Η υπουργοποίηση δύο πρώην βουλευτών του ΠΑΣΟΚ δεν ήταν ό,τι αποδοτικότερο επικοινωνιακά για την κυβέρνηση. Και βαριά ονόματα δεν ήταν και μέχρι την προτεραία χλεύαζαν τον ΣΥΡΙΖΑ, χρησιμοποιώντας το τυπικό λεξιλόγιο των πράσινων. Ακουσαν μήπως, οδεύοντας προς τη Δαμασκό, το «Σαούλ Σαούλ, τι με διώκεις;» που άκουσε ο Παύλος; Σε χώρα με υπερπαραγωγή θαυμάτων ζούμε, γιατί να μη γεύτηκαν και αυτοί ένα τέτοιο εξαίσιο ουράνιο δώρο. Οι ίδιοι πάντως δεν μπήκαν στον κόπο να εξηγήσουν τη ραγδαία μεταστροφή τους. Ξέρουν άλλωστε ότι οι κομματικές μετακινήσεις γίνονται όπως στο βόλεϊ, όπου, αντίθετα με τα ποδοσφαιρικά έθιμα, δεν υπάρχουν συναισθηματικές αναστολές, κι έτσι αρκετοί παίκτες έχουν φορέσει τη φανέλα όλων των μεγάλων.
Περισσότερο και από το κοινωνικό σώμα, η υπουργοποίηση του κ. Θάνου Μωραΐτη και του κ. Αγγελου Τόλκα αιφνιδίασε τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Είδαν τον πρόεδρό τους να αυτοσχεδιάζει και πάλι, αδιαφορώντας για τις πιθανές ενστάσεις. Ουδέν πρόβλημα. Κάποια στιγμή, στην Κεντρική Επιτροπή ή σε συνέδριο, θα ξανακουστεί ένα ωραίο λογύδριο για την αναγκαιότητα της εσωκομματικής δημοκρατίας και για την υποχρέωση στην αυτοκριτική. Και όλα θα ξαναβρούν τον δρόμο τους. Για να τον ξαναχάσουν έως την επόμενη επίσημη περίσταση. Ο εκπασοκισμός του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Αλλιώς δεν γίνεται να διεκδικήσεις μερίδιο στη μυθική κληρονομιά του Ανδρέα Παπανδρέου – η οποία, παρεμπιπτόντως, ελάχιστο ενθουσιασμό προκαλούσε ανέκαθεν στην ανανεωτική Αριστερά.
Η διεκδίκηση αυτής της κληρονομιάς εξηγεί την οξύτατη ρητορική της κ. Φώφης Γεννηματά κατά του ΣΥΡΙΖΑ και την αγχωμένη απαξίωση της «Γέφυρας», με αναμενόμενα λογοπαίγνια του τύπου «γέφυρα των στεναγμών». Η πρόεδρος του τριώνυμου κόμματος (ΠΑΣΟΚ – ΔΗΣΥ – ΚΙΝΑΛ) δεν μπορεί παρά να κατανοήσει αργά ή γρήγορα πως, όσον αφορά την ηγεμονία στην Κεντροαριστερά ή, έστω, το φτιασίδωμα της εικόνας του ΣΥΡΙΖΑ, ό,τι –μικρό– είναι να γίνει, θα γίνει από ονόματα σαν του κ. Ν. Μουζέλη και του κ. Γ. Μπουτάρη, όχι του κ. Μωραΐτη ή του κ. Τόλκα. Να κατανοήσει δηλαδή ότι με τη στάση της στη συμφωνία των Πρεσπών ακύρωσε την προϊστορία του ΠΑΣΟΚ και (από κοινού με τον κ. Κ. Μητσοτάκη) πρόσφερε στον ΣΥΡΙΖΑ ένα σπουδαίο όπλο: το μονοπώλιο της μη εθνικιστικής λογικής στο Μακεδονικό. Ηρθε έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ σε αντίθεση με την πλειοψηφία; Και αυτό μπορεί να γίνει όπλο του. Πόσο εύκολο είναι πια να κατακριθεί για εθνολαϊκισμό;