Δημήτρης Μητροπάνος 1948-2012: Τελευταία υπόκλιση

Δημήτρης Μητροπάνος 1948-2012: Τελευταία υπόκλιση

5' 28" χρόνος ανάγνωσης

Δημήτρης Μητροπάνος 1948-2012: Τελευταία υπόκλιση
Δημήτρης Μητροπάνος 1948-2012: Τελευταία υπόκλιση-1
Εικόνες μιας ζωής και λίγα λόγια

αποχαιρετιστήρια για έναν αυθεντικό ήρωα

του λαϊκού τραγουδιού μας.

Ο τελευταίος βασιλιάς των τζουκμπόξ!

Του Θοδωρή Μανίκα

Αμα τω θλιβερώ αγγέλματι του θανάτου του, ο Δημήτρης Μητροπάνος

χαιρετίσθηκε και εξυμνήθηκε για πολλά – και δικαίως! Αυτό που λίγοι

επισήμαναν και που θυμάμαι καλά από τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια

είναι ότι για μια βαρβάτη πενταετία, από το 1971 ώς το 1976, ο

Μητροπάνος ήταν και κάτι ακόμη: ο κυρίαρχος των τζουκμπόξ ανά την

επικράτεια!

Στο «πολύχρωμο» και πολυπολιτισμικό σάουντρακ, που εκείνα τα

μαγικά μηχανήματα εξέπεμπαν έναντι μιας, δύο ή πέντε δραχμών, κάπου

ανάμεσα στο «Sex Machine» του Τζέιμς Μπράουν, στο «Girl From

Salinas» του Κριστόφ και στον «Διαβολάκο» του Παναγιώτη

Μιχαλόπουλου, πάντοτε κάποιος θα έριχνε τα κέρματά του για να

ακούσει τη χαρακτηριστική χροιά και το ερμηνευτικό στυλ του

Μητροπάνου.

Η λυρικότητα και η δωρικότητα τραγουδιών του Μούτση, όπως τα

«Αλλος για Χίο τράβηξε» και «Ο Χάρος βγήκε παγανιά», και η…

ψυχεδέλεια που εξέπεμπαν οι δημιουργίες του Μουσαφίρη, σαν το «Κάνε

κάτι να χάσω το τραίνο», το «Κυρά Ζωή» και το «Τι το θες το

κουταλάκι», έκαναν τον ερμηνευτή τους, τον σχετικώς νεοαφιχθέντα

Μητροπάνο δηλαδή, κοσμαγάπητο και περιζήτητο, και αυτό, ειδικώς

στην επαρχία, τεκμηριωνόταν εύγλωττα αν άκουγες τι έπαιζαν τα

τζουκμπόξ…

Μια τέτοια λεπτομέρεια ίσως να μην είχε και τόση σημασία, αν δεν

μιλούσαμε για την περίοδο που σήμανε και το τέλος των τζουκμπόξ!

Υπ’ αυτήν την έννοια, ο εκλιπών ήταν και ο τελευταίος βασιλιάς των

ελληνικών τζουκμπόξ, πράγμα πολύτιμο για όσους μάθαμε κι αγαπήσαμε

τη μουσική ακριβώς εκείνη την περίοδο και μέσα από εκείνα τα

μηχανήματα. Χωρίς να το υπολογίζει κανείς, πιθανώς χωρίς να

απασχολεί καν τον ίδιο, ο Μητροπάνος κατάφερε και άνοιξε ένα

παράθυρο προς το σύγχρονο λαϊκό μας τραγούδι, για όλους εμάς που τα

τζουκμπόξ τα πλησιάζαμε για να ακούσουμε κυρίως τα γιεγιέδικα…

Και όπως καθετί που σημαδεύει την εφηβεία σου και τη διαμόρφωση

του εαυτού σου ξεπροβάλλει απρόσκλητο μπροστά σου, έτσι κι αυτή η

πλευρά του Μητροπάνου μού ήρθε ως πρώτη σκέψη, μόλις άκουσα πως

εγκατέλειψε τις επίγειες πίστες για τα ουράνια στούντιο…

Κέρδισε αγάπη για δέκα ζωές

Του Οδυσσέα Ιωάννου

Και τι θα πει μάγκας; Και Ολυμπιακός; Και λαϊκός; Και αριστερός;

Λέξεις που παίρνουν το σχήμα ανθρώπων και όχι το αντίθετο. Οι

έννοιες έχουν δέρμα και κόκαλα. Και πρόσωπα. Και ονόματα. Ο

Μητροπάνος τιμούσε τις λέξεις όπως τα παντελόνια του. Τις φόραγε,

δεν τον φόραγαν. Μπήκε στο λαϊκό τραγούδι με τον βαρύ οπλισμό του

ρωμαλέου ενστίκτου και μιας καταγωγής που δεν την πρόδωσε ποτέ επί

της ουσίας, ούτε όταν τραγουδούσε στις μεγάλες πίστες με τα μεγάλα

μεροκάματα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά όλα αυτά τού τα «συγχωρούσαμε»

χωρίς δεύτερη κουβέντα. Το είχε κερδίσει. Από τους ελάχιστους που

μας έβγαζαν ανακόλουθους στις κρίσεις και τις εκτιμήσεις μας.

«Μα δεν θα πεις μια κουβέντα για τον φίλο σου που τώρα

τραγουδάει με τη Ζήνα;»

«Οχι, δεν θα πω τίποτα για τον Μήτσο, αφήστε τον ήσυχο».

«Καλός, μωρέ, αλλά δεν στονάρει λίγο;»

«Το μυαλό σου στονάρει και να πας να το κοιτάξεις…»

Ξέρεις γιατί; Γιατί δεν μπορείς να προσεγγίσεις «αντικειμενικά»

τέτοια μεγέθη. Δεν ξέρω και δεν θέλω να μάθω πώς προσεγγίζεις

«αντικειμενικά» τις αγάπες και τα πάθη σου. Ο Μητροπάνος ήταν πάθος

για έναν ολόκληρο λαό. Τελεία. Αυτό οφείλει να γράψει η Ιστορία. Τα

υπόλοιπα είναι τόσο δευτερεύοντα, όσο το να κρίνεις τον Δεληκάρη

επειδή άφησε μούσι…

Τραγουδούσε. Συνέχεια. Οχι μόνο στα προγράμματά του. Καλεσμένος

σε φίλους, για να τους τιμήσει, με σαράντα πυρετό, καταπονημένος

από τα προβλήματα υγείας, ήταν εκεί. Γελούσε με τα καινούργια

ανέκδοτα, και ας τον έβλεπες κάποιες στιγμές να παλεύει να κρατηθεί

όρθιος. Μια διαρκής λεβεντιά, χωρίς να περνάει ούτε στιγμή από τα

μάτια του η μοβ κορδέλα της μεμψιμοιρίας. Μόνο άτυχος δεν ένιωθε.

Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Κέρδισε αγάπη για δέκα ζωές. Και ας έζησε

μία και μικρή.

Το καλύτερο τραγούδι του, η οικογένειά του

Της Τασούλας Επτακοίλη

«Κάποτε οι μικρές έφεραν στο σπίτι δυο-τρία CD, από αυτά του…

συρμού, κι εγώ τους είπα: «Αυτά δεν είναι μουσική, είναι σουβέρ».

Πήγαμε, λοιπόν, με τη μητέρα τους και τους αγοράσαμε μερικούς

σοβαρούς δίσκους. Ε, και; Μια μέρα, μέσα σε ένα CD του Θεοδωράκη

βρήκα ένα της Βανδή! Θα κάνουν κι αυτές τον κύκλο τους…» Είναι

Δεκέμβριος του 2005 κι έχω περάσει για πρώτη φορά το κατώφλι του

σπιτιού τους. Μου είχε ανοίξει η δεκάχρονη τότε Μυρσίνη. «Ελπίζω να

είστε Ολυμπιακός. Ολοι σ’ αυτό το σπίτι είμαστε Ολυμπιακοί…» Το

γέλιο του ακούγεται δυνατό από το σαλόνι. Η μικρή τρέχει, πέφτει

στην αγκαλιά του, εισπράττει ένα ηχηρό φιλί και φεύγει για το

δωμάτιό της. Η Βένια φέρνει καφέ. Ο Δημήτρης Μητροπάνος ανάβει

τσιγάρο. «Θα το κόψει, μου το υποσχέθηκε», λέει εκείνη. «Ολα θα

γίνουν», της απαντά. Την κοιτάζει. Το βλέμμα του χάδι. Η Αναστασία

εκείνη τη στιγμή επιστρέφει στο σπίτι. Κι άλλη αγκαλιά, κι άλλο

φιλί. Τα μάτια του γεμάτα καμάρι. Η πρωτότοκη με χαιρετά ευγενικά

και ακολουθεί τη μητέρα της, που αποσύρεται διακριτικά στα

ενδότερα. Η γυναίκα του, οι κόρες του, ο κόσμος του. «Οταν

κατεβαίνω από τη σκηνή, αρχίζει μια άλλη ζωή: η ζωή μου», θα μου

πει λίγο μετά.

Ξαναβρίσκομαι στο σπιτικό τους τρία χρόνια μετά, το Δεκέμβριο

του 2008. Και σ’ αυτήν τη συνέντευξη, οι δύο έφηβες πια θυγατέρες

τους πρωταγωνιστούν με τον τρόπο τους. «Η Μυρσίνη βρίσκει το

γυμνάσιο μουντό. Ακούς εκεί «μουντό»…» λένε με τη Βένια και

γελούν – το κακό είναι πια πίσω τους… «Η Αναστασία κατέβηκε στη

διαδήλωση για τον Αλέξη Γρηγορόπουλο. Κι από εκεί που άκουγε μόνο

Tokio Hotel, προχθές μου ζήτησε να ακούσει Παύλο Σιδηρόπουλο και το

«Βρέχει φωτιά στη στράτα μου». Πέρασαν δύσκολα τα παιδιά με την

περιπέτεια της υγείας μου, όπως κι εμείς. Αλλά ήμασταν μαζί σε όλα.

Ακόμη και στο Παρίσι, όπου έγινε η μεταμόσχευση, ήρθαν. Η μεγάλη,

μάλιστα, δύο φορές». Τον ρωτώ τι όνειρα κάνει για εκείνες, τι τις

συμβουλεύει. «Θα βρουν το δρόμο τους κι ελπίζω να κάνουν αυτό που

θα αγαπήσουν πραγματικά. Δεν μου αρέσει να δίνω συμβουλές. Ξέρετε,

εγώ έφτασα τριάντα δύο χρόνων για να αποφασίζω μόνος μου για τον

εαυτό μου. Μέχρι τότε, ουσιαστικά έκανα αυτά που μου υπαγόρευε ο

θείος μου. Ηταν ο άνθρωπος που με μεγάλωσε και μου ασκούσε μεγάλη

επιρροή. Για τις κόρες μου θέλω να είναι διαφορετικά τα πράγματα.

Δεν σκοπεύω να παίξω τέτοιο ρόλο στη ζωή τους», λέει κι ανάβει

τσιγάρο. Τον κοιτάζω κι εκείνος προλαβαίνει την ερώτησή μου: «Ε, να

μη μας τα κόψουν κι όλα οι γιατροί!».

(Για την Αναστασία και τη Μυρσίνη. Πρέπει να αισθάνονται

υπερήφανες για τον πατέρα τους, έναν άνθρωπο χωρίς «τσαλκάντζες» –

στη φωνή και στη ζωή του…)

Πηγή: Περιοδικό

«Κ»

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT