Μια δίκη με προδιαγεγραμμένη ετυμηγορία

Μια δίκη με προδιαγεγραμμένη ετυμηγορία

Από τη Μικρασιατική Καταστροφή στο εκτελεστικό απόσπασμα.

5' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μετά την κατάρρευση του μετώπου και την τραγωδία του Ελληνισμού, οι πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις υπήρξαν ραγδαίες. Οι φιλομοναρχικοί κύκλοι στην Αθήνα προσανατολίζονταν στη δημιουργία μιας κυβέρνησης με έκτακτες εξουσίες για να αντιμετωπίσει την οργή της κοινωνίας, των προσφύγων και των στρατιωτών που κατέφθαναν στην πρωτεύουσα και εν τέλει την προστασία του θρόνου.

Στις 11 Σεπτεμβρίου, ωστόσο, εκδηλώθηκε κίνημα στις τάξεις του στρατεύματος στη Χίο και στη Μυτιλήνη, όπου είχαν αποβιβαστεί μεγάλες μονάδες στρατού, υπό τους συνταγματάρχες Νικόλαο Πλαστήρα, Στυλιανό Γονατά και τον αντιπλοίαρχο ∆ημήτριο Φωκά, τη λεγόμενη επαναστατική τριανδρία. Αντίστοιχα, στην πρωτεύουσα συγκροτήθηκε επαναστατική επιτροπή, που βρισκόταν σε συνεχή επικοινωνία μαζί τους. Το στρατιωτικό καθεστώς Πλαστήρα-Γονατά απαιτούσε την απομάκρυνση του βασιλιά, τη διάλυση της φιλομοναρχικής Βουλής και τον σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης, φιλικά διακείμενης προς την Entente, ώστε να διενεργήσει εκλογές και να ενισχύσει το μέτωπο της Θράκης. Η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου, που είχε διαδεχτεί την κυβέρνηση του Πρωτοπαπαδάκη αμέσως μετά την καταστροφή της Σμύρνης, κάτω από την πίεση των γεγονότων παραιτήθηκε. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος άφησε τον θρόνο στον διάδοχο Γεώργιο, ενώ πριν από την αναχώρησή του στο εξωτερικό σχηματίστηκε πολιτική κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Σωτ. Κροκιδά και το σύνολο της εξουσίας στην Επαναστατική Επιτροπή.

Η Επαναστατική Επιτροπή, πενταμελής μετά την προσχώρηση του συνταγματάρχη Λ. Σακελλαρόπουλου και του πλοιάρχου Αλ. Χατζηκυριάκου, γνωστοποίησε στις εφημερίδες την πρόθεσή της να παραπεμφθούν οι υπεύθυνοι σε τακτικό δικαστήριο. Κάτω από την πίεση όμως των κατώτερων στελεχών του στρατού, το κλίμα εχθρότητας εναντίον των πολιτικών αλλά και την παρασκηνιακή πίεση του Θ. Πάγκαλου, που επιθυμούσε την ηγεσία της Επανάστασης, αποφάσισε την «παραδειγματική» τιμωρία των υπευθύνων. Προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλαν και οι διπλωματικές εξελίξεις, αφού στο πλαίσιο της υπογραφής της Ανακωχής των Μουδανιών (25 Σεπτεμβρίου/11 Οκτωβρίου) επιβλήθηκε από τη Γαλλία, την Αγγλία και την Τουρκία η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης.

Η Επαναστατική Επιτροπή, για να αντιμετωπίσει τη βίαιη πολιτική κατακραυγή, στις 5 Οκτωβρίου με διάγγελμά της διακήρυττε: «Η Επανάστασις αποβλέπει εις συναδέλφωσιν του πλανηθέντος λαού, ο οποίος υπέστη υπό των αναξίων Αρχόντων τας σκληροτάτας θυσίας αίματος, χρήματος και τιμής. Αλλά θεωρεί επιβεβλημένην την παραδειγματικήν ποινικήν τιμωρίαν των εχθρών της πατρίδος, εις τους οποίους οφείλεται η κατάρρευσις του Μικρασιατικού Μετώπου καθώς και η διεθνής καταδίκη της Θράκης, η οποία δυστυχώς είχε προηγηθεί της Επαναστάσεως, καθώς και τον οριστικόν, ηθικόν και πολιτικόν θάνατον των πρωτεργατών της καταστροφής».

Άμεσα συγκροτήθηκε και η Ανακριτική Επιτροπή Ενόχων Εθνικής Καταστροφής, με αποστολή «την διακρίβωσιν των υπευθύνων της τελευταίας εθνικής συμφοράς, στρατιωτικών και μη, και την ταχίστην τιμωρίαν αυτών». ∆ύο εβδομάδες αργότερα εξέδωσε το πόρισμά της, παραπέμποντας στο στρατοδικείο τους ∆. Γούναρη, Π. Πρωτοπαπαδάκη, Γ. Μπαλτατζή, Ξ. Στρατηγό, Μ. Γούδα, Ν. Στράτο, Ν. Θεοτόκη και Γ. Χατζανέστη με την κατηγορία της «εσχάτης» προδοσίας, αφού «εκουσίως και εκ προθέσεως υπεστήριξαν την εισβολήν ξένων στρατευμάτων, ήτοι του τουρκικού εθνικιστικού στρατού, εις την επικράτειαν του Βασιλείου… παραδώσαντες άμα εις τον εχθρόν πόλεις, φρούρια, μέγα μέρος του στρατού και μεγίστης αξίας υλικόν πολέμου».

Ο Γεώργιος Χατζανέστης ήταν ο μοναδικός εν ενεργεία στρατιωτικός που παραπέμφθηκε σε δίκη. Το κατηγορητήριο για τον τελευταίο αρχιστράτηγο αλλά και σύσσωμης της πολιτικής ηγεσίας της μίας εκ των δύο πολιτικών παρατάξεων θεμελίωνε και στοιχειοθετούσε την εσχάτη προδοσία σε δεκαπέντε στοιχεία. Ο Χατζανέστης, που χαρακτηρίστηκε «ανισόρροπο και διαλυτικό στοιχείο», κατηγορήθηκε για τα στρατιωτικά λάθη που οδήγησαν στην Καταστροφή καθώς και για τη μετακίνηση δυνάμεων στη Θράκη «προς παιδαριώδην σκοπόν».

Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο Χατζανέστης, εκτός από τους πολιτικούς λόγους, τις νομικές παρατυπίες και την καταπάτηση των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τη υπεράσπισή του, ήρθε αντιμέτωπος και με εκείνους που είχαν προσωπικά κίνητρα να τον οδηγήσουν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ο πρώτος ήταν ο Θεόδωρος Πάγκαλος. Ο βασικός συντάκτης του κατηγορητηρίου και ως εκ τούτου θεσμικός και εξωθεσμικός παράγοντας που ασκούσε επιρροή για τις εκτελέσεις, σύμφωνα με τον καθηγητή Αθ. ∆ιαμαντόπουλο, είχε προηγούμενα μαζί του από την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων. Ο τότε επιτελάρχης Χατζανέστης, αυστηρά προσηλωμένος στο ∆ίκαιο του Πολέμου αλλά και των άγραφων αξιών που διέπουν τον στρατό, είχε συγκρουστεί δύο φορές μαζί του για τις ακρότητες που διέπραξαν οι Έλληνες στρατιώτες, προτείνοντας μάλιστα την παραπομπή του στο στρατοδικείο. Τα περιστατικά αναφέρει ο ίδιος ο Πάγκαλος στα Απομνημονεύματά του, σχολιάζοντας ανακουφισμένος ότι «ευτυχώς ο διάδοχος Κωνσταντίνος δεν συνεφώνησε με την γνώμην του».

Ο Αναστάσιος Παπούλας, στη συνέχεια, αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων στη Μικρά Ασία από το 1920 έως και τον Μάιο του 1922, μολονότι αρχικά συγκαταλέχθηκε στον κατάλογο των κατηγορουμένων, υπήρξε ο βασικότερος μάρτυρας κατηγορίας κατά την ακροαματική διαδικασία. Εκείνος ήταν που είχε υποστηρίξει την προέλαση του ελληνικού στρατού στη γραμμή Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ τον Αύγουστο του 1921, διαβεβαιώνοντας τότε την κυβέρνηση Γούναρη για την επιτυχία των επιχειρήσεων. Θέλοντας λοιπόν να αποσιωπήσει τις δικές του ευθύνες για τα στρατιωτικά λάθη που έγιναν συνολικά και οδήγησαν στην καταστροφή, έσπευσε στην κατάθεσή του να εξαπολύσει δριμείες κατηγορίες εναντίον του Χατζανέστη, ξεκινώντας από το ηθικό του στρατού, που στις μέρες του ήταν καλό. Το απέδωσε δε στην ιδιόρρυθμη προσωπικότητά του, στην αυστηρότητά του και στην τυπολατρία του. Λίγο χρόνια αργότερα, στα Απομνημονεύματά του, παραθέτοντας διάφορα περιστατικά που προκάλεσαν την αγανάκτηση του στρατεύματος και ως εκ τούτου την πτώση του ηθικού του, σημείωνε ότι «η εν γένει πολιτεία του υπήρξε τοιαύτη κατά την εποχήν εκείνην, ώστε πάντες οι υπηρετήσαντες τότε εις την Στρατιάν της Μικράς Ασίας μόνον μετά δυσφορίας -διά να μην μεταχειρισθώμεν βαρυτέραν έκφρασιν- ενθυμούνται την ∆ιοίκησιν του ατυχήσαντος στρατηγού».

Ο Παπούλας αναφέρθηκε απαξιωτικά στη στρατιωτική σταδιοδρομία του Χατζανέστη, τον κατηγόρησε για την εξ αποστάσεως διοίκηση του στρατεύματος στις κρίσιμες εκείνες ώρες, αλλά και την έλλειψη εμπειρίας, αφού είχε χρόνια να ασκήσει διοίκηση. Παροιμιώδης υπήρξε η απάντηση του κατηγορουμένου: «Νομίζετε ότι όταν είναι κανείς στη φυλακή έχει περισσότερη πείρα παρά όταν είναι στην Ελβετία;» (εν. την περίοδο παραμονής του Παπούλα στη φυλακή από το 1917 έως το 1920 λόγω της ανάμειξής του στα Νοεμβριανά του 1916). Η πιο έντονη αντιπαράθεση μεταξύ τους, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, σημειώθηκε όταν ο Χατζανέστης τον ρώτησε εάν θεωρούσε ότι «η ήττα ήταν προϊόν της δικής μου διοίκησης ή της δικής σας;». Απτόητος ο Παπούλας απάντησε: «Της δικής σας. ∆ιότι επί της δικής μου έγιναν επιχειρήσεις που φόρτωσαν το στράτευμα με τιμή και δόξα». Σε επόμενη ερώτηση του Χατζανέστη για το χρονικό διάστημα που ηγήθηκαν του στρατεύματος, ο Παπούλας παραδέχτηκε ότι εκείνος υπηρέτησε σχεδόν 20 μήνες και ο Χατζανέστης μόλις δυόμισι μήνες. Καταλήγοντας ο Χατζανέστης ρώτησε: «Αποδίδετε επομένως την επελθούσα καταστροφή σε φθοροποιούς αιτίες των δύο και μισών αυτών μηνών; Αυτή τη μεγάλη καταστροφή την αποδίδετε στους δύο και μισούς μήνες;» – για να λάβει επιβεβαιωτική απάντησή από τον προκάτοχό του.

Ο Χατζανέστης, παρά τα στρατιωτικά λάθη που διέπραξε ή την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεσή του, ήταν αξιωματικός με μεγάλη στρατιωτική παιδεία και αδιαμφισβήτητο ήθος. Στις 15 Νοεμβρίου 1922 εκτελέστηκε με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας». Σήμερα, η ιστορική έρευνα έχει αποφανθεί ότι οι κατηγορούμενοι ήταν αθώοι για την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας» και αποτέλεσαν τα εξιλαστήρια θύματα για την εκτόνωση της λαϊκής οργής για την ήττα και την Καταστροφή. Ο Πάγκαλος αργότερα παραδέχτηκε ότι η διεξαγωγή και η απόφαση της δίκης καθορίστηκαν από τις πολιτικές σκοπιμότητες της περιόδου και την πορεία των γεγονότων, διασαφηνίζοντας ότι «ο ατυχής Χατζανέστης κατεδικάσθη ως υπαίτιος διά την εθνικήν καταστροφήν, ενώ δεν ήτο».•

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT