Ματσούκα- Ρήγος- Στάνκογλου: Τελικά τι πιστεύουν για την Έντα Γκάμπλερ;

Ματσούκα- Ρήγος- Στάνκογλου: Τελικά τι πιστεύουν για την Έντα Γκάμπλερ;

9' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Κωνσταντίνος Ρήγος είναι εθισμένος στη δουλειά. Η ίδια του η κίνηση, σπασμωδική, ακαριαία, με νεανικό παλμό, ο ίδιος του ο λόγος, αποσπασματικός, σύντομος, οι σκέψεις του, που φαίνεται να στριμώχνονται πίσω από το βλέμμα του, ποια θα επικρατήσει, προδίδουν ένα δημιουργό που αισθάνεται την ανάσα του χρόνου πάνω στο έργο του.

Από την περιπέτεια του casting, που συχνά κρατά μήνες, σαν ένα παζλ στο οποίο επανέρχεσαι μέχρι να κουμπώσει, φτάνει στις πρόβες πάντα με μια ιδέα, ποτέ με μια έτοιμη λύση, και γύρω από αυτήν δουλεύει ατέλειωτες ώρες, δοκιμάζοντας, τελειοποιώντας, «χαλώντας», σε μια ηθελημένα χαοτική διαδικασία. Μέσα από αυτήν, ο Ρήγος οδηγεί χορευτές και ηθοποιούς στα όριά τους – με χιούμορ, με σιωπές, με αυστηρότητα, κάποτε και με «άδειασμα», σκαλίζοντας σιγουριές και συναισθήματα.

Γιατί ένας τέτοιος ανήσυχος δημιουργός, που αναζητά την ομοιομορφία μέσα από εντάσεις και χτίζει ατμόσφαιρες με mixed media και μουσικές, να ασχοληθεί με ένα τόσο διαμορφωμένο έργο σαν την Έντα Γκάμπλερ;

«Έψαχνα ανάμεσα σε κλασικούς συγγραφείς ένα έργο με στιβαρό κείμενο. Παραστάσεις σαν τον Τιτανικό, την Bossa Nova, ακόμα και τα Κόκκινα Φανάρια δεν στηρίχτηκαν στο λόγο. Οι διάλογοι ήταν σχηματικοί, ουσιαστικά εξυπηρετούσαν το όλο concept, δεν αποτελούσαν από μόνοι τους πρόταση», εξηγεί ο Κωνσταντίνος. «Το κείμενο της Γκάμπλερ είναι σημερινό και άμεσο, η Έντα μια γυναίκα αναγνωρίσιμη… Θα μπορούσε να ζει σήμερα, να λέει και να νιώθει τα ίδια πράγματα», πιστεύει ο Ρήγος.

Δραματουργικά άλλωστε, η Έντα Γκάμπλερ συγκεντρώνει πολλά από τα μοτίβα που επανέρχονται στις δουλειές του Ρήγου: Την αίσθηση περιθωρίου, έναν εσωτερικό φαντασιακό κόσμο που συγκρούεται με τον ρεαλιστικό, την ωμότητα της ανθρώπινης κατάστασης, αλλά και μια σχεδόν μεταφυσική αγωνία για την εποχή. Όλα είναι εδώ. Μαζί με την πιο εξαντλητική σπουδή των ανθρώπινων σχέσεων και της κοινωνικής συνθήκης, που από μέσα της προβάλλει ένα σχεδόν κλινικό πορτρέτο της γυναικείας παθογένειας. Στο παρελθόν, είχαμε μελοδραματικές Έντα, νευρασθενικές, συναισθηματικά ράκη… Ο Ρήγος μας δίνει μια Έντα που αντιμετωπίζει τη ζωή με ένα κράμα μαύρου χιούμορ και παρασιτικής σκληρότητας. Παρακολουθεί όσα της συμβαίνουν με «εξωσωματική» αποστασιοποίηση, την ίδια που επιφυλάσσει για το περιβάλλον της, και βιώνει μια μπλαζέ απόγνωση, που ο Ρήγος τη φωτίζει σκηνοθετικά πότε σαν μηχανική αδράνεια και πότε σαν βίαιη σωματική έκρηξη. Η Έντα του περιφέρεται σαν φάντασμα του ανικανοποίητου εαυτού της.

Διαχρονική στα αδιέξοδά της, η Έντα «είναι μια γυναίκα χωρίς επιλογές, χωρίς δυνατότητα αυτοδιάθεσης», λέει ο ίδιος. «Η κόρη του στρατηγού, μεγαλωμένη με άλογα και όπλα, ξεπεσμένη, περιστοιχισμένη από ανθρώπους που θεωρεί κατώτερούς της, απορροφημένη από τον εαυτό της, φαντάζεται ό,τι δεν ζει, δεν έχει κανέναν ηθικό ενθουσιασμό και διασκεδάζει την ανία της βασανίζοντας τους γύρω της». Η δραματουργική πληρότητα του χαρακτήρα της, αλλά και των υπόλοιπων προσώπων, φαίνεται ότι απάλλαξε τον Ρήγο από την ανάγκη να παρέμβει με κάποιου είδους διασκευή ή «διαστροφή». Το έργο εκσυγχρονίστηκε μόνο σε λεπτομέρειες, έτσι ώστε να συγκλίνει στο σήμερα, αλλά να βρίσκεται και σε αντίθεση με αυτό. Τα κοστούμια του Γιώργου Σεγρεδάκη περιλαμβάνουν στοιχεία ονειρικά, συντηρητικά, άκαμπτα, αλλά και ρετρο-ποπ, σε αντανάκλαση των χαρακτήρων που ενδύουν. Μόνο η Δήμητρα – Έντα διαφέρει. Μια ταξιδιώτης του χρόνου, χωρίς στίγμα εποχής, φορά στολές της αστικής της σύμβασης, και μόνο προς το τέλος της κλείνεται πάλι στο κουκούλι του 19ου αιώνα.

«Η Ιδέα για το ανέβασμα της Γκάμπλερ ανήκει στη Δήμητρα. Την είχε εκφράσει κάποια στιγμή στον παραγωγό του Rex, κι εκείνος μου το ανέφερε. Με τους συνεργάτες μου αποφασίσαμε ότι θα είχε ενδιαφέρον να ρισκάρουμε με μια ηθοποιό μη κλασικού ρεπερτορίου, σαν τη Δήμητρα. Μετά, τηλεφώνησα στον Ακύλλα (Καραζήση), με τον οποίο δεν είχαμε ξανασυνεργαστεί, και το θέλαμε και οι δυο πολύ. Ακολούθησε ο Στάνκογλου, ένας ιδανικός Λέβμποργκ, και η Κατερίνα Διδασκάλου στο ρόλο της θείας Γιούλι, η οποία στα μάτια μου δεν είναι μια θυματοποιημένη ώριμη γυναίκα. Είναι κι αυτή εγκλωβισμένη σε σχήματα -της κοινωνίας, του φύλου της, της οικογένειας…- μοιάζει στην ιδιοσυγκρασία με την Έντα».

Ο Ρήγος κάνει τη χάρη στον Ίψεν να υποθέσει ότι το έργο δεν εξαντλείται στην Έντα. Δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς με ένα σκηνοθέτη που «χορογραφεί» ανθρώπινα ensemble. Έτσι, ο έξοχος Τέσμαν του Γιάννη Τσεμπερλίδη δεν είναι ένα αξιολύπητο ανδρείκελο, αλλά ένας ενθουσιώδης λόγιος που παθιάζεται με το στόχο του, ενώ ο Καραζήσης σαν στρατηγός Μπρακ, παραδίδει σεμινάρια ύφους ως χαιρέκακος συνομιλητής της Έντα στην περιφρόνησή της για τα πάντα.

«Η μοναδική μου πραγματική κλίση είναι να βαριέμαι μέχρι θανάτου», παραδέχεται η Έντα στο δικαστή Μπρακ. Με την ανία, πάντως, ο Κωνσταντίνος Ρήγος δεν θέλει να έχει καμιά σχέση. Μέχρι τελευταία στιγμή, ούτε ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος ποιο κρυμμένο χαρτί θα τραβήξει από το μανίκι του το βράδυ της πρεμιέρας…

Από την Στέλλα Λιζάρδη

Ματσούκα- Ρήγος- Στάνκογλου: Τελικά τι πιστεύουν για την Έντα Γκάμπλερ;-1

«Δεν κάνουν τέτοια πράγματα οι άνθρωποι», ψελλίζει ο δικαστής Μπρακ όταν ο Τέσμαν τού ανακοινώνει την πράξη αυτοχειρίας της Έντα Γκάμπλερ. Η τελευταία σκηνή του σκοτεινού ψυχολογικού δράματος «Έντα Γκάμπλερ» του Ερρίκου Ίψεν ολοκληρώνεται με μια απέλπιδα προσπάθεια από την πλευρά της ηρωίδας να ορίσει τη μοίρα της, μια κίνηση που τη λυτρώνει από την ανία και την αδράνεια. Για πολλά χρόνια η Γκάμπλερ αντιμετωπιζόταν από κριτικούς και σκηνοθέτες ως μια κακομαθημένη αστή, αυθάδης και επικριτική με τους άλλους. Ο George Bernard Shaw την είχε περιγράψει ως «μοχθηρή, ζηλόφθονη, σκληρή, σε μόνιμη διαμαρτυρία για την ευτυχία των άλλων». Οι περισσότεροι παρέβλεπαν πως και η ίδια υπέφερε αφόρητα από τα αισθητικά και κοινωνικά πρότυπα στα οποία είχε βασίσει τη ζωή της.

«Μπορώ να συμπονέσω έναν άνθρωπο που δεν έχει το ταλέντο να χαρεί τη ζωή του. Είμαι σε θέση να αντιληφθώ το μέγεθος αυτού του δράματος. Η Έντα Γκάμπλερ δεν έχει καμία ελπίδα να συναντήσει την ευτυχία», σημειώνει η Δήμητρα Ματσούκα, που φέτος υποδύεται την αυτοκαταστροφική ιψενική ηρωίδα στη σκηνή του θέατρου Σημείο, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου. «Πρόκειται για το κλασικό μοντέλο ανικανοποίητου ανθρώπου που δεν μπορεί να εκτιμήσει τη στιγμή», συμπεραίνει και ο Γιάννης Στάνκογλου, ο οποίος έχει αναλάβει να ενσαρκώσει τον ευφυή, αλλά επίσης αυτοκαταστροφικό επιστήμονα Λέβμποργκ. Η παρουσία του στο σπίτι της Έντα Τέσμαν είναι αυτή που πυροδοτεί τη δράση. «Η Έντα Γκάμπλερ είναι μια αρχετυπική γυναίκα. Δεν νομίζω πως υπήρξε πραγματικά στην εποχή της. Μια επαναστάτρια χωρίς αιτία», παρεμβαίνει στη συζήτηση και ο Ακύλλας Καραζήσης, που αναμετράται για δεύτερη φορά στην καριέρα του με το ρόλο του δικαστή Μπρακ. Η πρώτη ήταν το 1994 στο Θέατρο Αμόρε, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά. «Θυμάμαι το δικό μου βίωμα από εκείνη την παράσταση, που ήταν ευχάριστο για μένα. Προσπαθώ να μην κάνω τα λάθη που θεωρώ τώρα πως έκανα τότε. Θυμάμαι το γενικό χρώμα. Τότε ήμουν 35, τώρα είμαι 57, έχουν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια, είμαι ένας άλλος άνθρωπος. Μοιραία, δεν θα είναι ίδια η ανάγνωση στο ρόλο».

Στη σκηνοθετική προσέγγιση του Ρήγου, η εποχή του Νορβηγού δραματουργού διατηρείται μόνο σε σχέση με τον κεντρικό χαρακτήρα του έργου. «Φέρει την εποχή της μόνο όσον αφορά την όψη της», διευκρινίζει η Δήμητρα Ματσούκα. Κι ίσως αυτή η σκέψη του σκηνοθέτη να παραπλανήσει το κοινό, με το «περιτύλιγμα» της ηρωίδας να εξυπηρετεί καλύτερα την πρόθεσή του: να έρθει, δηλαδή, σε μεγαλύτερη αντίθεση η εξωτερική της εμφάνιση με το σύγχρονο λόγο και τις αντιδράσεις της. «Αυτή η εμμονή που έχουν κάποιοι ηθοποιοί να λένε πως παίζουν σ’ ένα έργο που φαντάζει μοναδικά επίκαιρο, δεν με απασχολεί ιδιαίτερα. Είναι ένα έργο που παρατηρεί την ανθρώπινη φύση, και αυτή δεν έχει αλλάξει ιδιαιτέρως όλα αυτά τα χρόνια», επισημαίνει η ηθοποιός. «Έχει μια γενναιότητα η ματιά του Ίψεν, βλέπει τον άνθρωπο με έναν ωμό ρεαλισμό», προσθέτει. «Είναι από τα κείμενα που φαίνονται απλά και ωστόσο κρύβονται πολλά πράγματα κάτω από τις λέξεις. Ο Ίψεν παίζει με λεπτά συναισθήματα», αναφέρει από την πλευρά του ο Γιάννης Στάνκογλου, που θεωρεί πως και οι επτά χαρακτήρες του έργου αντανακλούν με τη δράση και τα λόγια τους στοιχεία του σύγχρονου ανθρώπου: «Τους βλέπεις όλους: τους βολεμένους, αυτούς που ελίσσονται, τους απαθείς, τους ευφυείς, τους αυτοκαταστροφικούς». Στην Γκάμπλερ αποτυπώνεται ένα μεγάλο κομμάτι της γυναικείας ψυχής», υποστηρίζει και ο Ακύλλας Καραζήσης. «Ψάχνει απελπισμένα τον εαυτό της και την ευτυχία με έναν τρόπο που είναι ταυτόχρονα θαρραλέος και δειλός. Από τη μια απεχθάνεται τις κοινωνικές εντάσεις, αλλά από την άλλη θέλει να αποτινάξει από πάνω της ό,τι την περιορίζει. Ένα απόλυτα σύγχρονο αίτημα». 

Στο προσωπικό αδιέξοδο στο οποίο βυθίζεται όλο και πιο βαθιά η Έντα Γκάμπλερ όσο προχωρά η δράση στέκονται και οι τρεις ηθοποιοί. «Είναι δειλή, αυτό είναι που τη χαρακτηρίζει. Προέρχεται από ένα συντηρητικό περιβάλλον, με πατέρα στρατηγό και με φοβίες για τη γνώμη του κόσμου, και αυτή της η ατολμία είναι που την καθιστά ανίκανη να διεκδικήσει την ευτυχία», συμπεραίνει ο Γιάννης Στάνκογλου. Με αυτό φαίνεται να συμφωνεί και η Δήμητρα Ματσούκα: «Ενώ φαίνεται ένας άνθρωπος σκληρός απέναντι στους άλλους και συμφιλιωμένος με την αλήθεια της, είναι εξαιρετικά εγκλωβισμένη στο τι θα πει ο κόσμος και στο τι σημαίνει σκάνδαλο. Ζει μόνο με αυτά που φαντασιώνεται και με αυτά που ακούει από τις ζωές των άλλων». «Ένα κακομαθημένο αγοροκόριτσο που περνά τον καιρό της χιμαιρικά, χωρίς να τολμάει να ζήσει πραγματικά», σχολιάζει εύστοχα και ο Ακύλλας Καραζήσης. «Η βασική της παθογένεια είναι η ανία… Δεν είχε ποτέ κλίση σε τίποτα. Ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και θέμα ιδιοσυγκρασιακό το να μην μπορείς να βρεις την ευτυχία, πρέπει να είσαι και χομπίστας του είδους», τονίζει η Δήμητρα Ματσούκα και παραδέχεται πως σε αυτό έχει κοινά στοιχεία με την Έντα. «Έχω παρατηρήσει πολλές φορές πως δεν έχω τον τρόπο να είμαι ευτυχισμένη, ενώ όλα δείχνουν πως θα μπορούσα και να είμαι. Είμαι ο άνθρωπος που κοιτά αυτό που του λείπει και όχι αυτό που έχει κατακτήσει. Με τα χρόνια, ωστόσο, βελτιώνομαι, έχω βρει έναν προορισμό στη ζωή όσον αφορά τα επαγγελματικά, και έτσι η ζωή κυλάει…». Αναφέρει βέβαια πως δεν έχει το θράσος, την αυθάδεια της ηρωίδας που ενσαρκώνει. «Δεν εκφράζω τις σκέψεις μου για τους άλλους. Έχω μια απέχθεια για τους ανθρώπους που είναι αγενείς». Και πάλι όμως, μοιράζεται μαζί της, σε σημείο ψυχαναγκασμού, την ανάγκη της για αισθητική. «Είμαι απόλυτη όσον αφορά το χώρο στον οποίο ζω. Θα ήθελα να είχα γίνει αρχιτέκτονας. Με το σπίτι είμαι πολύ προσεκτική, στα ρούχα μου δεν φέρομαι καλά. Έχω αναλαμπές κοκεταρίας, αλλά δεν είναι αυτή η κανονική ζωή μου».

Εύλογα, η συζήτηση στρέφεται στον ορισμό της ευτυχίας. «Η Έντα πιστεύει, λανθασμένα, πως η ευτυχία συμβαίνει πάντα λίγο πιο κει. Στην πραγματικότητα, η ευτυχία υπάρχει γύρω μας, σε όλα αυτά τα μικρά που μας συμβαίνουν και που πρέπει να μάθουμε να τα εκτιμάμε για να απολαμβάνουμε τη ζωή», υποστηρίζει η Δήμητρα Ματσούκα. «Η ευτυχία είναι στιγμές», παίρνει το λόγο ο Γιάννης Στάνκογλου. «Μια ώρα με τα παιδιά σου, το να μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος, να ξυπνάς τα καλοκαίρια με την οικογένειά σου σε ένα ιδανικό μέρος, να ανακαλύπτεις στην πρόβα κάτι για το έργο ή το ρόλο σου. Ευτυχία είναι να διατηρείς επαφή με την πραγματικότητα και την ίδια στιγμή να μη σε απασχολεί».

* Θέατρο Σημείο – Χαριλάου Τρικούπη 4, Καλλιθέα, από 06/3

Photographer: Dimitris Skoulos

Fashion Editor: Michael Pandos

Make Up & Hair: Vivian C @ D-Tales

Fashion Assistant: George Bollas

Photographer Assistant: Kostas Satlanis

Η φωτογράφηση έγινε στο concept store Philos, Σολώνος 32, Κολωνάκι, τηλ. 210 3619163

Ευχαριστούμε τη διεύθυνση για την ευγενική φιλοξενία

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT