Jane Fonda: έφηβη ετών 78

6' 22" χρόνος ανάγνωσης

«Nα ενδιαφέρεσαι είναι πιο σημαντικό από το να είσαι ενδιαφέρων». Το έχει πει μια γυναίκα που έχει καταφέρει και τα δύο: η Τζέιν Φόντα. Στα 78 της παραμένει δραστήρια, συναρπαστική, όμορφη και, κυρίως, εντός της εποχής της. Επειτα από δύο Οσκαρ, τρεις γάμους, δεκάδες ταινίες και προγράμματα γυμναστικής που άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες φροντίζουν τον εαυτό τους, πολλές κοινωνικές μάχες και πολλές αντιφάσεις, η ηθοποιός, ακτιβίστρια, συγγραφέας και γκουρού του fitness επιστρέφει στην τηλεόραση (Netflix) με τη σειρά «Grace and Frankie», μια πρωτότυπη, τολμηρή ματιά στην τρίτη ηλικία. Συμπρωταγωνίστριά της η παλιά της γνώριμη Λίλι Τόμλιν. «Οταν είπα στον Τεντ Τέρνερ (μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης), πριν από 14 χρόνια, ότι ήθελα να χωρίσουμε, είχε μείνει άναυδος. “Οι άνθρωποι δεν θα έπρεπε να αλλάζουν μετά τα 60”, μου είπε. Αυτήν τη φράση τη σκέφτομαι κάθε μέρα. Εκείνος δεν έχει αλλάξει καθόλου, ενώ εγώ νιώθω ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος…»

Είναι περίεργο πώς μια γυναίκα τόσο δυναμική, που γεννήθηκε σε μια οικογένεια καλλιτεχνών με πατέρα τον θρυλικό Χένρι Φόντα, και μέσω της κοινωνικής της δράσης (εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ισότητας των γυναικών), έμοιαζε πάντα να ξέρει τι είναι και τι εκπροσωπεί, ήταν τόσο αντιφατική. «Δεν είμαστε ποτέ ένας μόνο άνθρωπος στη ζωή μας», έχει πει και είναι αλήθεια, ειδικά για την ίδια. Πάντα άλλαζε, μεταμορφωνόταν, «έπαιζε» σε πολλά μέτωπα και έψαχνε να βρει τον εαυτό που της ταίριαζε καλύτερα.

Στην εφηβεία της πάλεψε με την κατάθλιψη, την ανορεξία και τη βουλιμία, ιδιαίτερα μετά την αυτοκτονία της μητέρας της, όταν ήταν 12 ετών. «Ελεγα ψέματα στους φίλους μου ότι έχω χάσει την παρθενιά μου όταν ήμουν έφηβη, προκειμένου να μη νιώθω απομονωμένη από τους υπολοίπους». Αρχισε σπουδές στο πανεπιστήμιο Βάσαρ κι έπειτα τις εγκατέλειψε και έφυγε στη Γαλλία για να σπουδάσει τέχνη. Οταν επέστρεψε στις ΗΠΑ, γνώρισε τον Λι Στράσμπεργκ στο Actor’s Studio. Ηταν ο πρώτος άνθρωπος που της είπε ότι έχει υποκριτικό ταλέντο. «Κανείς δεν μου είχε πει ότι είμαι καλή σε αυτό – εκτός από τον πατέρα μου, που ήταν… υποχρεωμένος να το κάνει, φαντάζομαι. Κανείς δεν μου είχε πει έως τότε ότι είμαι καλή σε οτιδήποτε. Αλλαξε η ζωή μου». Δούλεψε στο θέατρο στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και άρχισε να γίνεται γνωστή, βάζοντας τα θεμέλια για την κινηματογραφική της καριέρα στα ’60s.

Φεμινίστρια και αφοσιωμένη σύζυγος

Στον πρώτο της γάμο, με τον Γάλλο σκηνοθέτη Ροζέ Βαντίμ το 1965, ήταν ακόμη νέα, ατίθαση και πρόθυμη για πολλά: από το να παίξει σε ταινίες στις οποίες θα μιλούσε Γαλλικά μέχρι να δεχτεί πόρνες πολυτελείας στο κρεβάτι τους! «Δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό να φέρω αντίρρηση σε οτιδήποτε», γράφει στην αυτοβιογραφία της, που κυκλοφόρησε το 2005. «Ακόμη και όταν ο Ροζέ έφερε μια εκδιδόμενη κοπέλα στο σπίτι, έκανα ό,τι μου είπε και πήρα μέρος στο ερωτικό τρίο με την… τέχνη και τον ενθουσιασμό μιας νέας ηθοποιού. Θα σας πω τι απόλαυσα: την επόμενη μέρα που ο Βαντίμ είχε φύγει κι εγώ κι εκείνη η γυναίκα ήπιαμε καφέ και μιλήσαμε. Για μένα ήταν ένας τρόπος να φέρω λίγη ανθρωπιά στη σχέση, ένα αντίδοτο στην αίσθηση πως ήμασταν απλώς σκεύη ηδονής». Με το ρόλο μιας πόρνης κέρδισε το πρώτο της Οσκαρ, για την ταινία «Klute», το 1971. Λίγα χρόνια νωρίτερα είχε ήδη γίνει παγκόσμιο σύμβολο του σεξ με την «Barbarella» του Βαντίμ, στην οποία την έπεισε να παίξει, και για την οποία πολλά χρόνια αργότερα ο Ρίτσαρντ Μπράνσον, της Virgin Atlantic, της είπε δημοσίως πως ήταν η αιτία για να… κοπούν τα ράμματα της περιτομής που είχε κάνει λίγες ημέρες πριν.

Στον δεύτερο γάμο της, με τον ακτιβιστή Τομ Χέιντεν το 1973, βγήκε ο μαχητικός εαυτός της. Για χάρη του απαρνήθηκε τη λάμψη και το σταριλίκι και βρέθηκε στις επάλξεις των κοινωνικών αγώνων. Εκανε παρέα με τους Μαύρους Πάνθηρες και ηγείτο διαδηλώσεων, ενώ δεχόταν να συμμετέχει μόνο σε ταινίες που είχαν κάποιο κοινωνικό μήνυμα, όπως το «Σύνδρομο της Κίνας» και ο «Γυρισμός» (με τον Γιον Βόιτ), για τον οποίο κέρδισε το δεύτερο Οσκαρ της. Στην τελετή των βραβείων δεν πήγε με κάποια τουαλέτα μεγάλου σχεδιαστή, αλλά με ένα χειροποίητο φόρεμα που της είχε δωρίσει ένας υποστηρικτής του Χέιντεν και γύρισε σπίτι αμέσως μετά με ένα στέισιον βάγκον. «O Τομ δεν ήθελε να πηγαίνουμε σε εκείνα τα πάρτι. Δεν πήγα ποτέ σε κανένα πάρτι». Για τον τρίτο σύζυγό της, τον Τεντ Τέρνερ, τον οποίο παντρεύτηκε το 1991, αποσύρθηκε εντελώς από την υποκριτική – για να τον στηρίξει στις δικές του επιχειρηματικές προσπάθειες.

Αντιλαμβάνεται και η ίδια πόσο αντιφατικό μοιάζει η γυναίκα που προέταξε τα στήθη της για την ισότητα των γυναικών και άφησε ιστορία με τις μάχες αλλά και τις φεμινιστικές ταινίες της (όπως το «9 to 5» με τη Λίλι Τόμλιν και την Ντόλι Πάρτον), να γίνει υπάκουη σύζυγος. «Ηταν η αρρώστια από την οποία υπέφερα, να θέλω να ευχαριστώ τους πάντες. Υπάρχει ομορφιά και γνώση σε αυτήν τη μάχη», λέει η ίδια. «Ολοι αναρωτιόμαστε τι είναι αυτό που θα αφήσουμε πίσω μας. Η ικανότητά μου να αντιλαμβάνομαι τι σημαίνει η ζωή μου και να τη διαχειρίζομαι έτσι ώστε να είναι χρήσιμη σε άλλους ήταν το δικό μου δώρο. Η παραδοξότητα της ζωής μου είναι το πιο σημαντικό κομμάτι μου, όχι η δουλειά μου».

Και οι αντιφάσεις συνεχίστηκαν. Από σύμβολο ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ τη δεκαετία του ’70, έγινε γκουρού του fitness με τις βιντεοκασέτες του προγράμματος γυμναστικής της τη δεκαετία του ’80, όταν ήταν ακόμη παντρεμένη με τον Τομ Χέιντεν. Λέγεται πως οι Αμερικανοί αγόραζαν τότε τις πρώτες συσκευές βίντεο μόνο και μόνο για να το δουν. Περίεργη τροπή για ένα ζευγάρι που μισούσε το τζετ σετ και τη δόξα του Χόλιγουντ. Ομως η Φόντα χρειαζόταν τα χρήματα για να στηρίζει την πολιτική καριέρα του συζύγου της. Η μη κερδοσκοπική του οργάνωση «Καμπάνια για την Οικονομική Δημοκρατία», που στήριζε προοδευτικούς υποψηφίους, ήταν ο αποκλειστικός κάτοχος των δικαιωμάτων του «Προγράμματος Γυμναστικής Τζέιν Φόντα». Φαίνεται πως ο Χέιντεν ήταν επιλεκτικός στο τι του άρεσε και τι όχι από τη διασημότητα…

Σήμερα, μητέρα τριών παιδιών, της Βανέσα Βαντίμ, του Τρόι Γκάριτι (με τον Χέιντεν) και της Μέρι Λουάνα Γουίλιαμς, μιας Αφροαμερικανής που υιοθέτησε με τον Τεντ Τέρνερ, φαίνεται να απολαμβάνει το τρίτο κεφάλαιο της ζωής της, όπως το αποκαλεί, περισσότερο από τα άλλα. «Ολοι λένε “μα πώς κρατιέσαι έτσι;” Εχω κάνει πλαστικές, το έχω πει. Αυτό όμως δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι η συνειδητοποίηση ότι πάντα μπορείς να γίνεσαι καλύτερος. Γίνεται δυσκολότερο όσο μεγαλώνεις. Εχω, όμως, την πεποίθηση πως οι ηλικιωμένοι άνθρωποι έχουν μια καλύτερη αίσθηση της καλής ζωής, ειδικά οι γυναίκες. Τι διάβολο έχουμε να χάσουμε;»

Παρότι άθεη μια ζωή, σήμερα δηλώνει χριστιανή που μελετά το βουδισμό. Η διασημότητα, λέει, μπορεί να γίνει πολύ «βαριά», τι νόημα έχει αν δεν τη χρησιμοποιεί κανείς για το καλό του κόσμου; «Πάντα θεωρούσα ότι ο ακτιβισμός είναι το νοίκι που πληρώνεις για τη ζωή». Παλεύει ακόμη για τα δικαιώματα των γυναικών και είναι μπροστάρισσα στον αγώνα για τις ίσες αμοιβές στο Χόλιγουντ, αλλά και γενικά. Θα ήθελε να νικήσει η Χίλαρι Κλίντον, αλλά δεν υποστηρίζει επισήμως κάποιον υποψήφιο. «Περισσότερο από το να νικήσει, θα ήθελα αυτό να κάνει κάποια διαφορά».

Παραδέχεται ότι κάνει ακόμη πού και πού λίγη μαριχουάνα, ανάμεσα στις φαν της είναι η Λίνα Ντάναμ και ετοιμάζει μια νέα ταινία, το «Fathers and Daughters» με τον Ράσελ Κρόου. Επίσης, συμμετέχει στο «Youth», σίκουελ της «Απόλυτης ομορφιάς» του Πάολο Σορεντίνο, που προβλήθηκε φέτος στις Κάννες. O σύντροφός της, o 73χρονος μουσικός παραγωγός Ρίτσαρντ Πέρι, πάσχει από Πάρκινσον. Σε αυτόν βρήκε τελικά αυτό που έψαχνε. «Είναι πολύ καλός άνθρωπος», λέει. «Ενα από τα πράγματα που πρέπει να αναζητάς όταν ψάχνεις για σύντροφο, είναι η καλοσύνη. Δεν σ’ το μαθαίνουν αυτό όταν είσαι νέος. Θα έπρεπε…»

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT