Η πλειοψηφία των κυβερνοεπιθέσεων που λαμβάνουν χώρα στον κόσμο
και έχουν προκαλέσει έντονες ανησυχίες περί μίας νέας, επικίνδυνης
εποχής «ψηφιακής τρομοκρατίας» και χρήσης του Διαδικτύου ως όπλου/
πεδίου μάχης, δεν αξίζουν το χαρακτηρισμό των πράξεων
«κυβερνοπολέμου», σύμφωνα με έρευνα του Οργανισμού Οικονομικής
Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).
Η μελέτη του ΟΟΣΑ έγινε στο πλαίσιο μίας ευρύτερης έρευνας
σχετικά με περιστατικά και ενέργειες που θα μπορούσαν να
προκαλέσουν διεθνή αποσταθεροποίηση.
Πάντα σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα, οι σημαντικότεροι κίνδυνοι
είναι πανδημίες και οικονομικές κρίσεις- οι κυβερνοεπιθέσεις
βρίσκονται αρκετά «πίσω», καθώς τις περισσότερες φορές οι
επιπτώσεις τους είναι βραχυπρόθεσμες, ενώ ο χαρακτήρας τους είναι
συνήθως τοπικός.
Ωστόσο, επισημαίνεται πως είναι απαραίτητο να υπάρξει σχεδιασμός
από κυβερνήσεις σχετικά με την αντιμετώπιση τέτοιου είδους
φαινομένων- αλλά, όπως αναφέρεται στην έρευνα, η «υπερβολική»
ρητορική σχετικά με τον κίνδυνο που συνιστούν τέτοιου είδους
επιθέσεις δεν βοηθά σε καμία περίπτωση τη διαμόρφωση
αποτελεσματικών μέτρων και μηχανισμών αντιμετώπισης.
«Δεν βοηθά σε τίποτα το να χρησιμοποιείται ο όρος
‘κυβερνοπόλεμος’ για να περιγραφούν ενέργειες κατασκοπείας ή
‘hackτιβισμού ή επέμβασης σε ιστοσελίδες, όπως είδαμε πρόσφατα με
αφορμή την υπόθεση Wikileaks» είπε ο καθηγητής Πίτερ Σόμμερ, του
LSE, που συνέγραψε την αναφορά, μαζί με τον δρα Ίαν Μπράουν του
Ινστιτούτου Διαδικτύου της Οξφόρδης. «Ούτε βοηθά να κατατάσσουμε
στην ίδια κατηγορία περιστατικά ‘ρουτίνας’, όπως απλούς ιούς και
απάτες με εντατικές προσπάθειες αποσταθεροποίησης κρατικών
υποδομών» συμπλήρωσε σχετικά.
Αν και επισημαίνεται πως πραγματικά υφίσταται ο κίνδυνος ενός
καταστροφικού συμβάντος στον κυβερνοχώρο- όπως μία ισχυρή ηλιακή
έκλαμψη, που θα μπορούσε να αχρηστεύσει δορυφόρους, σταθμούς
τηλεπικοινωνιών και διαδικτυακού hardware-, τα περισσότερα από τα
σημερινά περιστατικά προκαλούν μάλλον αμελητέα προβλήματα, καθώς
δεν διαρκούν πολύ και πλήττουν μάλλον λίγα άτομα και
οργανισμούς.
Στην έρευνα υπογραμμίζεται το πόσο δυσχεραίνεται η λήψη
αποτελεσματικών αντιμέτρων λόγω του τρόπου χρήσης της ορολογίας:
για παράδειγμα, το «επίθεση» χρησιμοποιείται για ένα πολύ μεγάλο
εύρος δραστηριοτήτων, από phishing και ιούς μέχρι μία συγκαλυμμένη
επίθεση με στόχο την παραβίαση ενός συστήματος υπολογιστών. «Η
καταχώρηση όλων αυτών των ενεργειών σε μία μόνο στατιστική οδηγεί
σε λανθασμένα συμπεράσματα…και το πρόβλημα μεγαλώνει όταν
προσπαθούμε να εκτιμήσουμε ζημιές και απώλειες».
Επίσης, στη μελέτη αναφέρεται πως ο φόβος ενός «κυβερνοπολέμου»
μεταξύ κρατών είναι μάλλον υπερβολικός σε σχέση με την
πραγματικότητα.
«Είναι μάλλον απίθανο να υπάρξει κάποια στιγμή ένας πραγματικός
‘κυβερνοπόλεμος’» επισημαίνεται σχετικά, κυρίως λόγω της ύπαρξης
ισχυρών αμυνών και λόγω του απρόβλεπτου χαρακτήρα μίας
κυβερνοεπίθεσης. Παρόλα αυτά, υπογραμμίζεται το ότι τέτοιου είδους
«όπλα» θα εισέρχονται με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα στα
οπλοστάσια στρατών παγκοσμίως, σαν μέσα «πολλαπλασιασμού δύναμης».
«Ως κυβερνοόπλα» χαρακτηρίζονται ιοί, worms, trrojans, επιθέσεις
denial of service μέσω χρήσης botnets και φυσικά hacking.
www.kathimerini.gr με πληροφορίες από BBC