Ρόμπερτ Ρέντφορντ: «Αξίζει όσο κανείς άλλος την αγάπη μας»

Ρόμπερτ Ρέντφορντ: «Αξίζει όσο κανείς άλλος την αγάπη μας»

7' 33" χρόνος ανάγνωσης

Ρόμπερτ Ρέντφορντ: «Αξίζει όσο κανείς άλλος την αγάπη μας»

Οι κριτικοί υ≠νούν τον ανήσυχο σταρ, που.. θαλασσοδέρνεται στον

«ρόλο της ζωής του» -στην ταινία «Ολα χάθηκαν»- και ταράζει τα νερά

στο σινε≠ά και την πολιτική.

Της Τασούλας Επτακοίλη

Ενας άντρας, ένα σκάφος, ο ωκεανός. Και ≠ια ταινία ≠ε έναν ήρωα,

λίγα λόγια και καθόλου διαλόγους. ∆εν είναι παρακινδυνευ≠ένο ως

εγχείρη≠α, την ώρα που τα ≠πλοκ≠πάστερ των χολιγουντιανών στούντιο

συναγωνίζονται σε δράση, εντυπωσιακά εφέ και πολυπρόσωπα καστ ≠ε

όσο το δυνατόν περισσότερους «κράχτες»; Ναι. Ο≠ως στο «All is lost»

(«Ολα χάθηκαν») δεν έχου≠ε να κάνου≠ε ≠ε ≠ια τέτοιας αισθητικής και

φιλοσοφίας ταινία, αλλά ≠ε ≠ια ≠ικρή παραγωγή (≠ε ≠πάτζετ 9 εκατ.

δολαρίων, όταν το πρόσφατο -και κατά πολλούς αντίστοιχης

θε≠ατολογίας- «Gravity» στοίχισε 100), που αφηγείται την ιστορία

ενός ιστιοπλόου ο οποίος ναυαγεί ανά≠εσα στην Ινδονησία και τη

Μαδαγασκάρη και προσπαθεί να επιβιώσει. Και ίσως να ≠η συζητούσα≠ε

καν γι’ αυτήν, αν πρωταγωνιστής της δεν ήταν ο Ρό≠περτ

Ρέντφορντ.

Οταν ο σκηνοθέτης Τζέι Σι Τσάντορ τού έστειλε το σενάριο, που δεν

ξεπερνούσε τις 30 σελίδες, ο 77χρονος ηθοποιός χρειάστηκε ≠όλις

δέκα λεπτά για να απαντήσει θετικά. Ηταν τολ≠ηρό, πράγ≠ατι. Ισως

εκκεντρικό, σε σύγκριση ≠ε ό,τι συνήθως βλέπου≠ε στη ≠εγάλη οθόνη.

Αλλά τον συγκίνησε. Πότε, άλλωστε, ακολούθησε την πεπατη≠ένη για να

το κάνει τώρα; Στην κινη≠ατογραφική καριέρα του πάντα ανα≠ετριόταν

≠ε σκληρούς αντιπάλους: τους διώκτες των παρανό≠ων στους «∆ύο

ληστές», ένα διεφθαρ≠ένο πολιτικό σύστη≠α στον «Υποψήφιο», τη CIA

στις «Τρεις ≠έρες του Κόνδορα», την ιρλανδική ≠αφία στο «Κεντρί».

Στο «Ολα χάθηκαν» είχε να ανα≠ετρηθεί ≠ε τη θάλασσα. Και στην

πραγ≠ατικότητα, ≠ε τον ίδιο τον εαυτό του, ≠ε τις αντοχές του.

∆α≠άζοντας τα κύ≠ατα

Τα γυρίσ≠ατα έγιναν αρχικά ανοιχτά των ακτών του Λος Αντζελες και

έπειτα στο Μεξικό, σε τρεις τεράστιες δεξα≠ενές, τις οποίες είχε

χρησι≠οποιήσει ο Τζέι≠ς Κά≠ερον για τον «Τιτανικό». Ο Τσάντορ είχε

βρει κασκαντέρ. «Εσένα σε θέλω ≠όνο για τα κοντινά πλάνα», είπε

στον Ρέντφορντ. Εκείνος αρνήθηκε να τον ντου≠πλάρουν. Καθη≠ερινά

ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις των πολύωρων γυρισ≠άτων ≠ε ορ≠ή και

πείσ≠α εφήβου. Ανέβαινε στο κατάρτι, κολυ≠πούσε επί ώρες, πάλευε ≠ε

τα κύ≠ατα, τη βροχή και τους ανέ≠ους που «γεννούσαν» ειδικές

≠ηχανές. Ηταν βρεγ≠ένος ≠έχρι το κόκαλο επί τρεις και πλέον ≠ήνες!

Οχι χωρίς κόστος. Μια σοβαρή ≠όλυνση του στέρησε κατά 60% την ακοή

του στο αριστερό αυτί. Ο≠ως ≠ας χαρίζει ≠ια ≠ετρη≠ένη σω≠ατική

ερ≠ηνεία, από τις πιο συγκλονιστικές που έχου≠ε δει τις τελευταίες

δεκαετίες. Χωρίς να ≠ιλάει -παρά σε ελάχιστες σκηνές-, ≠ε ≠οναδικό

εργαλείο το σώ≠α του, το οποίο… κακοποιεί, λέει τόσο πολλά ≠ε το

βλέ≠≠α του, που αποδεικνύει αυτό που πίστευε ο Ινγκ≠αρ Μπέργκ≠αν:

ότι το ανθρώπινο πρόσωπο είναι το πιο ενδιαφέρον τοπίο.

Η ταινία βγήκε στα α≠ερικανικά σινε≠ά πριν από τρεις εβδο≠άδες και

σε ≠όλις 130 αίθουσες, όταν το «Captain Phillips» ≠ε τον Το≠ Χανκς

έχει διανε≠ηθεί σε περισσότερες από 3.500. Ο≠ως οι εντυπώσεις που

έχει προκαλέσει είναι αντιστρόφως ανάλογες του «≠εγέθους» της. Για

έναν ηθοποιό που «≠ε την επάρκειά του αξίζει όσο κανένας άλλος την

προσοχή, την αφοσίωση και την αγάπη ≠ας» έγραψαν οι New York Times,

για ένα «master class υποκριτικής» το περιοδικό Rolling Stone, για

≠ια «ερ≠ηνεία τουρ ντε φορς» ο Guardian, για ≠ια «ταινία-κατόρθω≠α

και κορωνίδα ≠ιας λα≠πρής καριέρας» η Washington Post.

Κάποιοι πήγαν ένα βή≠α παρακάτω: ≠ίλησαν για ≠ια ευφυή παραβολή,

που θέλει να δείξει τη ≠ηδα≠ινότητα του ανθρώπου απέναντι στη φύση.

Για ≠ια αλληγορία της περιβαλλοντικής ύβρεως που έχει διαπράξει.

«∆εν σκεφτό≠ουν συ≠βολισ≠ούς στα γυρίσ≠ατα. Μόνο τον αγώνα για

επιβίωση», διευκρινίζει ο ίδιος ο Ρέντφορντ. ∆εν φοβήθηκε να

σηκώσει ολο≠όναχος το βάρος του φιλ≠ και να είναι σιωπηλός στο

≠εγαλύτερο ≠έρος του; Προφανώς όχι. «Πιστεύω στην αξία που έχει η

σιωπή για ένα φιλ≠, όπως και για τη ζωή ≠ας γενικότερα. Οι άνθρωποι

συνηθίζου≠ε να ≠ιλά≠ε πολύ – υπερβολικά πολύ, ≠ερικές φορές…»

Ενας α≠ετανόητος… Porsche man

Μπορεί να εκτι≠ά τη σιωπή, αλλά αγαπη≠ένη του λέξη -και τρόπος

ζωής- είναι η «κίνηση». ∆εν υπάρχει συνέντευξή του, τους

τελευταίους ≠ήνες, που να ≠ην το επαναλα≠βάνει. «Υποφέρω από

αρθρίτιδα», αποκάλυψε στο περιοδικό Esquire. «Ο ≠όνος τρόπος να την

αντι≠ετωπίσω είναι να κινού≠αι: παίζω τένις, κάνω σκι, ιππεύω. Οσοι

βγαίνουν στη σύνταξη πεθαίνουν. Οπως ο πατέρας ≠ου. Επίσης,

παρα≠ένω… Porsche man. Μπορεί να πάρω πρωινό στο σπίτι ≠ου, στη

Νάπα, και να οδηγήσω 720 ≠ίλια για να δειπνήσω στο Σολτ Λέικ, ≠ε το

ταχύ≠ετρο να δείχνει 120, ακό≠η και 130 ≠ίλια στις ανοιχτές

λεωφόρους. Γίνο≠αι νευρικός όταν δεν ≠πορώ να κινού≠αι». «Θέλω να

προχωράω όταν οι άλλοι στα≠ατούν», δήλωσε στους New York Times.

«Οταν όλα πάνε στραβά, όταν όλα δείχνουν να είναι χα≠ένα και ελπίδα

δεν υπάρχει κάτι να διορθωθεί, οι πιο πολλοί τα παρατάνε. Μερικοί,

όπως εγώ, απλώς συνεχίζουν. Γιατί για ≠ένα το ζητού≠ενο ήταν πάντα

να σκαρφαλώσω στο λόφο, όχι να καθίσω στην κορυφή του…»

Ολη του η πορεία έως τώρα είναι ο διαρκής αγώνας ενός ανήσυχου

ανθρώπου να ζήσει ≠ε τον τρόπο που έχει επιλέξει. Γιος γαλατά,

≠εγάλωσε σε ≠ια φτωχική ισπανόφωνη γειτονιά του Λος Αντζελες. Η

προοπτική ≠ιας υποτροφίας στο ≠πέιζ≠πολ τον οδήγησε στο

πανεπιστή≠ιο του Κολοράντο. Τον έδιωξαν γιατί ξενυχτούσε και έπινε.

Η αγάπη του για τη ζωγραφική τον οδήγησε στην Ευρώπη, στο Παρίσι

και στη Ρώ≠η. Μελέτησε τα καλλιτεχνικά ρεύ≠ατα, λάτρεψε τον Ματίς

και τον Μοντιλιάνι, ωρί≠ασε. Επέστρεψε στη Νέα Υόρκη για να

σπουδάσει Εικαστικά. Τελικά, τον κέρδισε η ηθοποιία. Επαιξε στην

τηλεόραση και στον κινη≠ατογράφο, σε ≠ικρούς ρόλους. Μέχρι που το

1969 ο σκηνοθέτης Τζορτζ Ρόι Χιλ τον επέλεξε ως συ≠πρωταγωνιστή του

Πολ Νιού≠αν στο γουέστερν «Butch Cassidy and the Sundance Kid» («Οι

δύο ληστές»). Τότε, όλα άλλαξαν.

Ο Ρέντφορντ είχε γίνει πλέον σταρ. «Στην αρχή ένιωσα ό≠ορφα,

κολακεύτηκα», εξο≠ολογήθηκε σε συνέντευξή του. Αλλά σύντο≠α

συνειδητοποίησε ότι ≠άλλον είχε χάσει περισσότερα από όσα είχε

κερδίσει. «Από τη ≠ία ≠έρα στην άλλη, η ιδιωτικότητά ≠ου είχε

χαθεί. Αρχισα να σκέφτο≠αι πώς θα προφύλασσα από όλο αυτό τα παιδιά

≠ου, πώς θα αποκτούσα ξανά τον έλεγχο της ζωής ≠ου. Κι έπειτα, οι

επί≠ονες αναφορές στην ε≠φάνισή ≠ου και ≠όνο ≠ε έκαναν να

αισθάνο≠αι ότι εί≠αι κλεισ≠ένος σε ένα κλουβί. “Εί≠αι ηθοποιός”,

ήθελα να ουρλιάξω. Αλλά άκουγα σχόλια αποκλειστικά για τα ξανθά ≠ου

≠αλλιά…»

Με τους δικούς του όρους

Τότε ήταν που έκρινε πως έπρεπε να θέσει τους δικούς του όρους.

Εχτισε το σπίτι του στα βουνά της Γιούτα – «για να εί≠αι ≠ακριά από

τους πειρασ≠ούς του Χόλιγουντ, που δεν θα βοηθούσαν τις

καλλιτεχνικές επιδιώξεις ≠ου». Και αποφάσισε πως «στις στιγ≠ές της

πιο ≠εγάλης επιτυχίας ≠ου θα γυρίζω πάλι στο ≠ηδέν. Και θα ξεκινώ

από την αρχή». Ετσι πορεύτηκε στα χρόνια που ακολούθησαν. Και τη

δεκαετία του ’80, όταν τα στούντιο στράφηκαν προς τη νεανική αγορά,

επενδύοντας σε ταινίες όπως ο «Σούπερ≠αν» και ο «Ντικ Τρέισι»,

εκείνος αντέδρασε. ∆εν ≠πορούσε να λειτουργήσει σε ≠ια βιο≠ηχανία

όπου, όπως έχει δηλώσει, προτεραιότητα έχουν οι ≠πίζνες και η τέχνη

έρχεται δεύτερη, αφού την αποδέχονται ≠όνο όταν πρόκειται να φέρει

χρή≠ατα στο τα≠είο.

Το 1978 δη≠ιουργεί στη Γιούτα το Σάντανς, το ≠εγαλύτερο ανεξάρτητο

φεστιβάλ κινη≠ατογράφου στις ΗΠΑ, ≠ε σκοπό να δώσει βή≠α σε νέους

ταλαντούχους σκηνοθέτες, ≠ε απόψεις και όρα≠α, οι οποίοι είχαν βρει

κλειστές τις πόρτες του Χόλιγουντ. Μόνο φέτος συ≠≠ετείχαν σ’ αυτό

51 πρωτοε≠φανιζό≠ενοι δη≠ιουργοί από 32 χώρες. Ο≠ως για τον

Ρέντφορντ, ο στόχος του Σάντανς στην πορεία χάθηκε. «Σιγά-σιγά,

άρχισαν να έρχονται οι διάση≠οι ηθοποιοί. Ακολούθησαν οι

ατζέντηδες, οι δη≠οσιοσχεσίτες, οι παπαράτσι. Μετά ήρθε και η ≠όδα.

Και ξαφνικά είχα≠ε την Πάρις Χίλτον να ε≠φανίζεται στο φεστιβάλ

≠ας. Ενιωθα ότι ≠ας είχαν καταβροχθίσει. ∆εν ήταν πια τόσο

συναρπαστικό για ≠ένα όσο στην αρχή».

Και όπως δεν ≠ασάει τα λόγια του όταν θέλει να ≠ιλήσει για το

«σινάφι» του, το ίδιο κάνει και όταν η κουβέντα έρχεται σε θέ≠ατα

πολιτικής. Ουδέποτε έκρυψε την υποστήριξή του στους ∆η≠οκρατικούς

και στον Ο≠πά≠α, αν και δεν δηλώνει αισιόδοξος για το ≠έλλον της

πατρίδας του. «Ολα τα προβλή≠ατα ξεκινούν από στενό≠υαλους

ανθρώπους που τρέ≠ουν τις αλλαγές και, όποτε τις βλέπουν να

πλησιάζουν, γίνονται ≠οχθηροί και επιθετικοί. Ο Ο≠πά≠α είναι ένας

έξυπνος και συ≠πονετικός άνθρωπος, ο οποίος δεν ≠πορεί να

λειτουργήσει σε ένα τέτοιο πολιτικό περιβάλλον…»

Μια σπάνια στιγ≠ή

Το www.sundancechannel.com περιγράφει τον Ρέντφορντ ≠ε έναν ≠άλλον

ανορθόδοξο τρόπο: «Είναι ≠ια… ανω≠αλία στην κινη≠ατογραφική

βιο≠ηχανία. Είναι διάση≠ος εδώ και δεκαετίες, αλλά ξέρει να ≠ένει

≠ακριά από τα φώτα της δη≠οσιότητας. Είναι φλογερός υπερασπιστής

του περιβάλλοντος. Το πάθος του είναι να κάνει ταινίες ≠ε ουσία και

να ενθαρρύνει άλλους δη≠ιουργούς να εκφράζονται ≠έσω της τέχνης».

Ενα ακό≠η σύ≠πτω≠α αυτής της «ανω≠αλίας» είναι ίσως και το ότι

σπάνια βλέπει τις ταινίες του. Είδε το «Κεντρί» του 1973 τα

Χριστούγεννα του 2004, έπειτα από παράκληση του εγγονού του! Κάπως

έτσι έγινε και ≠ε το «Ολα χάθηκαν». Μέχρι την παρουσίασή του στο

Φεστιβάλ Καννών, τον περασ≠ένο Μάιο, δεν είχε περάσει ούτε λεπτό

από το ≠οντάζ, δεν είχε καν ρίξει ≠ια ≠ατιά στο ≠όνιτορ την ώρα των

γυρισ≠άτων. Εκείνη τη βραδιά, στην πρε≠ιέρα της ταινίας, ανά≠εσα σε

τόσο κόσ≠ο, ≠ε όλα τα βλέ≠≠ατα πάνω του, αισθανόταν άβολα. «Πώς

γίνεται να αποδράσου≠ε από εδώ;» ρώτησε τη σύζυγό του, Γερ≠ανίδα

καλλιτέχνιδα Σί≠πιλ Ζάγκαρς. Τελικά έ≠εινε. Και όταν η προβολή

τελείωσε, όρθιο το κοινό τον χειροκροτούσε επί εννιά ολόκληρα

λεπτά! «Aπόλαυσε αυτήν τη στιγ≠ή, γιατί ίσως δεν την ξαναζήσεις

ποτέ», είπε στον Τζέι Σι Τσάντορ, που ήταν ≠αζί τους.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT