«Η καλύτερη θεραπεία για το κρυολόγημα παραμένει η πρόληψη» λέει η δρ Ορλι Ετιντζιν ιδρύτρια και επιστημονική διευθύντρια του Κέντρου Υγείας Γυναικών Iris Cantor στο νοσοκομείο Presbyterian της Νέας Υόρκης.
Οι συνήθεις ιοί που προκαλούν το κοινό κρυολόγημα μεταδίδονται αγγίζοντας δέρμα ή επιφάνειες που έχουν μολυνθεί με ιούς, καθώς και εισπνέοντας αερομεταφερόμενες σταγόνες βλέννας. «Η τρέχουσα θεωρία λέει ότι το κρυολόγημα είναι συχνότερο κατά τους χειμερινούς μήνες επειδή αερίζονται λιγότερο οι κοινόχρηστοι χώροι, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η μετάδοση των λοιμώξεων», τονίζει η δρ Ετιντζιν. «Με τα αεροπορικά ταξίδια επίσης, αυξάνεται σίγουρα ο κίνδυνος κρυολογήματος».
Αν πάλι η πρόληψη αποτύχει, λέει η ίδια, τα συμπτώματα είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν. Το μπούκωμα, ο ελαφρύς πυρετός και η καταρροή αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά με ανάπαυση και καταναλώνοντας ενάμισι έως δύο λίτρα υγρών την ημέρα. Εισπνοές ατμού ή κάποιο ρινικό σπρέι μπορούν να μειώσουν το μπούκωμα και να κρατήσουν τους αεραγωγούς ανοικτούς.
Σε κάποιες περιπτώσεις, η θεραπευτική αγωγή μπορεί να περιλαμβάνει αναλγητικά, αντιπυρετικά ή μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Κοινά αποσυμφορητικά που λαμβάνονται χωρίς συνταγή γιατρού μπορούν επίσης να ανακουφίσουν τα συμπτώματα της συμφόρησης, να βοηθήσουν στην απέκκριση των βλεννών και να ελαττώσουν τον βήχα.
Υπάρχουν όμως και πολλά «γιατρικά» που δεν είναι αποτελεσματικά. «Δεδομένου ότι το κοινό κρυολόγημα είναι ιογενές, τα αντιβιοτικά δεν είναι ούτε απαραίτητα, ούτε ωφέλημα», λέει η δρ Ετιντζιν. Ερευνες έχουν δείξει ότι η λήψη βιταμίνης C, ψευδαργύρου ή τζίντζερ, επίσης δεν φέρνουν κάποιο θετικό αποτέλεσμα.