και έπειτα σε μικρά ή μεγαλύτερα σχήματα με σκηνοθέτες όπως τους Χουβαρδά, Τερζόπουλο, Μαστοράκη, Μαρμαρινό, Βουτσινά, Μιλιβόγιετς, Ευαγγελάτο, Κόκκο κ.ά.

Ο κινηματογράφος, με εξαίρεση μια ταινία στις αρχές της δεκαετίας του ’80, μπήκε αργά στη ζωή του, αλλά καθοριστικά, με τις ταινίες της Πέννυς Παναγιωτοπούλου και της Κατερίνας Ευαγγελάκου αλλά και των: Παναγιώτη Πορτοκαλάκη, Γρηγόρη Καραντινάκη, Αλέξανδρου Φραντζή, Λάκη Παπαστάθη, Γιώργου Λάνθιμου, Φίλιππου Τσίτου, Δημήτρη Μπαβέλλα, Ελίνας Ψύκου. Δεν περνάει χρονιά χωρίς να παίξει σε μια ταινία.

Χωρίς μέσα

«Δουλεύω με τον ίδιο τρόπο στο θέατρο και στο σινεμά» λέει στρέφοντας τη συζήτηση στους νέους δημιουργούς, που με ελάχιστα μέσα και με πολλή ορμή επιμένουν. «Π.χ. η ταινία της Ελίνας Ψύκου, «Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά», γυρίστηκε με το τίποτα. Βγάζω το καπέλο στους νέους σκηνοθέτες. Τα καταφέρνουν με το ελάχιστο γιατί θέλουν να μιλήσουν».

Δεν τους κρίνει, ούτε απαντάει σ’ αυτούς που μιλούν για ένα διαφορετικό ή ένα κλινικό σινεμά. «Αλλοτε τα καταφέρνουν πολύ καλά, άλλοτε λιγότερο. Σημασία έχει να επιμένεις». Τον θλίβει όμως αυτό που βλέπει να συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις στο θέατρο: «Η άποψη ότι “με την κρίση και χωρίς χρήματα γίνονται καλύτερες δουλειές”, είναι επικίνδυνη. Επιμένω σε μια συμβολική αμοιβή, αλλά ποτέ στη δωρεάν εργασία. Η εκμετάλλευση που ποντάρει στην αγάπη του άλλου γι’ αυτό που κάνει, είναι απάνθρωπο παιχνίδι».

«Ανθρώπινη»: Ετσι περιγράφει τη διαδρομή του από το 1975 που τελείωσε τη σχολή. Εχει σημασία ότι το λέει ένας καλλιτέχνης που έδωσε πολύ καλά δείγματα στον χώρο του θεάτρου, του σινεμά, του τραγουδιού. Στην τηλεόραση έπαιζε μόνο σε ό,τι του ταίριαζε. «Βλέπεις, αυτό που φέρει ο καθένας μας, το βλέπει ο άλλος. Αν αισθάνεται συγγένεια σε φωνάζει, αλλιώς όχι. Δεν υπέστην λοιπόν δίλημμα».

Από τα 18 του που άφησε το Διδυμότειχο για να σπουδάσει ηθοποιός στη Θεσσαλονίκη, προσπαθεί, όπως λέει, «να παίζω καλύτερα». Δεν μετάνιωσε για την επιλογή του. «Κατάλαβα νωρίς ότι θα ζούσα με αυτό». Ρόλους, έργα, όνειρα, δεν έχει απωθημένα. «Θα ήθελα μόνο να ξαναπαίξω στο “Τέλος του παιχνιδιού” του Μπέκετ. Επαιξα τον ρόλο του Χαμ στα 50 μου, ήταν νωρίς. Αν έχω υγεία θα ήθελα να ξαναπαίξω αυτό το έργο στα 70 μου. Οι εμπειρίες σε κάνουν αλλιώς να μιλάς αυτό τον λόγο».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT