Οι άνθρωποι που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση και το έχουν γνωστοποιήσει στους γύρω τους, συχνά έρχονται αντιμέτωποι με την αμφιβολία των άλλων. «Αντιστάθηκες; Φώναξες;» είναι μόνο μερικές από τις ερωτήσεις που τους τίθενται και συνεπώς το αίσθημα της ενοχής και ντροπής είναι το πιο δύσκολο που έχουν να αντιμετωπίσουν, με αποτέλεσμα να αναρωτιούνται, «Και γιατί δεν αντιστάθηκα; Λες να φταίω εγώ;».
Και σαν να μην φτάνει αυτό, η σθεναρή αντίσταση, σε πολλές περιπτώσεις εκδίκασης, αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για τον νομικό – ακόμα και της κοινής γνώμης – ορισμό του βιασμού.
Εκτός και αν είναι πολύ επικίνδυνο, σε περίπτωση δηλαδή που ο δράστης οπλοφορεί, η αντίσταση θεωρείται ως η δεδομένη αντίδραση σε περίπτωση σεξουαλικής επίθεσης.
Τα στοιχεία μιας νέας έρευνας όμως, έρχονται να καταρρίψουν αυτές τις κοινές πεποιθήσεις.
Βάσει αυτής, η πλειοψηφία των θυμάτων που επισκέφθηκαν την Κλινική για Θύματα Βιασμού στην Στοκχόλμη, δήλωσαν ότι δεν αμύνθηκαν. Αρκετές γυναίκες μάλιστα είπαν ότι ούτε καν φώναξαν για βοήθεια.
Κατά τη διάρκεια της επίθεσης, βίωσαν μια κατάσταση προσωρινής παράλυσης, γνωστή και ως «τονική ακινησία». Οσες εξ αυτών τη βίωσαν σε ακραία μορφή, ήταν δύο φορές πιο πιθανό να υποφέρουν από μετατραυματικό στρες (PTSD) και τρεις φορές πιο πιθανό να βιώσουν βαριάς μορφής κατάθλιψη, τους αμέσως επόμενους μήνες μετά την επίθεση, σε σχέση με τις γυναίκες που δεν είχαν την ίδια αντίδραση.
Η τονική ακινησία (TI) περιγράφει την κατάσταση ακούσιας παράλυσης, κατά την οποία οι άνθρωποι δεν μπορούν να κινηθούν. Στο ζωικό βασίλειο, αυτή η αντίδραση θεωρείται ως μια εξελικτική προσαρμοστική άμυνα σε μια επίθεση αρπακτικού, όταν όλοι οι άλλοι αμυντικοί μηχανισμοί δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν.
Μόνο λίγα στοιχεία είναι γνωστά για αυτό το φαινόμενο και για το πώς εμφανίζεται στους ανθρώπους, παρόλο που έχει εντοπιστεί και στους στρατιώτες κατά τη διάρκεια μάχης, εκτός από τα θύματα βιασμού.
Ερευνα του 2015, μάλιστα, έδειξε ότι το 52% των φοιτητριών που είχαν πέσει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης, κατά τη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας, είχαν βιώσει αυτού του είδους την παράλυση.
Ωστόσο, η νέα αυτή έρευνα είναι σημαντική λόγω του μεγάλου δείγματος πληθυσμού που συμπεριάλαβε – 298 γυναίκες, 189 από τις οποίες επέστρεψαν μετά από έξι μήνες για επαναξιολόγηση – αλλά και διότι τα θύματα αφηγήθηκαν την ιστορία τους μεταξύ 30 ημερών από την ημέρα της επίθεσης και συνεπώς είχαν μειωμένες πιθανότητες να παράσχουν κάποια λανθασμένη πληροφορία.
Το πώς συνδέεται η παράλυση με το μετατραυματικό στρες και την κατάθλιψη, είναι κάτι που εύκολα μπορεί να εξηγηθεί, τουλάχιστον σε επίπεδο διαίσθησης, δηλώνουν οι ερευνητές. Γυναίκες, άντρες και παιδιά που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση νιώθουν ότι έπρεπε να έχουν αντισταθεί, γεγονός που τους προκαλεί αισθήματα όπως η ενοχή και η ντροπή.
Οι ερευνητές χαρακτηρίζουν την τονική ακινησία ως αμυντικό μηχανισμό που παρατηρείται σε ανθρώπους και ζώα, όταν αυτά έρθουν σε επαφή με το αρπακτικό – όπως και στην περίπτωση του βιασμού – και δηλώνουν ότι θεωρητικά, θα περίμενε κανείς ότι ο μηχανισμός ενεργοποιείται σε περίπτωση σωματικής επαφής, έντονης ερωτικής διέγερσης και φόβου, όταν δεν υπάρχει δυνατότητα διαφυγής από αυτή την κατάσταση.
Οι επιπτώσεις τις τονικής ακινησίας στα θύματα βιασμού κατά τη διάρκεια δίκης είναι εξαιρετικά σημαντικές, καθώς οι δικαστές «απαιτούν» από τα θύματα να αποδείξουν ότι αντιστάθηκαν, προκαλώντας τους έτσι σοβαρές ψυχολογικές βλάβες, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζουν αδυναμία κατανόησης αυτής της εγγενής αντίδρασης του οργανισμού στις σοβαρές επιθέσεις.
Πηγή: Scientific American
Επιμέλεια: Χριστίνα Αισώπου-Δούνη