Στα λίγα δευτερόλεπτα που παραχωρεί η γενναιόδωρη κάμερα στον «απλό πολίτη», να πει τη γνώμη του για τα τρέχοντα ή τα «μεγάλα», δεν περιμένει κανείς ν’ ακούσει μια βαθιά ανάγνωση των πραγμάτων, που να πιστοποιεί ικανοποιητική εποπτεία τους. Λόγια συναισθηματικής τάξης περιμένει ν’ ακούσει ο τηλεθεατής – κι αυτά ακούει, θυμωμένα συνήθως και παραπονεμένα. Ξέρει άλλωστε πως οι απόψεις των «ανωνύμων» που θα φτάσουν μέχρι τ’ αυτιά του εξαρτώνται απολύτως από το πού έχει σταθμεύσει προσωρινά το τηλεχειριστήριό του, σε ποιον δίαυλο.
Στα ιδιωτικά κανάλια οι απαντήσεις που δίνουν οι άνθρωποι –στη λαϊκή, στην Ερμού, στην ουρά δημόσιων υπηρεσιών– κυμαίνονται μονίμως ανάμεσα στο «χάλια» και το «μαύρα χάλια». Σποραδικά, η αφανής πλην ολοφάνερη κρησάρα του σταθμού αφήνει να ξεφύγει κάτι διαφορετικό, για να ’χουμε να λέμε ότι μονάχη έγνοια μας είναι ο πλουραλισμός και η αντικειμενικότητα· η ίδια κρησάρα, άλλωστε, αποφασίζει και ποιες ακριβώς από τις αναφορές των ξένων Μέσων στη χώρα μας θα αναπαραχθούν στεντορείως, ποιες παράγραφοί τους θα αποσπαστούν βίαια από τα συμφραζόμενά τους για να υπηρετήσουν το σενάριό μας και ποιες θα αποσιωπηθούν.
Στα κρατικά κανάλια προτιμούνται –ή επιλέγονται– οι αισιόδοξες απαντήσεις, αυτές που βλέπουν φως στο βάθος του τούνελ, κίνηση στην αγορά, μείωση της ανεργίας κτλ. Στην τηλεοπτική αναπαράσταση της πραγματικότητας, κάθε καταγραφέας-προβολέας διαλέγει μια μικρή σφήνα του κόσμου, την πιο βολική γι’ αυτόν, και την παρουσιάζει ανενδοίαστα σαν να πρόκειται για τον πλήρη κόσμο.
Η «σφαιρική ενημέρωση» είναι ένας επιπλέον αστικός μύθος, η δε «πλήρης και ανεξάρτητη ενημέρωση» το παρατσούκλι της προπαγάνδας. Πρέπει ν’ ακούσεις και να διαβάσεις όσο το δυνατόν περισσότερους πομπούς πληροφοριών για να καθαρίσει κάπως η εικόνα στο κεφάλι σου. Για να καταλάβω τι ένιωθαν και τι σκέφτονταν όσοι συγκεντρώθηκαν την Κυριακή στο Σύνταγμα για να διαμαρτυρηθούν κατά της συμφωνίας των Πρεσπών προσπάθησα ν’ ακούσω στους σταθμούς και να διαβάσω στις εφημερίδες όσο το δυνατόν περισσότερες αυθόρμητες απαντήσεις τους. Ξαναλέω, δεν περίμενα ν’ ακούσω βαθυστόχαστες εξηγήσεις μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, αλλά λίγες λέξεις που ν’ ακουμπούν στα πράγματα και να μην αποκαλύπτουν βαθύτατη έλλειψη ιστορικής γνώσης, φόβους χωρίς κανένα έρεισμα και κάκιστη σχέση ακόμα και με την τρέχουσα ειδησεογραφία. Δηλαδή, ό,τι χαρακτηρίζει και πολλές απόψεις εκπροσώπων μας στη Βουλή.
Θα υπήρχαν σίγουρα ανάμεσα στο πλήθος και άνθρωποι που ξανάνοιξαν κάποιο βιβλίο Ιστορίας μετά το πέρας των γυμνασιακών τους σπουδών. Θα υπήρχαν και αρκετοί που, ακούγοντας τον κεντρικό ομιλητή, τον Ελληνοαμερικανό πολιτικό Κρις Σπύρου, θα θυμήθηκαν ενοχλημένοι ή προσβεβλημένοι ότι ο ίδιος αυτός εθνικιστής είχε καταγγείλει σαν προδότη της Μακεδονίας και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, αλλά και την κ. Ντόρα Μπακογιάννη. Κι άλλοι που θ’ ανατρίχιαζαν στη σκέψη ότι διαδηλώνουν από κοινού με τους πρωταθλητές της ελληνοκαπηλίας, τους νεοναζιστές χρυσαυγίτες, τους ακροδεξιούς εν γένει, που έδρασαν στον Αγνωστο κι ύστερα η θρασυδειλία τους ανακάλυψε προβοκάτορες, και μάλιστα αφρικανικής προελεύσεως, καίτοι γεννημένους στη Νάουσα.
Τη φωνή τέτοιων ανθρώπων, την απάντησή τους στο δημοσιογραφικό ερώτημα «γιατί πήγαν στο Σύνταγμα», δεν έτυχε να την ακούσω. Ακόμα κι αν διατυπώθηκε, την πήρε ο θόρυβος. Ο θόρυβος του συνθήματος που κυριάρχησε και σε αυτήν τη συγκέντρωση: «Η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική». Η ελλαδική Μακεδονία είναι σίγουρα ελληνική. Και για να γίνει ελληνική, για να επικρατήσει μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους το μειοψηφικό έως τότε ελληνικό στοιχείο, χρειάστηκε να γίνουν πολλά, που δεν είναι όλα τους τόσο αγαθά και ενάρετα όσο τα σχηματίζει αναδρομικά η εξιδανικευτική παρουσίασή τους. Πλην της δικής μας Μακεδονίας, όμως, υπάρχουν και τα μη ελλαδικά και μη ελληνικά μακεδονικά εδάφη της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έτσι όπως η ίδια η –νικήτρια– Ελλάδα τα αποδέχτηκε με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, το 1913: το 39% σερβικό, το 9,5% βουλγαρικό και το 0,5% αλβανικό. Ελλαδικό είναι το 51%.
Τα γράφουν και τα βιβλία αυτά. Τα δικά μας, τα επίσημα. Oχι τα βουλγάρικα ή τα «γυφτοσκοπιανά». Αλλα βιβλία, που δεν κρύβονται και δεν κρύβουν, γράφουν ότι πρώτοι οι Ελληνες διπλωμάτες και πολιτικοί μίλησαν περί μακεδονικού λαού και περί συγκρούσεως «μεταξύ ελληνιζόντων Μακεδόνων και βουλγαριζόντων Μακεδόνων», θέλοντας να αντιτεθούν και με αυτόν τον τρόπο στον βουλγαρικό εθνικισμό, αλλά και στον σλαβικό. Αναφέρουν ακόμα ότι πριν ο Στράτης Μυριβήλης μιλήσει στη «Ζωή εν τάφω» για «Μακεντόν ορτοντόξ», ο ίδιος ο Παύλος Μελάς έγραψε το 1904 στη σύζυγό του, τη Ναταλία Μελά, από κάποιο σλαβόφωνο χωριό της Μακεδονίας: «Δεν εννοήσαμεν αν η γλώσσα ήτον η μακεδονική ή η ελληνική». Ή ότι η Πηνελόπη Δέλτα στα «Μυστικά του βάλτου» (το ευαγγέλιό μας υποτίθεται, μαζί με τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη) λέει τα εξής για την τουρκοκρατούμενη Μακεδονία: «Ηταν ένα κράμα όλων των βαλκανικών εθνικοτήτων τότε η Μακεδονία. Eλληνες, Βούλγαροι, Ρουμούνοι, Σέρβοι, Αλβανοί, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, ζούσαν φύρδην μίγδην κάτω από το βαρύ ζυγό των Τούρκων. Η γλώσσα τους ήταν η ίδια, μακεδονίτικη, ένα κράμα και αυτή από σλαβικά κι ελληνικά, ανακατωμένα με λέξεις τούρκικες. Εθνική συνείδηση είχαν μακεδονική μονάχα».
Αυτοί δεν αυτολογοκρίθηκαν (πλην του Μυριβήλη, που, πολύ αργότερα, απάλειψε τις «αντεθνικές» αναφορές), ούτε λογόκριναν την Ιστορία. Αντίθετα, εμείς σήμερα διαδηλώνουμε ότι «μας κλέβουν την Ιστορία, μας κλέβουν το όνομα, την ταυτότητα, τη Θεσσαλονίκη» – τέτοιες απαντήσεις έδιναν οι ερωτώμενοι. Παρότι εμείς, και μάλιστα σε καιρό ειρήνης, υποχρεώνουμε τους γείτονες της ΠΓΔΜ ν’ αλλάξουν το όνομα της χώρας τους, να δηλώσουν ότι δεν έχουν καμία σχέση με τον Μεγαλέξανδρο, όπως τους έτρωγε το μυαλό ο μεγαλομανής Νίκολα Γκρούεφσκι, να συνομολογήσουν ότι η γλώσσα τους είναι σλαβική, να εγκαταλείψουν το αστέρι της Βεργίνας.
Με το πατριωτόμετρο που κρατούν σήμερα στα χέρια τους όσοι σωβινιστές-αλυτρωτιστές καλούν μεν σαν μάρτυρα την Ιστορία, φροντίζουν όμως να σκίσουν πρώτα τις σελίδες της που δεν ευνοούν ιδιαίτερα το σενάριό τους, και ο Παύλος Μελάς ακόμα θα αποδεικνυόταν μειωμένης πατριωτικότητας, αφού αποδεχόταν αναγκαστικά αυτό που άκουγαν τα αυτιά του, «την μακεδονικήν» (ενώ εμείς σήμερα κάνουμε πως δεν ακούμε τα «ντόπια» ή «ντόπικα»). Και ο (αρχικός) Μυριβήλης, βέβαια, εθνικός μειοδότης θα έβγαινε στο μέτρημα. Και σίγουρα ο σλαβόφωνος καπετάν Κώττας. Και όλοι οι μακεδονομάχοι, που απηύθυναν τις προκηρύξεις τους στους «μπράτε Μακεντόντση»: «Προκλαμάτσια να Ελληνομακεντόνσκη Κομιτέτ οτ’ Ατηνα ζα νάσητε μπράτε Μακεντόντση». Δηλαδή: «Προκήρυξις Ελληνομακεδονικού Κομιτάτου προς τους αδελφούς Μακεδόνας».