Ελ. Ράντου: «Δεν άφησα κανέναν να με χρησιμοποιήσει»

Ελ. Ράντου: «Δεν άφησα κανέναν να με χρησιμοποιήσει»

5' 7" χρόνος ανάγνωσης

Αν οι περισσότεροι έχουμε ταυτίσει τη Φιλουμένα Μαρτουράνο του Εντουάρντο ντε Φιλίππο με την κινηματογραφική της μεταφορά «Γάμος α λα Ιταλικά» του Βιτόριο ντε Σίκα (και τη Σοφία Λόρεν στα ντουζένια της), η Ελένη Ράντου έχει μιαν άλλη μεγάλη Ιταλίδα ηθοποιό στο μυαλό της, καθώς ετοιμάζεται για την πρεμιέρα στο Εθνικό Θέατρο: την Αννα Μανιάνι, από τους μύθους του 20ού αιώνα, «εκρηκτική σαν ηφαίστειο» που άλλαξε τα καλλιτεχνικά στερεότυπα της εποχής της. Κι όμως, δεν έπαιξε ποτέ αυτόν τον ρόλο. «Η Λόρεν είναι η εικόνα, η Μανιάνι όμως είναι η Νάπολη. Αυτή είναι ο οδηγός μου για τη Φιλουμένα».

Πόσο σημερινή μπορεί να είναι αυτή η ηρωίδα που πρωτοπαρουσιάστηκε στο σανίδι το 1946 και αγαπήθηκε δυο δεκαετίες αργότερα στο σινεμά; Πόσο αφορά το κοινό η συμβίωσή της με τον Σοριάνο, επιτυχημένο επιχειρηματία αλλά ασυγκράτητο γυναικά, ο οποίος την παίρνει υπό την προστασία του όταν την ερωτεύτηκε σε έναν οίκο ανοχής; Μια γυναίκα που παριστάνει την ετοιμοθάνατη για ένα στεφάνι γάμου, μέχρι να αποκαλυφθεί η απάτη της και να επιστρατεύσει ως ύστατο όπλο τα παιδιά της…

Υμνος στη μητρότητα

Η Ελένη Ράντου αντιμετώπισε το έργο «ως έναν ύμνο στη μητρότητα και ένα σχόλιο πάνω στην αδικία». Κι από μια ακόμη πλευρά: πώς βλέπουμε το δίκιο και το άδικο στον ευρωπαϊκό Νότο. «Αν και ασκούσε ένα επάγγελμα που δεν έχει ηθικές αρχές, έχει βαθιές αρχές στη ζωή της. Διαπράττει απάτες, λέει ψέματα, αλλά εκεί ανάμεσα κρύβεται το δίκιο με το άδικο. Είναι έργο που δεν καταλαβαίνει ο Βορράς ούτε το αμερικανικό κοινό. Δεν αντιλαμβάνονται το μεσογειακό ταμπεραμέντο, τον άκρατο συναισθηματισμό, τον τρόπο που βλέπουμε οι νότιοι την αδικία. Στην Αμερική καταγράφεται ως η ιστορία μιας απατεώνισσας. Για τον Νότο η απάτη που γίνεται στο όνομα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, δεν είναι απάτη». Οι συνειρμοί με το σήμερα είναι μοιραίοι. «Ο πόλεμος και η φτώχεια γεννούν τέτοιες συμπεριφορές και απατεωνιές. Μήπως και η κληρονομιά μας δεν στηρίζεται σε ήρωες που μηχανεύονται τέτοιους τρόπους επιβίωσης; Με αυτή την έννοια και ο Οδυσσέας ήταν απατεώνας».

Με αυτό το έργο, η Ράντου επιστρέφει στην πρώτη κρατική Σκηνή έπειτα από 30 χρόνια. «Η παράσταση με βγάζει και από ένα δίλημμα: τι μισθό δίνεις στους συναδέλφους σου; Ποτέ δεν κινήθηκα έτσι ως παραγωγός, αλλά το σύστημα σε αναγκάζει να αδικήσεις. Ο ηθοποιός θέτει μόνος του τον εαυτό του σε μια θέση που είναι εύκολο να τον εκμεταλλευτεί κάποιος, αφού αν δεν παίζεις, δεν υπάρχεις. Γι’ αυτό δεν πέτυχε ποτέ ο συνδικαλισμός στον κλάδο μας. Η υπαρξιακή αγωνία για τον καλλιτέχνη είναι μεγαλύτερη από τη διεκδίκηση».

Μικρή είχε, λέει, «πιο μικροαστικά όνειρα». Ονειρευόταν καριέρα διερμηνέα στην Ευρώπη γι’ αυτό σπούδασε γαλλική φιλολογία. Στο σχολείο, στο Αιγάλεω που μεγάλωσε, πάλευε να είναι πρώτη στα μαθήματα και πρώτη στην καζούρα. «Πατούσα σε δύο βάρκες. Η μία είχε το πειραχτήρι και η άλλη το κορίτσι του 19». Η εμπειρία στη μαθητική θεατρική ομάδα την παρακίνησε να δώσει εξετάσεις στη σχολή του Εθνικού. Δεν ήταν πολύ συνειδητή επιλογή. «Δεν κυνήγησα τη δουλειά, αυτή με τράβηξε από τα μαλλιά».

Της λέω ότι μου θυμίζει τη Μάρθα Καραγιάννη στα καλύτερά της. «Η διαφορά με τη Μάρθα, που αγαπάω πολύ, είναι ότι δεν άφησα κανέναν να με χρησιμοποιήσει, όπως η εποχή χρησιμοποίησε εκείνη, στο ελληνικό σινεμά. Οταν το 1996 ένιωσα ότι με έσπρωχναν σε ρόλους περιορισμένους, τα βρόντηξα. Είπα: θα κάνω δική μου δουλειά κι ας καταστραφώ. Δεν μπορούσα να παίζω τη νόστιμη. Τότε ο ποιοτικός χώρος ήταν στείρος και σοβαροφανής. Τώρα γίνεται σπουδαία δουλειά. Επιπλέον είχε τελειώσει και ο μύθος του Θεάτρου Τέχνης. Το Αμόρε ξεκίνησε λίγο μετά με έναν αφοσιωμένο πυρήνα που δεν έπρεπε να έχει περάσει από την τηλεόραση. Εγώ είχα πάρει ήδη πολλές πρωτοβουλίες».

Ισχυρίζεται ότι δεν έκανε τίποτε απ’ όσα έπρεπε, αλλά «ό,τι έλεγε η ψυχή μου. Στα 32 μου έπαιξα μια μάνα με παιδί στην εφηβεία, στο “Μαμά μην τρέχεις”, ενώ στο “Μαγειρεύοντας με τον Ελβις” έπαιζα μια 15χρονη που ζύγιζε 100 κιλά. Πήγαινα με τα έργα που με ταξίδευαν κι αν δεν υπήρχε ρόλος χωνόμουν ανάμεσα. Αρχισα να βλέπω το θέατρο ως σύνολο, όχι μόνο με τη ματαιοδοξία του ηθοποιού. Διαβάζοντας μού έρχονταν και ιδέες και εντέλει το 2002 έγραψα το “Μαμά μην τρέχεις”».

Στα κείμενα αναζητά το χιούμορ που προκύπτει από την κατάσταση. «Δεν είναι το γκέι χιούμορ που βάδισε με το λάιφ στάιλ. Σήμερα το χιούμορ είναι λιγότερο κανιβαλικό. Ο θεατής όσο οι πληγές του είναι ανοιχτές, έχει ανάγκη την αλήθεια. Είχαμε γίνει χοντροκομμένοι όπως τα αστεία μας. Σκέψου τι ζήσαμε από το 2008 και τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου μέχρι τη δολοφονία του Φύσσα. Ο χρυσαυγιτισμός δεν έχει να κάνει μόνο με τον ρατσισμό αλλά και με ένα κομμάτι που όλοι έχουμε. Την πλευρά του αγροίκου, το ζώο μέσα μας, τον τσάμπα μάγκα, τον κωλοπαιδισμό που επιβράβευσε μια εποχή».

Οι κρίσεις πανικού

Ηθοποιός, θιασάρχης, μεταφράστρια, παραγωγός έχει το άγχος του ελέγχου. «Στην πρώτη μου δουλειά είχα μια κοπέλα επί των οικονομικών που με κατάκλεψε. Εκτοτε διαχειρίζομαι όλα τα οικονομικά. Ομως κάθε τι που συμβαίνει συσσωρεύει μια αγωνία». Ετσι εμφανίστηκαν οι πρώτες κρίσεις πανικού; ρωτάω αδιάκριτα. «Τα βάρη μού δημιούργησαν φοβίες. Νόμιζα ότι αν ήμουν σε κλειστό χώρο με πολύ κόσμο, θα σταματήσω να αναπνέω. Ο οργανισμός σου σε προειδοποιεί όταν πρέπει κάτι να πετάξεις. Το θέμα δεν είναι οι ρόλοι, αλλά με τι αντοχές μπορείς να τους παλέψεις. Γιατί όσο μεγαλώνω, μεγαλώνουν και οι φοβίες ως προς την έκθεση. Δεν νομίζω ότι θα σβήσω στη σκηνή. Σιγά σιγά θέλω να περάσω πίσω απ’ αυτήν».

Πώς είναι η κατάσταση σε ένα καλλιτεχνικό σπίτι; Ποιος συγκρατεί ή παροτρύνει τον άλλον, ο σύζυγός της Βασίλης Παπακωνσταντίνου ή εκείνη; «Αλλάζουμε τους ίδιους ρόλους. Οσο για την κόρη μας ήταν ώριμη και σοφή από μικρή. Ηξερε πως όταν βγει με τους γονείς στο πάρκο θα υπάρξει πρόβλημα. Τα παιδιά των καλλιτεχνών χάνουν την παιδική τους ηλικία».

Τι χαρακτηρίζει το κορίτσι από το Αιγάλεω μέχρι την Ελένη Ράντου τού σήμερα; «Ενας αγώνας δρόμου είναι η ζωή μου, που μου θυμίζει τον αγώνα της Φιλουμένας. Δούλεψα σκληρά για να φτάσω έως εδώ. Εκαψα το μυαλό μου προσπαθώντας να εξηγήσω κάθε “γιατί” που με τρώει μέσα μου».

​​Η παράσταση «Φιλουμένα Μαρτουράνο» ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο, στις 21 Μαρτίου, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ και διασκευή της Ελένης Ράντου.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT