«Χρυσή» επένδυση οι επώνυμες τσάντες
χρυσή-επένδυση-οι-επώνυμες-τσάντες-563077192

«Χρυσή» επένδυση οι επώνυμες τσάντες

Η αξία μεταπώλησής τους ανεβαίνει με γεωμετρική πρόοδο καθιστώντας την αγορά ορισμένων brands πιο αποδοτική. Τα χαρακτηριστικά των «blue chips» σε αυτό το ιδιαίτερο χρηματιστήριο

Μαρίνα Καρπόζηλου
Ακούστε το άρθρο

Δίπλα από τον πίνακα του Γιάννη Γαΐτη και μπροστά από την προθήκη με τα ρολόγια και τα χρυσά κοσμήματα δέσποζε και μια σειρά από επώνυμες, πολυτελείς τσάντες. Κοιτάζοντας κάποιες από αυτές προσεκτικά έβλεπε κανείς ορισμένες ελαφριές φθορές, το γεγονός όμως ότι τις συνόδευε πιστοποιητικό γνησιότητας εξασφάλισε και το εισιτήριό τους στην αίθουσα της δημοπρασίας. Λίγες ώρες αργότερα οι περισσότερες είχαν πωληθεί, αρκετά παραπάνω από τις τιμές εκκίνησής τους. Οι νέοι ιδιοκτήτες τους θα τις κρατήσουν ελάχιστες φορές, καθώς όπως σχολίασαν στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις ο βασικότερος λόγος που τις αγοράζουν είναι για να τις μεταπωλήσουν την καταλληλότερη, για τους ίδιους και για την αγορά, στιγμή.

«Ακριβώς όπως και στο χρηματιστήριο»

Η λογική μοιάζει να είναι η ίδια με τα έργα τέχνης. Οι συστηματικοί συλλέκτες αγοράζουν όχι μόνο τους πίνακες που τους αρέσουν, αλλά και αυτούς που θεωρούν ότι έχουν υψηλή επενδυτική αξία. Τους κρατάνε στο σπίτι ή στη θυρίδα τους για κάποια χρόνια, μέχρι να αποφασίσουν να τους αντικαταστήσουν με κάποιον άλλον. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τις τσάντες, που σε αντίθεση με τα επώνυμα ρούχα όχι μόνο δεν χάνουν την αξία τους, αλλά πολλές φορές την αυξάνουν με γεωμετρική πρόοδο.

Σύμφωνα με την Ολιάνα Σπυριδοπούλου, που δραστηριοποιείται επαγγελματικά στη μεταπώληση πολυτελών τσαντών από το 2005, στην Ελλάδα ήδη από το 2015, χρονιά ορόσημο της οικονομικής κρίσης, οι αγοραστές που είχαν την δυνατότητα άρχισαν να αντιμετωπίζουν τις τσάντες επώνυμων οίκων ως μορφή επένδυσης. «Οσο τα brands ανεβάζουν τις τιμές στις μπουτίκ τους, τόσο οι τσάντες που έχουν ήδη πωληθεί αποκτούν επιπρόσθετη αξία. Τα μοντέλα που έχουν την υψηλότερη μεταπωλητική αξία είναι συνήθως τα πιο κλασικά, αλλά και όσα επανακυκλοφορούν. Η ανακύκλωση των σχεδίων είναι μια συνηθισμένη πρακτική για τους οίκους μόδας που επηρεάζει καθοριστικά την αγορά των μεταχειρισμένων. Μια τσάντα Louis Vuitton που αγοράστηκε το 2005 στην τιμή των 600 ευρώ πωλήθηκε πριν λίγες μέρες ως second hand στα 1.600 ευρώ». Αν η ιδιοκτήτρια την είχε πουλήσει πέρσι δεν θα είχε τόσο υψηλό περιθώριο κέρδους, αλλά πρόσφατα η εταιρεία λάνσαρε εκ νέου το ίδιο σχέδιο. Αυτό εκτόξευσε τις τιμές των προηγούμενων μοντέλων που μεταπωλήθηκαν μέσα σε λίγες ώρες. Ακριβώς όπως και στο χρηματιστήριο, έτσι και εδώ το σωστό timing παίζει καθοριστικό ρόλο.  

Ο νέος χρυσός;

Παραδοσιακά, ο χρυσός θεωρούνταν μια επένδυση που λειτουργούσε και ως εξασφάλιση για το μέλλον και τις επόμενες γενιές. Πλέον στην ίδια κατηγορία μοιάζουν να κατατάσσονται και οι τσάντες Birkin και Kelly της Hermes, που οι τιμές τους κυμαίνονται σε τετραψήφια νούμερα. Καθώς η αγορά τους αποτελεί μια πολύπλοκη συνθήκη με ατελείωτες λίστες αναμονής, οι ιδιοκτήτες των second hand μαγαζιών στην Αγγλία έχουν υιοθετήσει μια διαφορετική τακτική. «Συνεργάζονται με τους λεγόμενους “αγοραστές”. Πρόκειται για καθημερινούς ανθρώπους που βάζουν τα ονόματά τους στη λίστα και περιμένουν να έρθει η σειρά τους. Οταν τελικά τους καλέσουν αγοράζουν την τσάντα, φαινομενικά για τους ίδιους αλλά στην πραγματικότητα εκ μέρους των καταστημάτων. Παίρνουν μια αμοιβή της τάξεως των 2.000 ευρώ, παραδίδουν την τσάντα στο second hand και αυτοί με τη σειρά τους την πουλάνε αμεταχείριστη σε τιμή τουλάχιστον 10.000 ευρώ υψηλότερη από την αρχική».

Οπως εξηγεί η κ. Σπυριδοπούλου η ζήτηση είναι τόσο υψηλή και ο χρόνος αναμονής τόσο μεγάλος, που όσοι έχουν την επιθυμία και την οικονομική δυνατότητα να τις αποκτήσουν δεν διστάζουν καθόλου να πληρώσουν το επιπλέον τίμημα. Αλλωστε, σε διεθνή οικονομικά ειδησεογραφικά μέσα, όπως το Fortune, κάνουν λόγο για πρόβλεψη διπλασιασμού της αξίας του μοντέλου Birkin μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, ενώ σύμφωνα με τον James Firestein, ιδρυτή πολυτελούς πλατφόρμας second hand, η αξία μεταπώλησης των τσαντών Birkin και Kelly τα τελευταία 10 χρόνια έχει ξεπεράσει τον χρυσό. Σύμφωνα με τον ίδιο, το 25% των πελατών του αποθηκεύουν τις τσάντες που αγοράζουν χωρίς να τις χρησιμοποιήσουν, ώστε να μη μειωθεί η αξία τους. Η ικανοποίηση που παίρνουν με τον εντοπισμό και την αγορά μιας σπάνιας τσάντας μοιάζει να ξεπερνά την ανάγκη τους να την κρατήσουν και να την επιδείξουν.

Προκειμένου να μετατραπεί μια αγορά ορισμένων χιλιάδων ευρώ σε πώληση δεκάδων χιλιάδων ευρώ θα πρέπει η τσάντα να θεωρείται δυσεύρετη, τόσο στο σχέδιο όσο και το χρώμα της.

Στα πιο συμβατικά μοντέλα ωστόσο, κάποιος που αγοράζει τώρα μια καινούργια τσάντα από μπουτίκ θα πρέπει να περιμένει κάποια χρόνια για να διαπιστώσει το αν και κατά πόσο θα ανέβει η αξία της. Σημαντικό ρόλο στη μεταπώληση παίζει το κατά πόσο έχουν οι τσάντες τη θήκη, το κουτί, ή ακόμα και τη σακούλα αγοράς τους, όπως και κάθε λογής αξεσουάρ που μπορεί να τη συνόδευαν κατά την αγορά της. Ωστόσο, προκειμένου να μετατραπεί μια αγορά ορισμένων χιλιάδων ευρώ σε πώληση δεκάδων χιλιάδων ευρώ θα πρέπει η τσάντα να θεωρείται δυσεύρετη, τόσο στο σχέδιο όσο και το χρώμα της.

Η αγορά στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα είναι εύκολο να υπάρξει έστω και κάποιο μικρό κέρδος από τη μεταπώληση μιας κλασικής τσάντας ενός πολυτελούς οίκου, καθώς υπάρχει και η αντίστοιχη ζήτηση. Ταυτόχρονα υπάρχει και αρκετά υψηλή προσφορά ειδικά στα brands που διαχρονικά αποτελούν τα αγαπημένα των Ελληνίδων και που δεν διστάζουν να τα αποχωριστούν προκειμένου να αγοράσουν κάποιο νεότερο ή διαφορετικό μοντέλο. Ωστόσο, το χρηματιστήριο της τσάντας δεν αφορά μόνο τις γυναίκες, καθώς και ορισμένοι άντρες συλλέκτες έχουν αποκωδικοποιήσει τους κωδικούς και τις τιμές της μόδας.

Σύμφωνα με την κ. Σπυριδοπούλου τα περιθώρια κέρδους είναι σαφώς πιο περιορισμένα σε σχέση με τη μέση ευρωπαϊκή αγορά. Παρόλα αυτά οι περισσότερες μεταπωλήσεις πραγματοποιούνται αρκετά γρήγορα καθώς υπάρχουν αρκετοί «κυνηγοί τσαντών» που ελέγχουν καθημερινά τα νέα – παλιά διαθέσιμα μοντέλα που βγαίνουν στην αγορά. Μια παράμετρος που σπάνια μπορεί να προβλεφθεί είναι οι ειδήσεις γύρω από τον κόσμο της μόδας. Αν κάποιος σχεδιαστής πέσει σε δυσμένεια, όπως για παράδειγμα είχε συμβεί στο παρελθόν με τον Τζον Γκαλιάνο, αυτό φυσικά επηρεάζει και τις μετοχές της κάθε τσάντας που φέρει την υπογραφή του. «Στην περίπτωση βέβαια του Γκαλιάνο υπήρξε και η αντιστροφή του άσχημου κλίματος που είχε δημιουργηθεί και τώρα τα κομμάτια του από εκείνη την εποχή θεωρούνται περιζήτητα», επισημαίνει η κ. Σπυριδοπούλου, ενώ σχολιάζει ότι το ίδιο ισχύει και για τον Τομ Φορντ, τον «πρίγκιπα» της δεκαετίας του ’90 που ως creative director είχε εκτοξεύσει έναν ολόκληρο οίκο μόδας από την αφάνεια. «Τα τελευταία χρόνια η επιρροή του στη μόδα έμοιαζε να έχει πέσει στο ναδίρ. Πέρσι επανήλθαν κάποια από το πιο δυνατά του σχέδια και ξαφνικά οι τσάντες του της προηγούμενης περιόδου είναι και πάλι περιζήτητες».  

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT