Post-modern Greek

5' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κορίτσια με ροδαλά μάγουλα και πλουμιστές φούστες συναντούν στη βρύση τους βοσκούς που επιστρέφουν από τα βουνά. Είναι η ημέρα της αναλήψεως, ημέρα χαράς, το χωριό ετοιμάζεται για τη μεγάλη γιορτή… «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας», το δραματικό ειδύλλιο του Δημήτριου Κορομηλά, που φέτος ανεβαίνει στο Παλλάς σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια, είναι στημένο σαν λαϊκό γλέντι, ταξιδεύοντας, ήδη από την αρχή της ιστορίας, τους θεατές στα χρώματα, τις γαστρονομικές συνήθειες και τις μυρωδιές της ελληνικής υπαίθρου του 19ου αιώνα.

Εμπνευσμένο από το ποίημα του Γεώργιου Ζαλόκωστα «Μια βοσκοπούλα αγάπησα», παρουσιάζεται για πρώτη φορά το 1894 στην Οδησσό, ενώ στη συνέχεια, δοκιμάζεται αρκετές φορές στη σκηνή όσο και στο πανί, επιβεβαιώνοντας την ανάγκη των δημιουργών αλλά και των θεατών να έλθουν σε επαφή με τις ρίζες τους.

Τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, μένει στα αζήτητα του ελληνικού ρεπερτορίου. «Οι Έλληνες έχουμε κόμπλεξ με το δικό μας φολκλόρ. Το ξένο το βλέπουμε με ευχαρίστηση, το δικό μας το θεωρούμε μπανάλ, προσπαθούμε να αποποιηθούμε το παρελθόν μας, λες και δεν προερχόμαστε από αυτό», επισημαίνει η Μαρία Πρωτόπαππα, που ενσαρκώνει την κυρα-Στάθαινα. «Η γενιά των δικών μου ήταν εκείνη που αντιμετώπιζε τα κείμενα αυτά με περισσότερο σκεπτικισμό, τα περιφρονούσε ως παλιακά», παρατηρεί η Ευγενία Δημητροπούλου, που υποδύεται τη μοναχοκόρη της Στάθαινας, την Κρουστάλλω. «Εγώ, πάλι», συνεχίζει, «ανήκω σε μια εποχή που δεν κοιτάζει με καχυποψία τις ιστορίες αυτές, αναγνωρίζει πως πρόκειται για βαθιά ελληνικά έργα, με καθαρότητα και γερά θεμέλια, και προσπαθεί να δει πίσω από τα στερεότυπα».

Πράγματι, αυτή η νεότερη γενιά του θεάτρου θύμισε στο κοινό τα βουκολικά δράματα, με τον Σίμο Κακκάλα να προτείνει τις δικές του εκδοχές της Γκόλφως και τον Νίκο Καραθάνο να παρουσιάζει αμέσως μετά, με εξαιρετική επιτυχία, το ίδιο έργο στο Εθνικό θέατρο. Μπορούμε σχεδόν να μιλήσουμε για μια νέα τάση. «Μια επιτυχία δημιουργεί ρεύματα και τα ρεύματα όπως και τα ρέματα κατεβάζουν μαζί τους νερό, υλικά, σκουπίδια… Αυτό που έχει σημασία, όμως, είναι ότι ξανανοίγει ένα σεντούκι», παίρνει πάλι το λόγο η Μαρία. «Μέσα από ένα τέτοιο έργο αναγνωρίζεις το άμεσο παρελθόν σου, με τα καλά και τα κακά του. Δεν πρόκειται βέβαια για ντοκιμαντέρ, αλλά για μια πολύ καλή κατασκευή, με τρομερό σασπένς και γρήγορες ανατροπές, ίσως μάλιστα σε αυτά τα στοιχεία να οφείλεται και η διαχρονική επιτυχία του. Έχει μάλιστα έναν πολύ ωραίο τρόπο να πλασάρει τα σκοτάδια του χωρίς να γίνεται διδακτικό».

Ζητώ να μου μιλήσουν για τους ρόλους τους, πώς τους προσέγγισαν, ποιες ήταν οι αναφορές τους. «Όλοι έχουμε μνήμες από χωριά», τονίζει η Ευγενία, ενώ η Μαρία αναφέρει πως ανέτρεξε στις εικόνες που είχε από τη γιαγιά της. «Αυτές χρησιμοποίησα ως οδηγό, γιατί ήταν μια γυναίκα με μια ουσία πολύ αγνή». Συνεχίζει περιγράφοντας το χαρακτήρα που ερμηνεύει: «Η Στάθαινα, που έχει μείνει χήρα σε νεαρή ηλικία, έχει ως μόνο της μέλημα την ευτυχία του κοριτσιού της. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να της προξενέψει τον παιδικό της έρωτα για να ορίσει την καλή της τύχη. Αυτός είναι ο άξονας του ρόλου μου, το πώς παλεύει δηλαδή το μητρικό ένστικτο με τον έρωτα, το πώς η αγάπη για το παιδί γίνεται θηλιά γύρω από το λαιμό του και βέβαια το πώς αυτή η παλιά αγάπη λύνει τον καταπιεστικό δεσμό μάνας και κόρης», αναφέρει η Μαρία, συμπληρώνοντας ωστόσο πως δεν είναι μια στερεοτυπική, στεγνή μάνα. «Το αντίθετο, βγάζει μια γλύκα και μια “υγρασία” απέναντι στο παιδί της αλλά και στους ανθρώπους γύρω της. Είναι μεικτός άνθρωπος, όπως όλοι μας», υποστηρίζει. «Θαυμάζω σε εκείνην την προσφορά της, αλλά δεν συμπαθώ το συντηρητισμό της, το φόβο της για το άγνωστο, την αγάπη που δείχνει στην άνεση, την εύκολη αποκατάσταση».

Η Ευγενία πιστεύει πως η Κρουστάλλω είναι αυτό που δηλώνει το όνομά της, διάφανη. «Η μοναχοκόρη της Στάθαινας είναι ένα αγγελικό πλάσμα, αθώο, με καθαρά αισθήματα και βαθιά πίστη. Αν και υπάκουη, την κρίσιμη στιγμή αποφασίζει να παρακούσει τη μάνα της και να ακολουθήσει την καρδιά της, αλλά τελικά όλα ανατρέπονται», σημειώνει. Τονίζουν και οι δυο τους πως οι ήρωες κινούνται παρορμητικά, η λογική έρχεται σε δεύτερη μοίρα. «Δεν προλαβαίνουν να σκεφτούν, δρουν ανάλογα με τις σφαλιάρες που τρώνε. Κινούνται, θα λέγαμε, με την ταχύτητα των αντανακλαστικών τους», επισημαίνει η Μαρία. «Ανήκουν σ’ ένα μηχανισμό μοίρας που τους μπλέκει όλους σε ένα μύλο, αυτός είναι ο πρωταγωνιστής», καταλήγει.

Ένα από τα σημαντικά θέματα που αναδύεται μέσα από την πλοκή είναι και η σχέση μάνας και κόρης. «Εδώ, συναντάμε μια αγάπη καταπιεστική. Η μάνα, αν και έχει αγνές προθέσεις, μεθοδεύει ουσιαστικά τη δυστυχία της κόρης της», αναφέρει η Ευγενία, παρατηρώντας πως ακόμα και σήμερα οι γονείς κατευθύνουν τις ζωές των παιδιών τους έχοντας ως δικαιολογία τα ευγενικά τους κίνητρα. «Η μητέρα του έργου, όπως και πολλές σύγχρονες μανάδες του νότου, θεωρεί πως πρέπει να εισπράξει πίσω όσα έπραξε για το παιδί της. Από την αγάπη, λοιπόν, περνάμε στην προδοσία. Απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνουν μονάδες οι δυο ηρωίδες, να ξεχωρίσουν οι ζωές τους. Να ενηλικιωθεί η κόρη και να βρει τον εαυτό της η μάνα», υπογραμμίζει η Μαρία.

Και φτάνουμε στον πυρήνα του έργου, την αγάπη που δεν γνωρίζει όρια… «Εμένα μου αρέσουν αυτές οι ρομαντικές αγάπες», ομολογεί η Ευγενία. «Όταν ξεκινά μια ερωτική περιπέτεια, δεν θέλω να βασανίζομαι από δεύτερες σκέψεις, επιθυμώ να δίνομαι και να δίνω. Όρια πάντα υπάρχουν, το θέμα είναι πώς μπαίνεις εσύ σε μια σχέση, αν έχεις κρατήματα ή αν αφήνεσαι». «Εξαρτάται τι ονομάζουμε αγάπη», ζητά διευκρινίσεις η Μαρία. «Είναι μια έννοια που χωράει πολλές ερμηνείες, αγάπη μπορεί να θεωρηθεί μια γενναιοδωρία, μια ανιδιοτελής προσφορά, το απόλυτο πάθος. Η απόλυτη αγάπη μπορεί να διαβαστεί και ως η απόλυτη φυλακή. Η αγάπη έχει κάτι ζεστό και δροσερό, έχει εγγύτητα και απόσταση. Δεν πιστεύω στα κλισέ και στις επιπόλαιες κουβέντες», εξηγεί. 

Ωστόσο, αναφερόμενη στην παράσταση δίνει κατά τη γνώμη μου και τη σωστή οπτική γύρω από αυτούς τους θεατρικούς, ουτοπικούς έρωτες.«Οι ρομαντικοί ήρωες του Κορομηλά δεν είναι τόσο “γειωμένοι”, στο ταίρι τους βλέπουν έναν ολόκληρο κόσμο και δεν έχουν την απαίτηση της αποζημίωσης. Είναι θέμα πίστης, όχι τόσο ορμής του έρωτα. Γύρω από έναν άνθρωπο υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος, μια έννοια την οποία ερωτεύονται και δεν εγκαταλείπουν ποτέ. Αυτό σήμερα είναι κάτι χαμένο. Ο άνθρωπος σήμερα είναι λιγότερο βαθύς και λιγότερο ψηλός. Ο “άλλος” για εμάς αρχίζει από τα πόδια του και τελειώνει εκεί που υψώνεται η τελευταία τρίχα του. Σε παλιότερες εποχές, ο “άλλος” ήταν ένα μεγαλύτερο οικοδόμημα». Κράτησα τις κουβέντες της Μαρίας και μπήκα στην παράσταση για να μεταφερθώ στο χρόνο. Δεν τα κατάφερα απόλυτα, παρά τις ερμηνείες των ηθοποιών και τον ποιητικό λόγο του Κορομηλά. Ίσως να έφταιγαν και τα flashback στο σήμερα με την παρουσία του Γιώργου Μαργαρίτη στα μουσικά μέρη. Δεν ξέρω τι με ενόχλησε περισσότερο: τα κοστούμια που άλλαζε σαν να εμφανιζόταν σε νυχτερινό κέντρο, το μικρόφωνο με το καλώδιο που μάζευε και έσερνε ενώ τραγουδούσε, φέρνοντας στο νου εικόνες πίστας και τσαλαπατημένα γαρίφαλα ή εκείνο το λιγωτικό «πεθαίνω για σένα» που αναφώνησε στο τέλος ξεπροβοδίζοντας τον κόσμο…  Πόσο σουρεαλιστική εικόνα, αλλά και πόσο εύθυμη, ταιριαστή με πανηγύρι.

Photos: Πάνος Δάβιος

Make up: Βίβιαν Κάτσαρη (D-Tales)

Hair: Χρήστος Μπαϊραμπάς (D-Tales)

Η φωτογράφηση έγινε στο HIP Cafe. Ευχαριστούμε τη διεύθυνση για την ευγενική φιλοξενία.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT