Αναλογιστείτε την εμπειρία: στα 24 σου χρόνια, αναδυόμενο αστέρι του μπαλέτου, παγκοσμίου βεληνεκούς, να χορεύεις μπροστά στον Ιωσήφ Στάλιν. Και 11 χρόνια νωρίτερα να έχεις χάσει τον αγαπημένο σου πατέρα από το στυγερό καθεστώς του ανθρώπου που στέκεται στην πρώτη θέση του θεάτρου.
Πώς να μην είχε νιώσει ανείπωτο φόβο κοιτάζοντας κατάματα τον Στάλιν, όπως εξομολογήθηκε αργότερα η Μάγια Πλισέτσκαγια, η μπαλαρίνα-θρύλος που έφυγε από τη ζωή το περασμένο Σάββατο σε ηλικία 89 ετών.
Λίγοι καλλιτέχνες στον κόσμο θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι η παιδική και η εφηβική τους ηλικία στιγματίστηκε τόσο έντονα από τις πλέον οδυνηρές πτυχές της ιστορίας του 20ού αιώνα, όσο της Πλισέτσκαγια. Ο πατέρας της, διπλωματικός ακόλουθος διορισμένος στη Νορβηγία, όπου η μικρή Μάγια έζησε τα πρώτα παιδικά της χρόνια, εκτελέστηκε ως προδότης της πατρίδας από το σταλινικό καθεστώς. Η μητέρα της με τον μηνών αδελφό της εξορίστηκε για τρία χρόνια σε Γκουλάγκ στο Καζαχστάν.
Το φυσικό ερώτημα που προκύπτει και το οποίο στοίχειωσε τη ζωή της Πλισέτσκαγια ήταν γιατί δεν έκανε αυτό που έκαναν άλλοι διάσημοι συμπατριώτες της όπως ο Νουρέγεφ, η Μακάροβα, ο Μπαρίζνικοφ ή ο Γκοντούνοφ: γιατί δεν αυτομόλησε στη Δύση;
Και θα μπορούσε να είχε φύγει. Και το ήξερε. Ηταν μια ανοιχτή πληγή με την οποία έμαθε να ζει. Μετάνιωνε αλλά την ίδια στιγμή είχε πλήρη επίγνωση της αδυναμίας της να το κάνει. «Ημουν χαζή; Ημουν. Αλλά τώρα κλαίω πάνω από το χυμένο γάλα».
Η ίδια το αποκαλούσε «συνείδηση». Οπως είχε εξηγήσει, δεν ήθελε να κάνει τη χάρη στον Χρουστσόφ να πουν «είδατε, είχαμε δίκιο που δεν εμπιστευόμαστε όλους αυτούς τους καλλιτέχνες…». Και συνεχίζει: «Το να μείνεις στη Δύση σήμαινε ότι θα πρόδιδες ανθρώπους που πίστευαν στην αξιοπρέπεια και την ειλικρίνειά σου. Αν έφευγα θα εξαπατούσα πρώτα απ’ όλα τον εαυτό μου. Αλήθεια, δεν ήθελα να κάνω τους εχθρούς μου ευτυχισμένους. Το ξέρω ήταν αφελές, παιδικό. Αλλά ήμουν ευσυνείδητη, λίγο χαμένη και κάπως αμήχανη, ακόμα και πριν από τον Χρουστσόφ».
Ο κώδικας αξιών της Πλισέτσκαγια, αυτή η «αφέλεια» που περιγράφει, ήταν, φαίνεται, μια οικογενειακή κληρονομιά ή ένα είδος απόδοσης τιμής στον πρόωρα χαμένο πατέρα: γράφει στην αυτοβιογραφία της ότι είχε ρωτήσει τη μητέρα της γιατί όταν βρέθηκαν οικογενειακά στη Νορβηγία δεν έμειναν εκεί εγκαταλείποντας τη Σοβιετική Ενωση. Η απάντηση της μητέρας ήταν πως κάτι τέτοιο θα σήμαινε για τον πατέρα της «προδοσία».
Τελικά, αυτό που ανέβαλλε συνέχεια, το έκανε το 1991 με την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ. Μετακόμισε στο Μόναχο όπου άφησε και την τελευταία της πνοή.