Το δώρο ενός φιλέλληνα στα ελληνικά γράμματα

Το δώρο ενός φιλέλληνα στα ελληνικά γράμματα

5' 20" χρόνος ανάγνωσης

Λόγιος, ακούραστος ερευνητής και βαθιά φιλέλληνας, ο Εμίλ Λεγκράν (1841-1903) άφησε πίσω του ένα ανεκτίμητο εργαλείο για τους μελετητές της νεοελληνικής γραμματείας: την πολύτομη Bibliographie Hellenique, μια καταγραφή του συνόλου των βιβλίων ελληνικής καταγωγής συγγραφέων και συντελεστών, που εκδόθηκαν από την εφεύρεση της τυπογραφίας μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Η καταγραφή δεν περιοριζόταν στα λόγια κείμενα της εποχής, αφού πεποίθηση του μελετητή ήταν πως ο νεώτερος πολιτισμός της Ελλάδας μπορεί να μελετηθεί ανεξάρτητα από τον αρχαίο.

Ετσι, η «Βιβλιογραφία» περιελάμβανε αναφορές, μεταξύ άλλων, στα μεσαιωνικά μυθιστορήματα, την κρητική λογοτεχνία, το Επος του Διγενή Ακρίτα και την «Εύμορφη Βοσκοπούλα». Για την υλοποίηση αυτού του μεγαλόπνοου εγχειρήματος επιστράτευσε ένα ολόκληρο δίκτυο ερευνητών εγκατεστημένων σε ολόκληρο τον κόσμο και κυρίως στις περιοχές που είχαν αποτελέσει σημαντικά κέντρα του ελληνισμού – όπως η Αθήνα, η Βενετία, η Κωνσταντινούπολη, τα Ιεροσόλυμα, το Ιάσιο και η Μόσχα.

Οι επιστολές των συνεργατών του Λεγκράν αποτελούν ένα μεγάλο κομμάτι του πολύτιμου αρχείου που έχει στα χέρια του ο Γιάννης Παπακώστας, ομότιμος καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και γενικός φιλολογικός επόπτης του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη.

Οπως εξηγεί ο ίδιος στην «Κ», τα περίπου 500 χειρόγραφα –κυρίως πρωτότυπα, συν ορισμένα αντίγραφα– χρονολογούμενα από τα τέλη του 19ου μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα έφτασαν στα χέρια του ως αποτέλεσμα της απήχησης που είχε η πολυσέλιδη μελέτη του με τίτλο «Ο Εmile Legrand και η Ελληνική Βιβλιογραφία», μία έκδοση του Ιδρύματος Ουράνη.

Στο εν λόγω βιβλίο είχαν ενσωματωθεί 160 χειρόγραφες επιστολές Ελλήνων και ξένων ελληνιστών, όπως επίσης περίπου 100 χειρόγραφες αναπαραστάσεις τίτλων βιβλίων, οι οποίες συνοδεύονται από επεξηγηματικά σχόλια, βιογραφικές πληροφορίες για τους λογίους, που συνέβαλαν καθοριστικά στον εμπλουτισμό της Bibliographie Hellenique, καθώς και μία εκτενής ανάλυση του σκεπτικού, των μεθόδων και των στόχων του Λεγκράν. Το υλικό, που επί του παρόντος επεξεργάζεται ο κ. Παπακώστας, πιθανότατα θα οδηγήσει σε μία ακόμα αξιόλογη έκδοση, στην οποία θα ενταχθούν αφενός κάποιες παραλειφθείσες επιστολές από την πρώτη έκδοση και αφετέρου μία επιλογή από τα πολύτιμα τεκμήρια του ογκώδους, αδημοσίευτου αρχείου.

Γράφοντας στα γαλλικά ή τα ελληνικά, τα οποία φυσικά ο Λεγκράν μιλούσε άπταιστα, κάποιοι από τους αποστολείς ζητούν διευκρινίσεις για τη συνέχιση του έργου τους, άλλοι προσφέρουν πληροφορίες, υποδείξεις και φωτογραφικό υλικό – ενίοτε, ζητώντας μικρές χάρες σε αντάλλαγμα. Πάντοτε σχολαστικός στη δουλειά του, ο Λεγκράν έδινε σαφείς οδηγίες όσον αφορά την παρουσίαση κάθε έκδοσης, στην οποία έπρεπε να παρατίθενται, μεταξύ άλλων, το βιογραφικό του συγγραφέα, όπως επίσης πληροφορίες για τη βιβλιοθήκη όπου βρισκόταν το βιβλίο, το όνομα του τυπογράφου και ένα κατά το δυνατόν πιστό αντίγραφο (αφού είχε δημιουργηθεί στο χέρι) του «συμβόλου» του εκάστοτε τυπογραφείου.

Εκτός από τα γράμματα συνεργατών, μεταξύ των εκατοντάδων χειρογράφων υπάρχουν και άλλου είδους τεκμήρια, που σχετίζονται είτε με τον Λεγκράν είτε με τον μαθητή και συνεχιστή του έργου του, Ουμπέρ Περνό, ιδρυτή του Νεοελληνικού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Ο Περνό ανέλαβε την έκδοση των δύο τελευταίων τόμων της Bibliographie Hellenique μετά τον θάνατο του Λεγκράν, και στην κατοχή του πέρασαν τόσο η βιβλιοθήκη όσο και το αρχείο του δασκάλου του. «Ενας κόσμος ολόκληρος περνάει μέσα από αυτό το αρχείο» αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Παπακώστας.

Επιστολικά δελτάρια υπογεγραμμένα από γνωστούς και φίλους σε διάφορες περιοχές του κόσμου, γράμματα με την υπογραφή του ίδιου του Λεγκράν και άλλα απρόσμενα ευρήματα, όπως τα νεανικά ποιήματα του Aνδρέα Μουστοξύδη, που κανείς δεν γνωρίζει πώς βρέθηκαν εκεί. Σταθερή είναι η επικοινωνία του Γάλλου ερευνητή με τον Γεώργιο Αλ. Μαυροκορδάτο, στον οποίο αποδίδεται η ιδέα της δημιουργίας της Bibliographie Hellenique και ο οποίος συνέβαλε καθοριστικά στην υλοποίησή της, προσφέροντας χρήματα καθώς και τη συλλογή του από σπάνια βιβλία και χειρόγραφα.

Μολονότι οι συνεργάτες λάμβαναν ένα χρηματικό ποσό για τις υπηρεσίες τους, στα γραπτά πολλών εξ αυτών είναι εμφανής η εκτίμηση που ένιωθαν απέναντι στον Γάλλο ελληνιστή και τον μαθητή του, όπως επίσης και η διάθεσή τους να συνεισφέρουν με κάθε τρόπο στο φιλόδοξο εγχείρημά τους.

«Θα σας θερμοπαρακαλέσω να μου απαντήσετε αν δεν σας φέρνει κόπο, λέγοντάς μου αν συγκατανεύετε να μου κάμετε την τιμή να αλλάζουμε μαζί πότε πότε καμιά φιλολογική κουβέντα» γράφει, γεμάτος σεβασμό, ο ποιητής και ακαδημαϊκός Σωτήρης Σκίπης σε μία από τις επιστολές του προς τον Περνό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η γραπτή επικοινωνία με σημαντικούς Ελληνες λογίους και λογοτέχνες της εποχής: Ο Κωστής Παλαμάς, ο Αργύρης Εφταλιώτης, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ο Ιωάννης Γεννάδιος, ο Λάμπρος Πορφύρας και ο Γεράσιμος Μαρκοράς είναι μόνο ελάχιστα παραδείγματα.

Οταν, το 1875, ο Λεγκράν ταξίδεψε στην Ελλάδα με χρήματα του γαλλικού υπουργείου Παιδείας, προκειμένου να συγκεντρώσει λογοτεχνικό και γλωσσικό υλικό, ο Ν. Γ. Πολίτης τού έγραψε προσκαλώντας τον στη Σπάρτη. Σύμφωνα με τον κ. Παπακώστα, «η αλληλογραφία διευρύνεται μετά την κυκλοφορία της Ανθολογίας της Νεώτερης Ελλάδας, το 1899».

Αποκαλυπτικό γράμμα

Δεν λείπουν οι εκκλήσεις για υποστήριξη, επαγγελματικής ή άλλης φύσεως, αφού, όπως υποστηρίζει ο κ. Παπακώστας, ο Λεγκράν και ο διάδοχός του «στήριξαν την Ελλάδα σε πολύ κρίσιμες φάσεις της». Αποκαλυπτικό είναι το γράμμα ενός Γιώργου Θανασάκου, ο οποίος ζητά από τον «σεβαστό καθηγητή» να μεσολαβήσει, έτσι ώστε ο ίδιος και η οικογένειά του να λάβουν άδεια παραμονής στη Γαλλία «έως ότου καταστεί δυνατή η επιστροφή μας στην Ελλάδα». Βρισκόμαστε στο 1939, και οι συνθήκες που επιβάλλουν την αυτοεξορία του αποστολέα σχετίζονται, προφανώς, με το καθεστώς Μεταξά. «Ημείς, σαν δημοκρατικοί Ελληνες, αναγκασθήκαμε να καταφύγωμε και να ζητήσωμε Ασυλον στη Δημοκρατική Γαλλία», σπεύδει να διευκρινίσει. «Φαντασθήτε δε αν μας αναγκάσουν και απ’ εδώ να γυρίσωμε και να παραδοθούμε πάλι στα όργανα της Δικτατορίας Μεταξά, από τα οποία είδαμε και πάθαμε όσο να απαλλαγούμε».

Οπως διευκρινίζει ο κ. Παπακώστας, η αξιοποίηση του αρχειακού υλικού είναι μια αργή και επίπονη διαδικασία. Αρχικά θα πρέπει να ολοκληρωθεί η μεταγραφή των χειρογράφων, έτσι ώστε «ο επιμελητής –στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο υποφαινόμενος– να έχει μπροστά του καθαρά κείμενα», για να ακολουθήσει η μετάφραση που θα τα καταστήσει πιο προσιτά στο ευρύ κοινό. «Αλλά κι αν όλα αυτά πραγματοποιηθούν, η επεξεργασία και ο φιλολογικός σχολιασμός, και επίσης η αποτίμησή τους, είναι αυτά που θα καθορίσουν την αξία που τους πρέπει».

Πρόκειται για πηγές «μέσα από τις οποίες αναδεικνύεται ο ελληνισμός του Ελληνισμού κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και ακόμα το πάθος των Ελλήνων λογίων», προσθέτει. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι επιστολές θα δημοσιευτούν αυτούσιες, σε πιστή μεταγραφή και χωρίς καμία παρέμβαση, «διότι ένα γραπτό κείμενο σηματοδοτεί και την εποχή του». Μετά την ολοκλήρωση της επεξεργασίας και της έκδοσης του συνόλου ή μέρους των χειρογράφων, ολόκληρο το αρχείο «θα κατατεθεί σε δημόσιο ίδρυμα για περαιτέρω εκτίμηση» και για να διαφυλαχθούν για τις επόμενες γενιές.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT