Επιστήμονες του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Field του Σικάγο κατάφεραν να κοιτάξουν στο εσωτερικό κλειστών σαρκοφάγων «ξετυλίγοντας» τις μούμιες που φιλοξενούν και αποκαλύπτοντας τα μυστικά τους, χωρίς να αφαιρέσουν ούτε ένα κομμάτι υφάσματος.
Τον Σεπτέμβριο, 26 από τις μούμιες που εκτίθενται στο μουσείο μεταφέρθηκαν σε έναν κινητό αξονικό τομογράφο που σκάναρε από κάθε κατεύθυνση τις μούμιες και τις σαρκοφάγους, δημιουργώντας 3D ψηφιακές εικόνες των σκελετών και των αντικειμένων που βρέθηκαν στο πλάι τους.
Με τον τρόπο αυτόν, οι αρχαιολόγοι ρίχνουν φως σε πανάρχαιες πρακτικές των Αιγυπτίων, που εφαρμόζονταν για χιλιάδες χρόνια.
Ενώ για τις σαρώσεις χρειάστηκαν περίπου τέσσερις ημέρες, η επεξεργασία και η ανάλυση των τρισδιάστατων απεικονίσεων μπορεί να διαρκέσουν έως και τρία χρόνια, εξηγεί ο Τζ. Π. Μπράουν, συντηρητής στο τμήμα ανθρωπολογίας του μουσείου.
Η σάρωση ρίχνει φως στις διάφορες μεθόδους που χρησιμοποιούσαν για τη διατήρηση των μουμιών, και αποκαλύπτει στοιχεία για καθέναν από τους νεκρούς αυτούς ξεχωριστά.
«Από αρχαιολογική άποψη, είναι απίστευτα σπάνιο να έχεις τη δυνατότητα να ερευνήσεις ή να δεις την ιστορία από την οπτική γωνία ενός ατόμου», δήλωσε η Στέισι Ντρέικ, υπεύθυνη συλλογών ανθρώπινων λειψάνων στο Μουσείο Field. «Αυτός είναι ένας πολύ καλός τρόπος για να δούμε ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι. Οχι μόνο τα πράγματα που έφτιαχναν και τις ιστορίες που έχουμε επινοήσει γι’ αυτούς, αλλά τα πραγματικά άτομα που ζούσαν εκείνη την εποχή».
Το «Inside Ancient Egypt» είναι ένα από τα πιο δημοφιλή εκθέματα του μουσείου και, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει το αντίγραφο ενός τάφου τύπου mastaba. Οι ταφικοί θάλαμοι, που χρονολογούνται στο 2400 π.Χ., περιέχουν 23 ανθρώπινες μούμιες και περισσότερες από 30 μούμιες ζώων.
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι πίστευαν ότι η ψυχή παρέμενε μέσα στο σώμα μετά τον θάνατο, γι’ αυτό οι βαλσαμωτές μουμιοποιούσαν τα σώματα για να διατηρήσουν το πνεύμα προφυλαγμένο για τη μετά θάνατον ζωή.
Τα όργανα που αφαιρούνταν κατά τη διαδικασία τοποθετούνταν συνήθως σε βάζα, καθένα από τα οποία διέθετε ένα καπάκι με την εικόνα ενός εκ των τεσσάρων υιών του αιγυπτιακού θεού Ωρου, για την προστασία κάθε οργάνου.
Ομως οι νέες αξονικές τομογραφίες αποκάλυψαν ότι ορισμένοι ταριχευτές επέλεγαν να επανατοποθετούν τα όργανα, τυλιγμένα, μέσα στις μούμιες, με κέρινα αγάλματα των γιων του Ωρου. Επειδή σύμφωνα με τις αιγυπτιακές δοξασίες κάθε υιός προστάτευε διαφορετικό όργανο, τα αγάλματα βοήθησαν τους επιστήμονες του μουσείου να ταυτοποιήσουν τα μουμιοποιημένα όργανα, σημειώνει ο Brown.
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι έβλεπαν τη μετά θάνατον ζωή με παρόμοιο τρόπο με τον τρόπο που οι σύγχρονοι άνθρωποι σκέφτονται για τις αποταμιεύσεις τους στη σύνταξη, σχολιάζει.
Η Τσένετ-Αα έζησε πριν από περίπου 3.000 χρόνια κατά τη διάρκεια της 22ης Δυναστείας στην Αίγυπτο. Οι νέες σαρώσεις βοήθησαν τους επιστήμονες να εκτιμήσουν ότι η γυναίκα που κατείχε υψηλή θέση στην κοινότητά της, πέθανε σε ηλικία περίπου 40 ετών, ενώ η φθορά στα δόντια της δείχνει ότι η τροφή που έτρωγε περιείχε κόκκους άμμου.
Στην τραχεία της τοποθετήθηκε γέμισμα για να διασφαλιστεί ότι ο λαιμός της δεν θα κατέρρεε και στις κόγχες των ματιών της είχαν τοποθετηθεί τεχνητά μάτια για να διασφαλιστεί ότι θα τα είχε στη μετά θάνατον ζωή.
«Αν θέλεις μάτια, τότε πρέπει να υπάρχουν φυσικά μάτια, ή τουλάχιστον κάποια φυσική αναφορά σε μάτια. Εβαζαν ένα προσθετικό για να βεβαιωθούν ότι έχεις όλα όσα χρειάζεσαι όταν πας στη μετά θάνατον ζωή», λέει ο Μπράουν. Η Τσένετ-Αα τυλίχτηκε σε ακριβά στρώματα λινών πριν τοποθετηθεί σε μία διακοσμημένη σαρκοφάγο.
Η μουμιοποίηση ήταν κάτι για το οποίο οι εύποροι Αιγύπτιοι προετοιμάζονταν μια ζωή και έβαζαν χρήματα στην άκρη. «Ηθελαν να ζήσουν την καλύτερη μεταθανάτια ζωή».